ποιμαίνω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poimaino | |Transliteration C=poimaino | ||
|Beta Code=poimai/nw | |Beta Code=poimai/nw | ||
|Definition=Ep. impf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ποιμαίνεσκεν <span class="bibl">Od.9.188</span>: (ποιμήν):—[[herd]], [[tend]], μῆλα Od. l.c.; ἄρνας <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>23</span>; ποίμνας <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>26</span>, <span class="bibl">A.R.2.1004</span>; <b class="b3">πρόβατα</b> v.l. in <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>345c</span>; <b class="b3">ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσι</b> | |Definition=Ep. impf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ποιμαίνεσκεν <span class="bibl">Od.9.188</span>: (ποιμήν):—[[herd]], [[tend]], μῆλα Od. l.c.; ἄρνας <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>23</span>; ποίμνας <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>26</span>, <span class="bibl">A.R.2.1004</span>; <b class="b3">πρόβατα</b> v.l. in <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>345c</span>; <b class="b3">ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσι</b> [[to be shepherd]] over sheep, <span class="bibl">Il.6.25</span>, <span class="bibl">11.106</span>: abs., <b class="b2">act as shepherd, tend flocks</b>, <span class="bibl">Lys.20.11</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>174d</span>, <span class="bibl">Theoc.11.65</span>; ἐν τοῖς ἄλσεσιν μὴ π. <span class="title">SIG</span>986.3 (Chios, v/iv B.C.):—Pass., <b class="b2">to be herded, roam the pastures</b>, of flocks, <span class="bibl">Il.11.245</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>579</span> (lyr.): metaph., ἀτρεκέων ποιμαίνεται ἔθνος ὀνείρων <span class="bibl">Mosch. 2.5</span> (unless Med., with <b class="b3">ὕπνος</b> (l. <span class="bibl">3</span>) as subject). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">πᾶς πεποίμανται τόπος</b> every country [[has been traversed]] (as by a shepherd or flocks of sheep), <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>249</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[tend]], [[cherish]], ζωᾶς ἄωτον <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>5(4).12</span>; ἱκέτην <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>91</span>; τὸ σῶμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>209a</span>; θεσμόν <span class="title">AP</span> 12.99. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[guide]], [[govern]], στρατόν <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>744</span>; μάλα καὶ κατόπιν ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[soothe]], [[beguile]], ἔρωτα π. <span class="bibl">Theoc.11.80</span>; ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>54</span>: hence, generally, [[deceive]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>153</span>(lyr., cod. M and Sch. for <b class="b3">πημαίνει</b>). </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> <b class="b3">εἴδωλα ἃ ποιμαίνουσιν</b> images which they [[send flocking]], i.e. represent as flocking, Plu.2.420b.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 1 July 2020
English (LSJ)
Ep. impf.
A ποιμαίνεσκεν Od.9.188: (ποιμήν):—herd, tend, μῆλα Od. l.c.; ἄρνας Hes.Th.23; ποίμνας E.Cyc.26, A.R.2.1004; πρόβατα v.l. in Pl.R.345c; ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσι to be shepherd over sheep, Il.6.25, 11.106: abs., act as shepherd, tend flocks, Lys.20.11, Pl.Tht.174d, Theoc.11.65; ἐν τοῖς ἄλσεσιν μὴ π. SIG986.3 (Chios, v/iv B.C.):—Pass., to be herded, roam the pastures, of flocks, Il.11.245, E.Alc.579 (lyr.): metaph., ἀτρεκέων ποιμαίνεται ἔθνος ὀνείρων Mosch. 2.5 (unless Med., with ὕπνος (l. 3) as subject). 2 πᾶς πεποίμανται τόπος every country has been traversed (as by a shepherd or flocks of sheep), A.Eu.249. II metaph., tend, cherish, ζωᾶς ἄωτον Pi.I.5(4).12; ἱκέτην A.Eu.91; τὸ σῶμα Pl.Ly.209a; θεσμόν AP 12.99. 2 guide, govern, στρατόν E.Fr.744; μάλα καὶ κατόπιν ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι Luc.Am.6. 3 soothe, beguile, ἔρωτα π. Theoc.11.80; ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. Luc.Am.54: hence, generally, deceive, E.Hipp.153(lyr., cod. M and Sch. for πημαίνει). 4 εἴδωλα ἃ ποιμαίνουσιν images which they send flocking, i.e. represent as flocking, Plu.2.420b.
German (Pape)
[Seite 651] (ποιμάνατε) Petr. 5, 31, weiden, hüten, auf die Weide treiben, vom Hirten; μῆλα, Od. 9, 188; ἄρνας, Hes. Th. 23; ποίμνας, Ap. Rh. 2, 1004; Eur. Cycl. 26, wie in Prosa, τὰ πρόβατα, Plat. Rep. I, 345 c, u. Sp.; auch absolut, Hirt sein, ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσιν, Il. 6, 25. 11, 106; Lys. 20, 11; καὶ βο υκολεῖν, Plat. Legg. VII, 805 e. – Das pass. von den Heerden, weiden, Il. 11, 245, Eur. Alc. 581, wie auch in Prosa, z. B. Dem. 47, 52. – Uebh. nähren, hegen, pflegen; ἱκέτην, Aesch. Eum. 91; ζωᾶς ἄωτον, Pind. I. 4, 12; mit θεραπεύειν verbunden, Plat. Lys. 209 a; auch von Leidenschaften, wie ἄρσενα θεσμόν, Ep. ad. 9 (XII, 99); aber ἔρωτα Theocr. 11, 80 ist = fallere amorem, sich durch allerlei Zeitvertreib über den Schmerz der Liebe hinwegtäuschen. – Umherschweifen, umherirren, πᾶς πεποίμανται τόπος, jede Gegend ist durchschweift worden, Aesch. Eum. 240; u. med., εὖτε καὶ ἀτρεκέων ποιμαίνεται ἔθνος ὀνείρων Mosch. 2, 5, u. einzeln bei a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· (ποιμήν)· ― ὡς καὶ νῦν, βόσκω, καὶ περιποιοῦμαι, ὡς οἱ ποιμένες τὰ ποίμνια αὐτῶν, μῆλα Ὀδ. Ι. 188· ἄρνας Ἡσ. Θ. 23· ποίμνας Εὐρ. Κύκλ. 26· πρόβατα Πλάτ. Πολ. 345C· ― ὡσαύτως ποιμαίνω ἐπ’ ὄεσσι, εἶμαι ποιμὴν προβάτων, Ἰλ. Ζ. 25, Λ. 106· καὶ ἀπολ., βόσκω, περιποιοῦμαι ποίμνια, Λυσί. 159. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Θεόκρ. 11. 65· ― Παθ., ὡς τὸ νέμομαι, βόσκομαι, πλανῶμαι ἀνὰ τὰς βοσκάς, ἐπὶ ποιμνίων, Ἰλ. Λ. 245, Εὐρ. Ἄλκ. 579· μεταφορ., ἐπὶ ὀνείρων, Μόσχ. 2. 5 (ἔνθα ἄλλοι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς μέσ. μετὰ ὑποκειμένου τοῦ ὕπνος). 2) ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 249, πᾶς πεποίμανται τόπος, πᾶσα χώρα ἀνηρευνήθη (ὡς ὑπὸ ποιμένος ζητοῦντος τὸ ἀπολωλὸς αὐτοῦ πρόβατον). ΙΙ. μεταφορ., περιποιοῦμαι, ἐπιμέλομαι, ὡς τὸ θεραπεύω, ζωᾶς λωτὸν Πινδ. Ι. 5 (4). 14, πρβλ. Dissen εἰς Ν. 8. 6· ἱκέτην Αἰσχύλ. Εὐμ. 91· τὸ σῶμα Πλάτ. Λῦσις 209Α· θεσμὸν Ἀνθ. Π. 12. 99. 2) ὁδηγῶ, διοικῶ, στρατὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 744· ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι (διάφ. γραφ. ἐκύμαινον) Λουκ. Ἔρωτ. 6. ― πρβλ. ποιμήν. 3) ὡς τὸ βουκολεῖν, πραΰνω, ἐξαπατῶ, Λατ. pascere, lactare, fallere, ἔρωτα π. Θεόκρ. 11. 80· ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. Λουκ. Ἔρωτ. 51· ἐντεῦθεν καθόλου, πλανῶ, ἀπατῶ, Εὐρ. Ἱππ. 153 (οὕτως ὁ Σχολ. ἀντὶ τοῦ πημαίνει).
French (Bailly abrégé)
f. ποιμανῶ;
1 faire paître, mener paître, acc. ; Pass. être conduit au pâturage, paître ; avec le n. de lieu pour suj. être choisi ou parcouru comme lieu de pâturage ; fig. χθονὸς πᾶς πεποίμανται τόπος ESCHL j’ai parcouru toutes les régions de la terre ; fig. nourrir, élever, soigner;
2 abs. être pâtre, berger.
Étymologie: ποιμήν.
English (Autenrieth)
ipf. iter. ποιμαίνεσκε, mid. ipf. ποιμαίνοντο: act., tend as a shepherd, Il. 6.25, Od. 9.188; mid. or pass., be tended, pasture, feed.
English (Slater)
ποιμαίνω
1 tend met., cherish τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.9) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) (I. 5.12)
English (Strong)
from ποιμήν; to tend as a shepherd of (figuratively, superviser): feed (cattle), rule.
English (Thayer)
future ποιμανῶ; 1st aorist imperative 2nd person plural ποιμάνατε (ποιμήν, which see); from Homer down; the Sept. for רָעָה; to feed, to tend a flock, keep sheep;
a. properly: ποίμνην, α. to rule, govern: of rulers, τινα, Winer s Grammar, 17)) (see ποιμήν, b. at the end); of the overseers (pastors) of the church, β. to furnish pasturage or food; to nourish: ἑαυτόν, to cherish one's body, to serve the body, R. V. shall be their shepherd), βόσκω, at the end.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια
2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῡ», ΚΔ)
3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ («χρὴ δὲ τὸν στρατηλάτην ὁμῶς δίκαιον ὄντα ποιμαίνειν στρατόν», Ευρ.)
αρχ.
1. είμαι ποιμένας, βοσκός, φυλάω ή περιποιούμαι πρόβατα
2. (μέσ. ή παθ.) ποιμαίνομαι
(για ποίμνια) βόσκομαι, νέμομαι
3. μτφ. α) φροντίζω, περιθάλπω
β) καταπραΰνω
γ) εξαπατώ, ξεγελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποι-μάν-jω < ποι-μήν. Στο ρ. ποιμαίνω το επίθημα -μην του ποιμήν εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του βαθμίδα -μαν-].
Greek Monotonic
ποιμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ (ποιμήν)·
I. 1. είμαι ποιμένας, τσοπάνης, ἐπ'ὄεσσι, είμαι ποιμένας προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., φροντίζω κοπάδι, σε Ομήρ. δ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., σε Θεόκρ. — Παθ., όπως νέμομαι, περιφέρομαι στον βοσκότοπο, λέγεται για τα κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. σε Αισχύλ., πᾶς πεποίμανται τόπος, κάθε σημείο ερευνήθηκε (όπως από τον ποιμένα που ψάχνει το απολωλός πρόβατο).
II. 1. μεταφ., φροντίζω, περιποιούμαι, προσέχω, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. όπως το βουκολέω, εξαπατώ, σε Θεόκρ.· γενικά, απατώ, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιμαίνω [ποιμήν] iter. imperf. ποιμαίνεσκεν; aor. ἐποίμανα; fut. ποιμανῶ hoeden, weiden:; τὰ μῆλα οἶος ποιμαίνεσκεν hij hoedde de schapen in zijn eentje Od. 9.188; abs. herder zijn:; ποιμαίνων ἐπ ’ ὄεσσι terwijl hij aan het hoeden was bij zijn schapen Il. 6.25; pass.. χθονὸς γὰρ πᾶς πεποίμανται τόπος elke plaats op aarde is (door ons) afgegraasd Aeschl. Eum. 249. overdr. onder zijn hoede nemen, verzorgen:; τόνδε ποιμαίνων ἐμὸν ἱκετήν deze smekeling van mij behoedend Aeschl. Eum. 91; leiden:. οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν ἔρωτα zo probeerde Polyphemus zijn liefde in goede banen te leiden Theocr. Id. 11.80; κατόπιν ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι gunstige wind in de rug leidde ons [Luc.] 49.6; πόσιν... ποιμαίνει τις... κρυπτᾷ κοίτᾳ; neemt een vrouw uw man in geheime liefde onder haar hoede? Eur. Hipp. 153.
Russian (Dvoretsky)
ποιμαίνω: (fut. ποιμανῶ; NT impf. iter. ποιμάνεσκον)
1) пасти (μῆλα Hom.; ποίμνας Eur.; τὰ πρόβατα NT);
2) быть пастухом (ὁ ἐν ἀγρῷ ἐποίμαινεν Lys.): π. ἐπ᾽ ὄεσσι Hom. быть овчаром;
3) бродить: χθονὸς πᾶς πεποίμανται τόπος Aesch. каждое место страны обойдено (мною);
4) окружать заботой, беречь, лелеять (ἱκέτην Aesch.; ζωᾶς ἄωτον Pind.; τὸ σῶμα Plat.);
5) умерять, успокаивать (ἔρωτα Theocr.);
6) обманывать (τινὰ ὀνομάτων κομψεύμασι Luc.).
Middle Liddell
ποιμαίνω, ποιμήν
I. to be shepherd, ἐπ' ὄεσσι over the sheep, Il.: c. acc. to tend a flock, Od., Eur., etc.; absol., Theocr.:—Pass., like νέμομαι, to roam the pastures, of flocks, Il., Eur.
2. in Aesch., πᾶς πεποίμανται τόπος every place has been traversed (as by a shepherd seeking after stray sheep).
II. metaph. to tend, cherish, mind, Pind., Aesch.
2. like βουκολέω, to beguile, Theocr.: generally, to deceive, Eur.
Chinese
原文音譯:poima⋯nw 拍買挪
詞類次數:動詞(11)
原文字根:牧人 相當於: (רָעָה)
字義溯源:住在牧人帳棚中,牧羊,牧養,管轄,治理,照顧,料理,餵養;源自(ποιμήν)*=牧人)。參讀 (βόσκω)同義字
出現次數:總共(11);太(1);路(1);約(1);徒(1);林前(1);彼前(1);猶(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 牧養(4) 徒20:28; 林前9:7; 啓12:5; 啓19:15;
2) 必牧養(1) 啓7:17;
3) 他要⋯治理(1) 啓2:27;
4) 餵養(1) 猶1:12;
5) 務要牧養(1) 彼前5:2;
6) 你牧養(1) 約21:16;
7) 要牧養(1) 太2:6;
8) 牧羊(1) 路17:7