ὑπτιάζω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yptiazo | |Transliteration C=yptiazo | ||
|Beta Code=u(ptia/zw | |Beta Code=u(ptia/zw | ||
|Definition=(ὕπτιος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[lay oneself back]], [[fall back]], <span class="bibl">Hdn.1.4.7</span>, <span class="bibl">Procop. <span class="title">Goth.</span>4.31</span>, <span class="bibl">Eust.249.5</span>; <b class="b3">ὑπτιάζων βόλος</b> an [[unlucky]] cast, opp. | |Definition=(ὕπτιος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[lay oneself back]], [[fall back]], <span class="bibl">Hdn.1.4.7</span>, <span class="bibl">Procop. <span class="title">Goth.</span>4.31</span>, <span class="bibl">Eust.249.5</span>; <b class="b3">ὑπτιάζων βόλος</b> an [[unlucky]] cast, opp. [[πρανής]], <span class="bibl">Poll.7.204</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., of haughty persons, [[carry oneself with languid arrogance]], <span class="bibl">Aeschin.1.132</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> to [[be supine]], [[careless]], or [[negligent]], <span class="bibl">Hdn.2.12.2</span>, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν <span class="bibl">Id.2.8.9</span>; of literary style, <b class="b3">ὑπτιάζων λόγος</b> [[languid]] style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>2.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">B</span> trans., [[bend back]], <b class="b3">ὑ. τὰς χεῖρας</b> (cf. ὕπτιος <span class="bibl">11</span>) <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>11.13</span>:—Pass., <b class="b3">κάρα γὰρ ὑπτιάζεται</b> his head [[lies supine]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>822</span>; ὑπτιαζόμενοι [[lying on their backs]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.29</span>; <b class="b3">ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο</b> the approach [[sloped gently upwards]] (cf. [[ὕπτιος]] IV), ib.<span class="bibl">5.5.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Pass., [[diverge]], of light rays, <span class="bibl">Phlp. <span class="title">in Mete.</span>21.11</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[upset]], ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; [[relax]], [<b class="b3">τὸ στόμα τῆς γαστρός</b>], opp. [[ῥωννύειν]], Id.15.461. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[make subservient]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.26.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:05, 8 July 2020
English (LSJ)
(ὕπτιος)
A lay oneself back, fall back, Hdn.1.4.7, Procop. Goth.4.31, Eust.249.5; ὑπτιάζων βόλος an unlucky cast, opp. πρανής, Poll.7.204. II metaph., of haughty persons, carry oneself with languid arrogance, Aeschin.1.132. 2 to be supine, careless, or negligent, Hdn.2.12.2, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν Id.2.8.9; of literary style, ὑπτιάζων λόγος languid style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ Hermog.Id.2.1. B trans., bend back, ὑ. τὰς χεῖρας (cf. ὕπτιος 11) LXXJb.11.13:—Pass., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται his head lies supine, S.Ph.822; ὑπτιαζόμενοι lying on their backs, J.BJ3.7.29; ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο the approach sloped gently upwards (cf. ὕπτιος IV), ib.5.5.6. 2 Pass., diverge, of light rays, Phlp. in Mete.21.11. 3 upset, ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; relax, [τὸ στόμα τῆς γαστρός], opp. ῥωννύειν, Id.15.461. II metaph., make subservient, Lyd.Mag.2.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτιάζω: μέλλ. -άσω· (ὕπτιος)· ― κεῖμαι ὕπτιος, ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων βόλος, ἀτυχὴς βόλος τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ πρανής, Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι ἄφροντις, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., κάμπτω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. ὕπτιος ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ κεφαλή του κλίνει πρὸς τὰ ὀπίσω, Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ νῶτον, ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο (πρβλ. ὕπτιος IV) αὐτόθι 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
French (Bailly abrégé)
I. intr. 1 se coucher, tomber à la renverse;
2 se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d’orgueil;
II. tr. 1 jeter à la renverse ; Pass. être couché à la renverse;
2 lier en arrière : τὰς χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ὕπτιος.
Greek Monolingual
ὑπτιάζω ΝΜΑ ὕπτιος
1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα
2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα
μσν.
(μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα», Γαλ.)
2. χαλαρώνω
3. μτφ. α) συμπεριφέρομαι με έπαρση, με αλαζονεία
β) είμαι αμελής, αδιαφορώ («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», Ηρωδιαν.)
γ) καθιστώ κάποιον υποχείριο, υποτάσσω
4. παθ. ὑπτιάζομαι
(για ακτίνες φωτός) αποκλίνω, εκτρέπομαι
5. φρ. «ὑπτιάζων βόλος» — ατυχής ρίψη βόλου στο παιχνίδι με τα ζάρια (Πολυδ.).
Greek Monotonic
ὑπτιάζω: (ὕπτιος), μέλ. -άσω, βρίσκομαι σε ύπτια θέση, ξαπλώνομαι ανάσκελα, περπατώ με το κεφάλι ψηλά, σε Αισχίν. — Παθ., κάρα ὑπτιάζεται, το κεφάλι του κλίνει προς τα πίσω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπτιάζω:
1) откидывать назад: κάρα ὑπτιάζεται Soph. голова запрокинулась (у спящего Филоктета);
2) гордо закидывать голову (ὑπτιάζων καὶ κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aeschin.).
Middle Liddell
fut. άσω ὕπτιος
to bend oneself back, to carry one's head high, Aeschin.:—Pass., κάρα ὑπτιάζεται his head lies supine, Soph.