δίαιτα: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίαιτα:''' ἡ (πιθ. από [[ζάω]], βλ. Ζ, ζ II. 2)·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[τρόπος]] ζωής, [[διαβίωση]], [[βίος]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>δ. ποιεῖσθαι</i>, [[διέρχομαι]], περνώ τη [[ζωή]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατοικία]], [[οίκημα]], [[δωμάτιο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[διαιτησία]], [[μεσολάβηση]], σε Σοφ., Αριστοφ., Ρήτ. | |lsmtext='''δίαιτα:''' ἡ (πιθ. από [[ζάω]], βλ. Ζ, ζ II. 2)·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο [[τρόπος]] ζωής, [[διαβίωση]], [[βίος]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>δ. ποιεῖσθαι</i>, [[διέρχομαι]], περνώ τη [[ζωή]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατοικία]], [[οίκημα]], [[δωμάτιο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[διαιτησία]], [[μεσολάβηση]], σε Σοφ., Αριστοφ., Ρήτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίαιτα:''' <b class="num">I</b> ἡ<br /><b class="num">1)</b> (тж. δ. τῆς ζοῆς Her.) уклад, образ жизни, быт ([[εὐτελής]] Xen.; πτωχή Soph.; [[ἀνεπίμικτος]] Plut.): ἡ ξυνηθης δ. Thuc. повседневная жизнь; δίαιτάν τινα ἔχειν Aesch. или ποιεῖσθαι Thuc., Arst. вести какой-л. образ жизни; τὰ τῆς [[οἴκοι]] διαίτης Soph. удобства домашнего быта;<br /><b class="num">2)</b> местопребывание, жилище, помещение (δίαιται [[ὅπου]] κόρεις ὀλίγιστοι Arph.; sc. τοῦ νηκτοῦ ζῴου Arst.; ἡ παλλακίδων δ. Plut.): δίαιταν ἔχειν [[παρά]] τινι и ἔν τινος (sc. οἴκῳ) Her. жить у кого-л.;<br /><b class="num">3)</b> предписанный врачами образ жизни, диэта (ἡ τεταγμένη δ. Plat.; φαρμάκοις καὶ διαίταις [[χρῆσθαι]] Arst.).<br /><b class="num">II</b> ἡ третейский суд, арбитраж: ἐπιτρέψαι δίαιτάν τινι Lys., Isocr., Isae., Dem., Arst. передать дело на третейское решение кому-л.; δίαιταν [[ὀφλεῖν]] Dem. по третейскому суду быть признанным виновным. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A way of living, mode of life, τὰ τῆς οἵκοι δ. S.OC352; πτωχῷ δ. ib.751; σκληρὰς δ. ἐκπονεῖν E.Fr.525.5; δ. εὐτελέστεραι X. Cyr.1.3.2; δ. ἔχειν A.Pr.490; δίαιταν ἔχειν ἐν Κροίσου, παρὰ τῇσι γυναιξί, Hdt.1.36, 136; ξυνήθη τὴν δ. μεθ' ὅπλων ποιεῖσθαι Th.1.6; δ. ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι pass one's life, Hdt.2.68 (but δ. ἐποιήσατο τῶν παίδων he made them live, Id.2.2); δ. τῆς ζόης μεταβάλλειν Id.1.157, cf. Th.2.16; παρὰ τὴν δ. at table, Ath.12.519b. 2 δίαιτα τοῦ οὐρανοῦ· τὸ φαγεῖν, τὸ πιεῖν, Hsch. II dwelling, abode, Arist.EN 1096a27; κοινὴ θεῶν ἁπάντων δ. OGI383.27 (i B.C.); δ. πολιτικαί public buildings, J.AJ15.9.6; room (or, more often, suile of rooms), Ar.Ra.114, CIG3268 (prob. Smyrna), Plu.Publ.15; τὰς τῶν θεραπόντων δ. Id.2.515f; sailors' quarters in a ship, Moschion ap.Ath. 5.207c; of fishes, Arist.Mu.398b32. 2 Medic., prescribed manner of life, regimen, Hp.Vict.1.1, Pl.R.404a, etc.; esp. of diet, Hp. Fract.36, Gal.Thras.35, etc. b state, condition, ἕλκεος Aret.SD 2.4. III at Athens and elsewhere, arbitration, S.El.1073 (lyr.), Lexap.And.1.87; opp. δίκη, Arist.Rh.1374b20; ἐμμένειν τῇ δ. Ar. V.524; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί Lys.32.2, Isoc.18.13, Is.5.31 (prob.l.); ὀφλεῖν τὴν δ. to have judgement against one, D.29.58. 2 the office of arbiter, δ. λαβεῖν Hyp.Eux.31. IV discussion, investigation, ταῦτα μακροτέρας ἐστὶ δ. Str.1.1.7; δ. ποιήσασθαι περί τινος 15.1.10. (Cf.διαιτάω.)
German (Pape)
[Seite 580] ἡ, 1) Lebensart, Leben; Pind. Ol. 2, 71; P. 1, 93; δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Her. 1, 1 57; vgl. 153; Thuc. 2, 16; εἴ τι τῆς εἰωθυίας διαίτης ἐκβαίη Plat. Rep. III, 406 b; bes. in medicinischer Beziehung, vom Arzte vorgeschriebene Lebensweise, Thuc. 2, 51; ἐν διαίταις σωμάτων Plat. Legg. VII, 797 d; τοὺς φύσει τε καὶ διαίτῃ ὑγιεινῶς ἔχοντας τὰ σώματα Rep. III, 407 c; auch in moralischer Beziehung, καὶ φιλοσοφία Phaedr. 256 a. – Dah. a) Lebensunterhalt, Lebensbedürfnisse; πτωχή Soph. O. C. 751; εὐτελής Xen. Cyr. 1, 3, 2; Mem. 1, 6, 5 u. sonst; ἐπὶ διαίτῃ, παρὰ τὴν δίαιταν, bei Tisch, Sp., Ath. XII, 519 b. – b) der Aufenthalts-, Wohnort, Ar. Av. 412; δίαιταν ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι Her. 2, 68; ἔχειν ἐν Κροίσου 1, 35; ἐν Ἄργει Thuc. 1, 135; vgl. Xen. Cyr. 8, 6, 11; ἐν τόπῳ δίαιτα Arist. 1, 6, 4, u. a. Sp., wie Plut. Poplic. 15, der es auch für »Zimmer« braucht. – 2) das Schiedsrichteramt, schiedsrichterliche Entscheidung; Plat. Legg. VI, 766 d; Andoc. 1, 88; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί, Dem. 59, 45; ὀφλεῖν, verurtheilt sein, 29, 58, u. sonst bei den Rednern.
Greek (Liddell-Scott)
δίαιτα: ἡ, (ἴδε ἐν λ. ζάω): - τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, τὸν ἱματισμὸν καὶ τὴν οἴκησιν, Λατ. cultus, victusque, τὰ τῆς οἴκοι διαίτης Σοφ. Ο. Κ. 352· πτωχῷ διαίτῃ αὐτ. 751· σκληρὰς διαίτας ἐκπονεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 529· δ. ἔχειν Αἰσχύλ. Πρ. 490, Ἡρόδ. 1. 35, Θουκ. 1. 6· παρά τινι Ἡρόδ. 1. 136· δ. ποιεῖσθαι, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 2. 68 (ἀλλά, δίαιταν ἐποιήσατο τῶν παίδων, ἔκαμεν αὐτοὺς νὰ ζῶσιν, ὁ αὐτ. 2. 3)· δ. ζόης μεταβάλλειν ὁ αὐτ. 1. 157, πρβλ. Θουκ. 2. 16. 2) κατοικία, οἴκησις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1 6, 3, Πλούτ. 2. 515Ε, κτλ.· οἴκημα, δωμάτιον, Λατ. diaeta (ἐν τῷ μεταγεν. Λατινισμῷ zeta), Ἀριστοφ. Βατρ. 114, Συλλ. Ἐπιγρ. 3268, Πλούτ.· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. Κοσμ. 6, 16. 3) ὡς ἰατρ. ὅρος, τρόπος ζωῆς προδιαγεγραμμένος (ὡς παρ’ ἡμῖν δίαιτα), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, «διαιτησία», ἤτοι ἡ διὰ διαιτητῶν διάλυσις διαφορᾶς, Σοφ. Ἠλ. 1073, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 12. 5· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκη, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 19· ἐμμένειν τῇ δ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 524· δίαιταν ἐπιτρέψαι τινὶ Λυσίας 893. 10, Ἱσοκρ. 373Ε, Ἰσαῖ. 54. 7· ὀφλεῖν τὴν δ. Δημ. 862. 2. 2) τὸ ἔργον ἢ ἀξίωμα τοῦ διαιτητοῦ, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 41· πρβλ. διαιτητής. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 508.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. genre de vie :
1 en gén. l’ensemble des habitudes du corps et de l’esprit, les goûts, les mœurs, etc. : πτωχὴ δίαιτα SOPH genre de vie misérable ; δίαιτα εὐτελής XÉN vie simple ou frugale;
2 résidence ; δίαιταν ἔχειν παρά τινι HDT vivre auprès de qqn ; maison, appartement;
II. t. de droit attique arbitrage : δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί s’en remettre à l’arbitrage de qqn.
Étymologie: *διάω, *δjάω > ζάω.
English (Slater)
δῐαιτα
a way of life, livelihood οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν (O. 2.65)
b manner of life ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.93)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
I 1vida, género de vida, modo de vivir, ἀμόχθητος Alc.61.12, πτωχὸς δ. vida de mendigo S.OC 751, σκληρά E.Fr.525.5, ἡ εἰωθυῖα δ. la vida habitual Pl.R.407d, Lg.797d, ἡ καθημερινὴ δ. LXX Iu.12.15, εὐτελής X.Cyr.1.3.2, ἡ ὕπαιθρος ... δ. la vida al aire libre Luc.Demon.1, ἀποιχομένων ἀνδρῶν δ. Pi.P.1.93, ἔρως βίου διαίτης τέ σου el amor por tu vida y tu forma de vida Ar.Au.413, cf. Critias Eleg.4.24, Hyp.Eux.31, Men.Fr.622.4, Aesop.131, δίαιταν ἔχειν tener un género de vida, e.e. llevar una vida A.Pr.490, δίαιταν τῆς ζόης μεταβάλλειν cambiar el género de vida Hdt.1.157, ξυνήθη τὴν δίαιταν μεθ' ὅπλων ποιεῖσθαι hacer la vida ordinaria armados Th.1.6, unido a φύσις Pl.R.407c, ζῷα ... οὔτε ἰδέαν ἀλλήλοις ἐοικότα οὔτε δίαιταν Diog.Apoll.B 5, ἡ κατὰ τὴν δίαιταν ἐπιμέλεια el cuidado conforme al régimen establecido Plb.1.59.12
•fig. φιλοτάσιος δ. amorosa convivencia S.El.1073.
2 medic., gener. dieta, régimen de alimentos y ejercicios para mantener o recobrar la salud, Hp.Vict.1.1, Acut.3, Pl.R.404a
•esp. dieta alimenticia Hp.Fract.36, Aph.1.7, 8, Hdt.3.23, Arist.Phgn.808b23, Plu.Alex.8, Gal.5.872, περὶ διαίτης ἢ διαιτητικόν tít. de una obra de Demócrito, D.L.9.48, περὶ διαίτης tít. de una obra de Hipócrates, Hp.Vict., περὶ διαίτης ὀξέων tít. de una obra de Hipócrates, Hp.Acut.
3 sustento οὐδὲ (ταράσσοντες) πόντιον ὕδωρ κεινὰν παρὰ δίαιταν ni (removiendo) el agua del mar para su escaso sustento Pi.O.2.65
•comida παρὰ τὴν δίαιταν durante la comida Athenodor.Tars.3, cf. Hsch.
4 estado, situación τοῦ ἕλκεος Aret.SD 2.4.6.
II concr.
1 alojamiento, residencia ὁδούς, πόλεις, διαίτας, πανδοκευτρίας Ar.Ra.114
•δίαιταν ἔχειν alojarse ἐν Κροίσου Hdt.1.36, παρὰ τῇσι γυναιξί Hdt.1.136, cf. 2.2, ὠστρακισμένος καὶ ἔχων δίαιταν ἐν Ἄργει Th.1.135
•δίαιταν ποιεῖσθαι pasar la vida o parte de la vida ἐν ὕδατι del cocodrilo, Hdt.2.68, ἐν τῷ ἀέρι Arist.Iuu.470b3, ποιεῖσθαι ... τὸ καθ' ἡμέραν τὴν δίαιταν ἐπὶ τῶν πυλώνων pasar el día en los portillos Plb.4.18.2
•gener. morada ἀδικία δὲ ἐν διαίτῃ σοῦ μὴ αὐλισθήτω LXX Ib.11.14, ἡ δ. τῆς σκηνῆς σου LXX Ib.5.24, κοινὴ θεῶν ἁπάντων ... δ. IGLS 1.27 (Nemrud Dagh I a.C.)
•refugio, guarida de un animal, Arist.Mu.398b32.
2 habitación, estancia διακοσμῶν (τὴν πόλιν) βασιλείοις ... καὶ διαίταις πολιτικαῖς adornando la ciudad con un palacio y estancias oficiales I.AI 15.331, αἱ τῶν θεραπόντων δίαιται Plu.2.515e, παλλακίδων δ. Plu.Publ.15
•sala para reuniones de iniciados MAMA 6.239 (Acmonia), adjunta a una tumba para reunirse los familiares ISmyrna 195.4, IEphesos 2435.2 (ambas imper.)
•cabina, camarote de un barco, Moschio Hist.3.1, Petron.115.1.
III jur., en Atenas y otros lugares juicio arbitral, arbitraje τὰς δὲ δίκας καὶ τὰς διαίτας κυρίας εἶναι ley en And.Myst.87, cf. ley en D.24.56, Lys.25.16, Isoc.18.13, op. δίκη Arist.Rh.1374b20, op. κρίσις IEphesos 4.8 (III a.C.), ἐμμένειν τῇ διαίτῃ permanecer fiel al arbitraje Ar.V.524, ἐπιτρέψαι δίαιταν someterse a un arbitraje Lys.32.2, cf. Is.5.31, ὀφλεῖν τὴν δίαιταν recibir sentencia condenatoria en un arbitraje D.29.58, frec. en pap. biz. διέτης (l. διαί-) γενομένης μεταξὺ Θαήσιος ... καὶ τῶν κληρο[ν] όμων Βησαρίωνος PLips.43.3 (IV d.C.), ὑπὲρ λόγου διαίτης PSI 830.10 (IV/V d.C.), Κυριακὸν ... ἀπελθεῖν εἰς δίαιταν μετὰ τῆς γραμματηφό[ρου γυναικό] ς que Ciriaco se someta a arbitraje con la portadora de esta carta, POxy.1839.1 (VI d.C.), ἀπαντῆσαι αὐτοὺς εἰς δίαιταν παρὰ Σερὴν τῷ ... πρεσβυτέρῳ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας PMonac.14.32, cf. PLond.992.12 (ambos VI d.C.), δίαιταν κινῆσαι κατὰ σοῦ ταύτης ἕνεκεν τῆς ὑποθέσεως PMonac.11.55, cf. 14.67 (ambos VI d.C.), τὰ ἀπὸ διαίτης ποιεῖν cumplir lo decidido en el arbitraje, PGrenf.99(a).7 (VI d.C.) en BL 5.38.
IV discusión, investigación ταῦτα μὲν μακροτέρας ἐστὶ διαίτης esto merece una investigación más amplia Str.1.1.7, ἐποιησάμεθα δ' ἡμεῖς ... περὶ γεωγραφίας δίαιταν Str.15.1.10.
• Etimología: Deriv. posverbal de διαιτάω q.u.
Greek Monolingual
η (AM δίαιτα, Μ και διαίτη)
1. διατροφή, διαβίωση, τρόπος ζωής
2. το σύστημα διατροφής και διαβίωσης που επιβάλλεται από τη θεραπευτική σε πάσχοντες, κν. κούρα
μσν.- νεοελλ.
συνέλευση αντιπροσώπων, εθνοσυνέλευση, βουλή, κοινοβούλιο
αρχ.
1. ο τρόπος του ζην
2. γεύμα, δείπνο
3. οίκημα, κατοικία
4. (για ψάρια) φωλιά
5. διαιτησία
το έργο και το αξίωμα του διαιτητή
6. φρ. «ὀφλεῑν τὴν δίαιταν» — το να έχει κάποιος καταδικαστική την απόφαση του διαιτητή εναντίον του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίαιτα θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο από διαιτώμαι.
ΠΑΡ. διαίτημα, διαιτητής, διαιτητικός
αρχ.
διαίτημα, διαίτησις
αρχ.-μσν.
διαιτητήρια
μσν.
διαιτάριος.
ΣΥΝΘ. αρχ. αβροδίαιτα, ομοδίαιτα
νεοελλ.
γαλακτοδίαιτα, φρουτοδίαιτα, χορτοδίαιτα].
Greek Monotonic
δίαιτα: ἡ (πιθ. από ζάω, βλ. Ζ, ζ II. 2)·
I. 1. ο τρόπος ζωής, διαβίωση, βίος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· δ. ποιεῖσθαι, διέρχομαι, περνώ τη ζωή μου, σε Ηρόδ.
2. κατοικία, οίκημα, δωμάτιο, σε Αριστοφ.
II. στην Αθήνα, διαιτησία, μεσολάβηση, σε Σοφ., Αριστοφ., Ρήτ.
Russian (Dvoretsky)
δίαιτα: I ἡ
1) (тж. δ. τῆς ζοῆς Her.) уклад, образ жизни, быт (εὐτελής Xen.; πτωχή Soph.; ἀνεπίμικτος Plut.): ἡ ξυνηθης δ. Thuc. повседневная жизнь; δίαιτάν τινα ἔχειν Aesch. или ποιεῖσθαι Thuc., Arst. вести какой-л. образ жизни; τὰ τῆς οἴκοι διαίτης Soph. удобства домашнего быта;
2) местопребывание, жилище, помещение (δίαιται ὅπου κόρεις ὀλίγιστοι Arph.; sc. τοῦ νηκτοῦ ζῴου Arst.; ἡ παλλακίδων δ. Plut.): δίαιταν ἔχειν παρά τινι и ἔν τινος (sc. οἴκῳ) Her. жить у кого-л.;
3) предписанный врачами образ жизни, диэта (ἡ τεταγμένη δ. Plat.; φαρμάκοις καὶ διαίταις χρῆσθαι Arst.).
II ἡ третейский суд, арбитраж: ἐπιτρέψαι δίαιτάν τινι Lys., Isocr., Isae., Dem., Arst. передать дело на третейское решение кому-л.; δίαιταν ὀφλεῖν Dem. по третейскому суду быть признанным виновным.