φάρος: Difference between revisions
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
(44) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br /><b>ναυτ.</b> [[κατασκευή]] με χαρακτηριστικά ψηλό πύργο, εγκατεστημένη στην [[ακτή]] ή σε αβαθή ύδατα, στην [[κορυφή]] της οποίας υπάρχει φωτιστική [[συσκευή]] που βοηθά τη [[ναυσιπλοΐα]] τόσο την [[ημέρα]] [[κυρίως]] όμως [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ανάλογο [[οικοδόμημα]] για την [[καθοδήγηση]] αεροπλάνων<br /><b>2.</b> [[διάταξη]] φωτισμού [[μεγάλης]] ισχύος, που τοποθετείται στο πρόσθιο, [[μέρος]] τών οχημάτων, [[φανός]]<br /><b>3.</b> αποφλοιωμένο και χοντρόαλεσμένο [[κριθάρι]] για την [[παρασκευή]] σούπας<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους αγρωστωδών [[φυτών]], τών οποίων ο [[καρπός]] μοιάζει με [[ρύζι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[πλοίο]] φάρων»<br /><b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] οργανωμένο [[κατάλληλα]] για την [[εξυπηρέτηση]], [[δηλαδή]] τον ανεφοδιασμό και την [[τεχνική]] [[υποστήριξη]] τών φάρων που δεν έχουν [[πρόσβαση]] από την [[ξηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει από το όν. του νησιού <i>Φάρος</i>, που βρισκόταν στον [[κόλπο]] της Αλεξάνδρειας και φημιζόταν για την φωτιστική [[εγκατάσταση]] που υπήρχε [[εκεί]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Pharus</i>) και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phare</i>)].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[φάρυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν.,τ. της λ. [[φάρυγξ]] σχηματισμένος [[χωρίς]] το [[επίθημα]] -<i>ν</i>-<i>γ</i>-<i>ξ</i>].———————— <b>(III)</b><br />τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[άροτρο]]<br /><b>2.</b> [[άροση]], όργωμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhŗ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[κατεργάζομαι]] με αιχμηρό, κοφτερό [[εργαλείο]], [[κόβω]], [[τρυπώ]], [[σκάβω]]» και συνδέεται με: λατ. <i>foro</i> «[[τρυπώ]]», αρμεν. <i>brem</i> «[[σκάβω]], [[τρυπώ]]», αρχ. άνω γερμ. <i>bor</i><i>ō</i><i>n</i> «[[τρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>bohren</i> «[[τρυπώ]]»), αρχ. σλαβ. <i>brazda</i> «το [[αυλάκι]] που αφήνει το [[άροτρο]]», λιθουαν. <i>biržis</i> «το [[αυλάκι]] που αφήνει το [[άροτρο]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται, εξάλλου, και οι τ. [[φάραγξ]], [[φάρσος]], [[φάρυγξ]]].———————— <b>(IV)</b><br />-άρους, τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>φᾱρος</i>.———————— <b>(V)</b><br />([[φᾶρος]]) και [[φάρος]] και φᾱρ, -άρους, τὸ, Α<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κομμάτι]] υφάσματος, [[πανί]] («ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν ἐς [[πόδας]] ἐκ κεφαλῆς, [[καθύπερθε]] δὲ φάρεϊ λευκῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιστίο]] πλοίου («ναῡς [[ὅπως]] ποντίοις πείσμασι, λινόκροκον φᾱρος στέλλων», Ευ ρ.)<br /><b>3.</b> ύφασμα με το οποίο κάλυπταν τους νεκρούς, [[σάβανο]]<br /><b>4.</b> [[πλατύς]] [[επενδύτης]] [[χωρίς]] [[μανίκια]], τον οποίο φορούσαν οι άνδρες [[πάνω]] από τον χιτώνα, [[μανδύας]] («[[μαλακὸν]] δ' ἔνδυνε χιτῶνα... περὶ δὲ μέγα βάλλετο φᾱρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[γυναικείος]] [[επενδύτης]]<br /><b>6.</b> [[καλύπτρα]] για την [[κεφαλή]] («μέγα φᾱρος ἑλὼν χερσὶ... κἀκ κεφαλῆς εἴρυσσε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κάλυμμα]] κρεβατιού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «πύματον φᾱρος» — το τελευταίο μου [[ράκος]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. επικ. και ποιητ. τ., ο [[οποίος]] απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή στον τ. <i>pa</i>-<i>we</i>-<i>a</i><sub>2</sub> = <i>φάρFεhα</i> και ανάγεται σε ένα σιγμόληκτο θ. <i>φαρFεσ</i>- με -<i>F</i>-, όπως φαίνεται και από τον μυκηναϊκό τ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[φάραι]], [[φάρσος]] δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br /><b>ναυτ.</b> [[κατασκευή]] με χαρακτηριστικά ψηλό πύργο, εγκατεστημένη στην [[ακτή]] ή σε αβαθή ύδατα, στην [[κορυφή]] της οποίας υπάρχει φωτιστική [[συσκευή]] που βοηθά τη [[ναυσιπλοΐα]] τόσο την [[ημέρα]] [[κυρίως]] όμως [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ανάλογο [[οικοδόμημα]] για την [[καθοδήγηση]] αεροπλάνων<br /><b>2.</b> [[διάταξη]] φωτισμού [[μεγάλης]] ισχύος, που τοποθετείται στο πρόσθιο, [[μέρος]] τών οχημάτων, [[φανός]]<br /><b>3.</b> αποφλοιωμένο και χοντρόαλεσμένο [[κριθάρι]] για την [[παρασκευή]] σούπας<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους αγρωστωδών [[φυτών]], τών οποίων ο [[καρπός]] μοιάζει με [[ρύζι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[πλοίο]] φάρων»<br /><b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] οργανωμένο [[κατάλληλα]] για την [[εξυπηρέτηση]], [[δηλαδή]] τον ανεφοδιασμό και την [[τεχνική]] [[υποστήριξη]] τών φάρων που δεν έχουν [[πρόσβαση]] από την [[ξηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει από το όν. του νησιού <i>Φάρος</i>, που βρισκόταν στον [[κόλπο]] της Αλεξάνδρειας και φημιζόταν για την φωτιστική [[εγκατάσταση]] που υπήρχε [[εκεί]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Pharus</i>) και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phare</i>)].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[φάρυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν.,τ. της λ. [[φάρυγξ]] σχηματισμένος [[χωρίς]] το [[επίθημα]] -<i>ν</i>-<i>γ</i>-<i>ξ</i>].———————— <b>(III)</b><br />τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[άροτρο]]<br /><b>2.</b> [[άροση]], όργωμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhŗ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[κατεργάζομαι]] με αιχμηρό, κοφτερό [[εργαλείο]], [[κόβω]], [[τρυπώ]], [[σκάβω]]» και συνδέεται με: λατ. <i>foro</i> «[[τρυπώ]]», αρμεν. <i>brem</i> «[[σκάβω]], [[τρυπώ]]», αρχ. άνω γερμ. <i>bor</i><i>ō</i><i>n</i> «[[τρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>bohren</i> «[[τρυπώ]]»), αρχ. σλαβ. <i>brazda</i> «το [[αυλάκι]] που αφήνει το [[άροτρο]]», λιθουαν. <i>biržis</i> «το [[αυλάκι]] που αφήνει το [[άροτρο]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται, εξάλλου, και οι τ. [[φάραγξ]], [[φάρσος]], [[φάρυγξ]]].———————— <b>(IV)</b><br />-άρους, τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>φᾱρος</i>.———————— <b>(V)</b><br />([[φᾶρος]]) και [[φάρος]] και φᾱρ, -άρους, τὸ, Α<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κομμάτι]] υφάσματος, [[πανί]] («ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν ἐς [[πόδας]] ἐκ κεφαλῆς, [[καθύπερθε]] δὲ φάρεϊ λευκῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιστίο]] πλοίου («ναῡς [[ὅπως]] ποντίοις πείσμασι, λινόκροκον φᾱρος στέλλων», Ευ ρ.)<br /><b>3.</b> ύφασμα με το οποίο κάλυπταν τους νεκρούς, [[σάβανο]]<br /><b>4.</b> [[πλατύς]] [[επενδύτης]] [[χωρίς]] [[μανίκια]], τον οποίο φορούσαν οι άνδρες [[πάνω]] από τον χιτώνα, [[μανδύας]] («[[μαλακὸν]] δ' ἔνδυνε χιτῶνα... περὶ δὲ μέγα βάλλετο φᾱρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[γυναικείος]] [[επενδύτης]]<br /><b>6.</b> [[καλύπτρα]] για την [[κεφαλή]] («μέγα φᾱρος ἑλὼν χερσὶ... κἀκ κεφαλῆς εἴρυσσε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κάλυμμα]] κρεβατιού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «πύματον φᾱρος» — το τελευταίο μου [[ράκος]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. επικ. και ποιητ. τ., ο [[οποίος]] απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή στον τ. <i>pa</i>-<i>we</i>-<i>a</i><sub>2</sub> = <i>φάρFεhα</i> και ανάγεται σε ένα σιγμόληκτο θ. <i>φαρFεσ</i>- με -<i>F</i>-, όπως φαίνεται και από τον μυκηναϊκό τ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[φάραι]], [[φάρσος]] δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φάρος:''' <b class="num">I</b> и [[φᾶρος]], εος (ᾱ и ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> ткань, полотнище Hom.;<br /><b class="num">2)</b> парусина Hom.;<br /><b class="num">3)</b> парус Eur.;<br /><b class="num">4)</b> покрывало, покров Hom., Soph.;<br /><b class="num">5)</b> плащ, платье Hom., Hes., Her.<br /><b class="num">II</b> (ᾰ) ὁ маяк Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A = φάρυγξ, Lyc.154.
φάρος [ᾰ], τό,
A plough, Alcm.23.61 (cf. Sosiph. ap. Sch.), Antim. Eleg.p.293 B. II = ἄροσις, ploughing, Hsch. s.v. βούφαρον, EM175.36. (Cf. Lat. foro, OE. borian 'bore'.)
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, dasselbe Wort wie φάρσος, ein abgerissenes Stück Landes, auch ein gepflügtes, auch eine Fahre, Furche; Lycophr. 154; E. M.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 pièce de toile;
2 toile à voile ; voile de navire;
3 couverture de lit;
4 linceul;
5 pardessus, manteau.
Étymologie: φέρω.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
ναυτ. κατασκευή με χαρακτηριστικά ψηλό πύργο, εγκατεστημένη στην ακτή ή σε αβαθή ύδατα, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική συσκευή που βοηθά τη ναυσιπλοΐα τόσο την ημέρα κυρίως όμως κατά τη διάρκεια της νύχτας
νεοελλ.
1. ανάλογο οικοδόμημα για την καθοδήγηση αεροπλάνων
2. διάταξη φωτισμού μεγάλης ισχύος, που τοποθετείται στο πρόσθιο, μέρος τών οχημάτων, φανός
3. αποφλοιωμένο και χοντρόαλεσμένο κριθάρι για την παρασκευή σούπας
4. βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους αγρωστωδών φυτών, τών οποίων ο καρπός μοιάζει με ρύζι
5. φρ. «πλοίο φάρων»
ναυτ. πλοίο οργανωμένο κατάλληλα για την εξυπηρέτηση, δηλαδή τον ανεφοδιασμό και την τεχνική υποστήριξη τών φάρων που δεν έχουν πρόσβαση από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το όν. του νησιού Φάρος, που βρισκόταν στον κόλπο της Αλεξάνδρειας και φημιζόταν για την φωτιστική εγκατάσταση που υπήρχε εκεί. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. Pharus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. phare)].———————— (II)
ὁ, Α
ο φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν.,τ. της λ. φάρυγξ σχηματισμένος χωρίς το επίθημα -ν-γ-ξ].———————— (III)
τὸ, Α
1. άροτρο
2. άροση, όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα bhŗ- της ΙΕ ρίζας bher- «κατεργάζομαι με αιχμηρό, κοφτερό εργαλείο, κόβω, τρυπώ, σκάβω» και συνδέεται με: λατ. foro «τρυπώ», αρμεν. brem «σκάβω, τρυπώ», αρχ. άνω γερμ. borōn «τρυπώ» (πρβλ. γερμ. bohren «τρυπώ»), αρχ. σλαβ. brazda «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο», λιθουαν. biržis «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο». Στην ίδια ρίζα ανάγονται, εξάλλου, και οι τ. φάραγξ, φάρσος, φάρυγξ].———————— (IV)
-άρους, τὸ, Α
βλ. φᾱρος.———————— (V)
(φᾶρος) και φάρος και φᾱρ, -άρους, τὸ, Α
1. μεγάλο κομμάτι υφάσματος, πανί («ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ», Ομ. Ιλ.)
2. ιστίο πλοίου («ναῡς ὅπως ποντίοις πείσμασι, λινόκροκον φᾱρος στέλλων», Ευ ρ.)
3. ύφασμα με το οποίο κάλυπταν τους νεκρούς, σάβανο
4. πλατύς επενδύτης χωρίς μανίκια, τον οποίο φορούσαν οι άνδρες πάνω από τον χιτώνα, μανδύας («μαλακὸν δ' ἔνδυνε χιτῶνα... περὶ δὲ μέγα βάλλετο φᾱρος», Ομ. Ιλ.)
5. γυναικείος επενδύτης
6. καλύπτρα για την κεφαλή («μέγα φᾱρος ἑλὼν χερσὶ... κἀκ κεφαλῆς εἴρυσσε», Ομ. Οδ.)
7. κάλυμμα κρεβατιού
8. φρ. «πύματον φᾱρος» — το τελευταίο μου ράκος (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επικ. και ποιητ. τ., ο οποίος απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή στον τ. pa-we-a2 = φάρFεhα και ανάγεται σε ένα σιγμόληκτο θ. φαρFεσ- με -F-, όπως φαίνεται και από τον μυκηναϊκό τ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. φάραι, φάρσος δεν θεωρείται πιθανή].
Russian (Dvoretsky)
φάρος: I и φᾶρος, εος (ᾱ и ᾰ) τό
1) ткань, полотнище Hom.;
2) парусина Hom.;
3) парус Eur.;
4) покрывало, покров Hom., Soph.;
5) плащ, платье Hom., Hes., Her.
II (ᾰ) ὁ маяк Anth.