γένυς: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γένυς:''' υος ἡ (gen. pl. γενύων и γένῡν, acc. γένυας и γένῡς) тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> (у животных) [[нижняя челюсть]] (τῶν σιαγόνων τὸ ὀπίσθιον γ., sc. ἐστίν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. [[челюсти]] (θοάζειν [[σῖτα]] γένυσι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. [[передняя часть лица]], т. е. [[подбородок]], [[щеки]], [[губы]] ([[στόμα]] καὶ γ. Eur.);<br /><b class="num">4)</b> (у животных) [[морда]] (δράκοντος Pind.);<br /><b class="num">5)</b> [[щека]] ([[φίλημα]] παρὰ γένυν τιθέναι Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[секира]], [[топор]] ([[ἀμφήκης]] Soph.).
|elrutext='''γένυς:''' υος ἡ (gen. pl. γενύων и γένῡν, acc. γένυας и γένῡς) тж. pl.<br /><b class="num">1</b> (у животных) [[нижняя челюсть]] (τῶν σιαγόνων τὸ ὀπίσθιον γ., sc. ἐστίν Arst.);<br /><b class="num">2</b> преимущ. pl. [[челюсти]] (θοάζειν [[σῖτα]] γένυσι Eur.);<br /><b class="num">3</b> тж. pl. [[передняя часть лица]], т. е. [[подбородок]], [[щеки]], [[губы]] ([[στόμα]] καὶ γ. Eur.);<br /><b class="num">4</b> (у животных) [[морда]] (δράκοντος Pind.);<br /><b class="num">5</b> [[щека]] ([[φίλημα]] παρὰ γένυν τιθέναι Eur.);<br /><b class="num">6</b> [[секира]], [[топор]] ([[ἀμφήκης]] Soph.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:53, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γένῠς Medium diacritics: γένυς Low diacritics: γένυς Capitals: ΓΕΝΥΣ
Transliteration A: génys Transliteration B: genys Transliteration C: genys Beta Code: ge/nus

English (LSJ)

υος, ἡ, dat.
A γένυι Pi.O.13.85: pl., gen. γενύων P.4.225 (disyll.), A.Th.122 (lyr.): dat. γένυσι S.Ant.121 (lyr.), Ep. γένυσσι Il.11.416, γενύεσσι Nic. (v. infr.): acc. γένυας, contr. γένῡς:—jaw, πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ Od.11.320; ἡ ἄνω γένυς, ἡ κάτωθεν, Arist.HA492b23, sq.: pl., γένυες = both jaws, the mouth with the teeth, Il.23.688, ΙΙ. 416, Pi.P.4.225, S.Ant.121: in sg., Thgn.1327, E.Ph.1380, al.: generally, side of the face, cheek, φίλον φίλημα παρὰ γένυν τιθέντα E. Supp.1154.
II edge of an axe, axe, S.Ph.1205 (lyr.), El.196 (lyr.); of a fishing-hook, Opp.H.3.539; πυράγρης Nic.Al.50 (pl.). (Cf. Skr. hanus, Lat. gena, etc.) [ῡ twice in E., El.1214 (lyr.), Fr. 530.6.]

Spanish (DGE)

(γένῠς) -υος, ἡ
• Prosodia: [ῡ E.El.1214, Fr.530.6]
• Morfología: [dat. plu. γένυσσι Il.11.416, γενύεσσι Nic.Al.50, Orác. en ZPE 7.1971.207 (Mileto II d.C.)]
I 1mandíbula, mentón, zona de la barba como parte visible del rostro πρὶν ... πυκάσαι τε γ. εὐανθέϊ λάχνῃ Od.11.320, cf. Thgn.1327, πρὸς γένυν ἐμὰν τιθεῖσα χεῖρα E.El.l.c., οὐλὴ ὑπὸ γένυν PPetr.2.p.22.4 (III a.C.), cf. PMich.Teb.322a.37 (I d.C.)
plu. mismo sent. ἀπὸ ξανθᾶν γενύων Pi.P.4.225
p. ext. mejilla φίλαν φίλημα παρὰ γένυν τιθέντα σοι E.Supp.1153.
2 anat. gener. plu. maxilares, mandíbulas δεινὸς δὲ χρόμαδος γενύων γένετ' Il.23.688, cf. A.R.2.83, αἱ γένυες πεπήγασιν Hp.Morb.3.12, cf. Epid.5.47, Gal.18(1).773, ὠμοβόροι γένυες de los hombres primitivos, Orác.l.c.
sg. τὴν κάτω γένυν el maxilar inferior Gal.17(2).245
de anim. quijada μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν Il.11.416, cf. A.Th.122, ἐξ ὄφιος γενύων A.R.3.498, cf. 4.155, Philostr.VA 2.13
tb. sg. φάρμακον ... τείνων ἀμφὶ γένυι de Pegaso, Pi.O.13.85, κάπροι ... θήγοντες ἀγρίαν γένυν E.Ph.1380, τὴν κάτωθεν γένυν Arist.HA 492b23, D.P.Au.2.10.
3 de un ave pico Ar.Au.214, plu. mismo sent., S.Ant.121, E.Hel.1111.
4 barba πρώτην ἣν ἀνέτινα (l. ἀνέτειλα) γένυν IEryth.307.4 (I d.C.).
II analóg.
1 filo de un hacha, hacha ξίφος ... ἢ γένυν ... προπέμψατε S.Ph.1205, πελέκεως δὲ δίστομον γένυν ἔπαλλ' E.Fr.l.c., cf. Hsch., Sch.S.El.195P.
2 gancho de un anzuelo, Aristaenet.1.17.24, plu. mismo sent., Opp.H.3.539.
3 plu. pinzas o garfios de las tenazas πυράργης Nic.Al.l.c.
4 punta de una pluma ὃς ἀμβλεῖαν θῆγε γένυν καλάμου AP 6.67 (Iul.Aegypt.).
• Etimología: v. γένειον.

German (Pape)

[Seite 484] υος, ἡ (vgl. γένειον), der Kinnbacken; Hom. dreimal, plur.: Iliad. 23, 688 χρόμαδος γενύων, von Menschen; 11, 416 θήγων λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν, von einem Eber; Odyss. 11, 320 πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέι λάχνῃ, var. lect. γένυν, accus. pl. γένυς statt γένυας, vgl. Scholl. – Bei den Folgden: 1) im singul., der untere Kinnbacken, das Kinn; Eur. Phoen. 63; Xen. Cyn. 5, 10; Aristot. Hist. A. 1, 9, 6 ἔτι σιαγόνες δύο· τούτων τὸ πρόσθιον γένειον, τὸ δ' ὀπίσθιον γένυς. Häufig im plur. beide Kinnladen, der Mund mit den Zähnen; öfter Pind. von Pferden; Aesch. Sept. 115 u. Eur. Herc. fur. 384; Arist. de anim. 3, 7 u. Sp.; vgl. noch Eur. Phoen. 1389 ἀγρίαν θήγοντες γένυν. – 2) (vgl. γενηΐς) Schärfe des Beils, Beil, ἀμφήκης Soph. El. 476; vgl. Phil. 1190 u. sp. D.; auch vom Angelhaken, ἀγκίστροιο γ. Opp. H. 3, 539; πυράγρης Nic. Al. 50. [γένυν El. 1214.]

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
1 mâchoire (inférieure) ; p. ext. la bouche extérieure, càd les lèvres, le menton et les joues;
2 p. anal. tranchant d'une hache ; hache.
Étymologie: DELG vieux mot i.-e. désignant la mâchoire.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γένυς -υος, ἡ, poët. dat. plur. γένυσ(σ)ι, poët. acc. plur. ook γένῡς
1. kaak, kin:; παραγαγεῖν τὴν γένυν verschuiven van de kin Hp. Art. 30; meestal plur. kaak, mond met tanden, van mensen:; δεινὸς... χρόμαδος γενύων γένετ’(ο) er was een verschrikkelijk geknars van tanden Il. 23.688; van dieren:; ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν zijn tand(en) in zijn gekromde kaken Il. 11.416; ook van vogel:; μέλεσιν γένυος met de liedjes van jouw snavel Aristoph. Av. 214; wang:. φίλαν φίλημα παρὰ γένυν τιθέντα σοί een kus op jouw lieve wang drukkend Eur. Suppl. 1153.
2. (snede van een) bijl.

Russian (Dvoretsky)

γένυς: υος ἡ (gen. pl. γενύων и γένῡν, acc. γένυας и γένῡς) тж. pl.
1 (у животных) нижняя челюсть (τῶν σιαγόνων τὸ ὀπίσθιον γ., sc. ἐστίν Arst.);
2 преимущ. pl. челюсти (θοάζειν σῖτα γένυσι Eur.);
3 тж. pl. передняя часть лица, т. е. подбородок, щеки, губы (στόμα καὶ γ. Eur.);
4 (у животных) морда (δράκοντος Pind.);
5 щека (φίλημα παρὰ γένυν τιθέναι Eur.);
6 секира, топор (ἀμφήκης Soph.).

Frisk Etymological English

-υος
Grammatical information: f.
Meaning: jaw, also edge of an axe (Il.).
Other forms: long υ m.c.
Derivatives: γένειον (< *γενεϜ-ιον) chin, beard (Il.), with γενειάς beard, cheek (Od.); γενειάτης, -ήτης, f. -ᾶτις, -ῆτις bearded (Theoc., cf. ὑπηνήτης), γενειόλης id. (Hdn.); γενειαστήρ chin-strap (Poll., cf. βραχιονιστήρ); - denomin. γενειάω get, have a beard (Od.) etc.- Also γενηΐς edge of an axe (S. Ant. 249 gen. γενῃ̃δος).
Origin: IE [Indo-European] [381] *ǵenu- chin
Etymology: Old inherited word, u-stem in OIr. giun, gin mouth, Welsh gen cheek, chin, pl. geneu, Goth. kinnus cheek, Toch. A śanw-e-ṃ du. cheeks; further Lat. gena cheek (reshaped after māla, with u prserved in dentes genu-īnī jaw-teeth), Arm. cnawt (see on γνάθος). Skt. hánu- f. jaw-bone with not well-explained h- for j-. Av. *zanauua (written zanuua), ModPers. zanax (not here Av. zānu-draǰah-). - Improbable speculations by Ragot, EIE 15(?) (1997-8) 59-89. Not to γνάθος (q.v.).

Middle Liddell


I. the under jaw, Od.; in plural the jaws, the mouth, Il., Trag.; so in sg., Theogn., Eur.:—generally, the side of the face, cheek, Eur.
II. the edge of an axe, a biting axe, Soph. (Cf. γένειον, γνάθος, Lat. gena.)

English (Autenrieth)

υος, acc. pl. γένῦς: under jaw, jaw, of men and animals.

English (Slater)

γένυς (γένυι; -ύων, -ύων, -υσι, -υσσιν coni.) of men, animals,
1 lower part of the face, jaw φάρμακον πραὺ (= χαλινόν) τείνων ἀμφὶ γένυι i. e. the jaw of Pegasos (O. 13.85) φλόγ ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον (γνάθων coni. Boeckh: sc. the oxen of Aietes) (P. 4.225) δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων (P. 4.244) ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ ἐριπλάγκταν γόον (P. 12.20) οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν sc. Πυθέας (N. 5.6) κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Wil.: γένυσιν, γάνυσιν codd.: of Scythians eating horseflesh) fr. 203. 3.

Greek Monolingual

γένυς (-υος), η (Α)
1. η κάτω γνάθος, το σαγόνι
2. πληθ. αἱ γένυες
η άνω και η κάτω γνάθος, τα σαγόνια
3. μάγουλο
4. η κόψη του τσεκουριού
5. το τσεκούρι
6. το άκρο του αγκιστριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρ. λ. που δηλώνει ένα μέρος του σώματος και ανάγεται σε μια ινδοευρ. ρίζα ĝenu «πιγούνι» (πρβλ. αρχ. ιρλ. giun, gin «στόμα», γαλατ. gen μάγουλο, πιγούνι», γοτθ. Kinnus «μάγουλο, σιαγόνα», κ.λπ. Τέλος, η λ. γένυς συνδέεται προφανώς με τη λ. γνάθος].

Greek Monotonic

γένῠς: -υος, ἡ, δοτ. γένυι πληθ., γεν. γενύων, συνηρ. γενῦν, δοτ. γένυσι, Επικ. γένυσσι, αιτ. γένυας, συνηρ. γένῡς.
I. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., τα σαγόνια, το στόμα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· ομοίως στον ενικ., σε Θέογν., Ευρ.· γενικά, οι πλευρές του προσώπου, το μάγουλο, στον ίδ.
II. η ακμή, η αιχμή του τσεκουριού, κοφτερός πέλεκυς, σε Σοφ. (πρβλ. γένειον, γνάθος, Λατ. gena).

Greek (Liddell-Scott)

γένῠς: -υος, ἡ· δοτ. γένυι Πίνδ. Ο. 13. 121, Εὐρ. Ἴωνι 1427·- πληθ., γεν. γενύων συνῃρ. γενῦν Πίνδ. II. 4. 401, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. Ἐρινύς)· δοτ. γένυσι Σοφ. Ἀντ. 121, Ἐπ. γένυσσι Ἰλ. Λ. 416· αἰτ. γένυας, συνῃρ. γένῡς·- ἡ κάτω σιαγὼν (ἴδε γένειον), Ὀδ. Λ. 320· ἡ ἄνω γ., ἡ κάτωθεν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 10 κ. ἀλλ.· πληθ. γένυες, ἀμφότεραι αἱ σιαγόνες, τὸ στόμα μετὰ τῶν ὀδόντων, Ἰλ. Ψ. 688, Λ. 416, Πίνδ.II. 4. 401, καὶ Τραγ.· καὶ οὕτω καθ’ ἑνικ., Θέογν. 1327, Εὐρ. Φοιν. 1180·- καθόλου, τὸ πλάγιον τῆς κεφαλῆς, παρειά, φίλον φίλημα παρὰ γένυν τιθέντα Εὐρ. Ἱκ. 1155. ΙΙ. ἡ ἀκμή, τὸ κοπτερὸν τοῦ πελέκεως, ὁ «δάκνων» πέλεκυς, Σοφ. Φ. 1205, Ἠλ. 197, ἴδε Valck. Diatr. σ. 145·- ἐπὶ ἀγκίστρου, ἁλιευτικοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 3. 539· ἢ ἐπὶ περονίου, Νίκ. Ἀλ. 50. (Πρβλ. γένειον, γνάθος, γναθμός· Σανσκρ. hanus (maxilla)· Λατ. gena· Γοτθ. kinnus, kinn (παρειά)· Ἀγγλο-Σαξ.cyn, κτλ.·- πρβλ. ὡσαύτως gingiva (τὰ οὖλα), Ἰρλανδ. καὶ Οὐαλλ. g ên, Κορν. genau). [ῡ δὶς παρ’ Εὐρ., Ἠλ. 1214, Ἀποσπ. 534. 6].

Frisk Etymology German

γένυς: -υος (υ bisweilen metrisch gedehnt)
{génus}
Grammar: f.
Meaning: Kinnbacke, Kinn, auch übertr. Schneide des Beils (seit Il.).
Derivative: Auf hochstufigem Stammauslaut basiert die Ableitung γένειον (aus *γενεϝιον) Kinn, Kinnbart (seit Il.), wovon γενειάς Kinnbart, auch Kinnbacke, Wange (poet. seit Od.); γενειάτης, -ήτης, f. -ᾶτις, -ῆτις bärtig (Theok., Kall., Luk. usw., vgl. ὑπηνήτης), γενειόλης ib. (Hdn.); γενειαστήρ Kinnriemen (Poll., vgl. βραχιονιστήρ u. a. s. βραχίων); — ferner die Denominativa γενειάω ‘einen Bart bekommen (haben)’ (seit Od., vgl. κομάω), γενειάζω ib. (Philem., Theok. usw., auch auf γενειάς beziehbar) mit γενείασις (Plot.), γενειάσκω ib. (Pl., X.). — Von γένυς auch (nach den Nomina auf -ηΐς) γενηΐς Schneide des Beils (S. Ant. 249 Gen. γενῇδος).
Etymology: Altererbtes Wort, das in mehreren Sprachen bewahrt ist, bisweilen mit leisen Modifikationen: als ursprünglicher u-Stamm im Keltischen, Germanischen und Tocharischen, z. B. air. giun, gin Mund, kymr. gen Wange, Kinn, pl. geneu, got. kinnus Wange, toch. A śanw-e- du. die beiden Kinnbacken; es kommen hinzu lat. gena Wange (nach māla umgebildet, aber mit bewahrtem u in dentes genu-īnī ‘Backenz?hne’), arm. cnawt Kinnbacke, Wange (aus *cin-awt, idg. *ĝen-). Auch aind. hánu- f. Kinnbacke ist letzten Endes mit γένυς identisch; das anlautende h- (für j-) muß auf sekundärer Entgleisung beruhen. Aw. zānu- in zānu-draǰah- nach gewöhnlicher Deutung im Vorstrecken des Kinns bestehend ist in dieser Hinsicht zweideutig; die Vokallänge ist jedenfalls unursprünglich. — Die Suche nach einer primären Bedeutung Krümmung, Winkel (zu lat. genū, s. Güntert WuS 11, 124ff. m. Lit.) hat keinen Sinn, vgl. Kretschmer Glotta 19, 210f. — S. auch γνάθος.
Page 1,298

English (Woodhouse)

pick-axe, of an axe

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

axe

Aari: wókka; Abaza: кӏвагъа; Abkhaz: аиха; Adyghe: отыч, обзэгъу, майтэ, ощы; Afrikaans: byl; Ahom: 𑜁𑜃𑜫; Akkadian: 𒍏𒄩𒍣𒅔; Albanian: thadër, sëpatë; Amharic: ፋስ; Arabic: فَأْس‎; Armenian: կացին; Assamese: কুঠাৰ; Asturian: hacha, hachu, azáu, azada, macháu,achada; Avar: гӏащтӏи; Azerbaijani: balta; Bashkir: балта; Basque: aizkora; Belarusian: сякера, тапор; Bengali: কুঠার; Bonan: ge; Bulgarian: брадва, секира, топор; Burmese: ပုဆိန်; Catalan: destral, atxa; Cebuano: wasay; Chamicuro: ame; Chechen: диг; Cheyenne: hohkȯxe; Chichewa: nkhwangwa; Chinese Cantonese: 斧頭, 斧头; Dungan: футу; Hakka: 斧頭, 斧头; Mandarin: 斧頭, 斧头, 斧, 斧, 斧子; Min Nan: 斧頭, 斧头; Wu: 斧頭, 斧头; Chuukese: kouk; Chuvash: пуртӑ; Crimean Tatar: balta; Czech: sekera; Dalmatian: sčor; Danish: økse; Dargwa: барда; Daur: sugw, topoor; Dhivehi: ކޯރާޑި‎; Dolgan: һүгэ; Dongxiang: sugie; Dutch: bijl, hakbijl; East Yugur: süke; Erzya: узере; Esperanto: hakilo; Estonian: kirves; Evenki: сукэ; Faroese: øks; Finnish: kirves; French: hache, cognée; Friulian: manarie; Galician: machado, machada, brosa; Garo: ru-a; Georgian: ცული, ნაჯახი; German: Axt; Gothic: 𐌰𐌵𐌹𐌶𐌹; Greek: τσεκούρι; Ancient Greek: ἀξίνη; Gujarati: કુહાડી; Hausa: gā̀tarī; Hebrew: גַּרְזֶן‎; Hiligaynon: wasay; Hindi: कुल्हाड़ी; Hungarian: fejsze, balta, szekerce; Icelandic: öxi, exi; Ido: hakilo; Indonesian: kapak; Ingush: диг; Interlingua: hacha; Irish: tua; Italian: ascia, accetta, scure, mannaia; Japanese: 斧, アックス; Kabardian: джыдэ; Kalmyk: сүк, балт; Kannada: ಕೊಡ್ಲಿ, ಕುಠಾರ; Karachay-Balkar: балта; Karelian: kirves; Kazakh: балта; Khmer: ពូថៅ; Kikuyu: ithanwa Kitembo: mbaha; Komi-Permyak: чер; Korean: 도끼; Kumyk: балта; Kurdish Central Kurdish: تەور‎; Northern Kurdish: balte; Kyrgyz: балта; Ladino Hebrew: באלטה‎; Latin: balta; Lak: рикӏ; Lao: ຂວານ; Latgalian: ciervs; Latin: ascia, securis; Latvian: cirvis; Lezgi: якӏв; Lithuanian: kirvis; Low German: Ax, Äx, Ex; Lü: ᦧᦱᧃ, ᦃᦱᧃ; Macedonian: секира; Malay: kapak; Malayalam: കോടാലി, മഴു; Maltese: mannara; Manchu: ᠰᡠᡥᡝ; Mangghuer: suguo; Maori: toki; Mapudungun: toki; Maranao: wasay; Marathi: कुऱ्हाड; Middle English: ax; Moksha: узерь; Mongghul: sgo; Mongolian: сүх, балт; Navajo: tsénił; Nenets: тубка; Nepali: बन्चरो; Nganasan: тобәкәә; Ngazidja Comorian: soha; Ngunawal: umbagong; Norman: hache; Norwegian: øks; Occitan: pigassa, manaira; Old Church Slavonic Cyrillic: секꙑра, брадꙑ; Old East Slavic: секꙑра, сокꙑра, топоръ; Old Norse: øx; Old Tupi: îy; Oriya: କୁରାଢୀ; Osage: mą́ąhįspe; Ossetian: фӕрӕт; Pashto: تبرګۍ‎; Persian: تبر‎; Plautdietsch: Biel, Akjs; Polabian: seťaŕă; Polish: siekiera; Pontic Greek: αξινάρ, παλτά; Portuguese: machado; Quechua: k'acha; Romanian: topor, secure; Romansch: sigir, siir, sagir, sieir, sgür, manera; Russian: топор, колун, секира; Rusyn: топі́р, балта; Sanskrit: परशु, कुठार; Sardinian: destrale, bestrale, segura, segure, seguri; Scottish Gaelic: tuagh; Serbo-Croatian Cyrillic: сѐкира, сјѐкира; Roman: sèkira, sjèkira; Shan: ၵႂၢၼ်; Sichuan Yi: ꃤꃀ; Sicilian: sciunetta, ascia, cugnata; Sinhalese: පොරොව; Skolt Sami: ähšš; Slovak: sekera; Slovene: sekira; Spanish: hacha; Sranan Tongo: beiri; Sudovian: bīla; Svan: კა̄და; Swahili: shoka; Swedish: yxa; Tabasaran: екӏв; Tagalog: palakol; Tai Dam: ꪄꪫꪱꪙ; Tajik: табар; Tamil: கோடரி; Taos: kwóna; Tat: тэвэр; Tatar: балта; Telugu: గొడ్డలి; Thai: ขวาน; Tibetan: སྟ་རེ; Tigrinya: ፋስ; Tocharian B: peret; Tok Pisin: akis, tamiok; Turkish: balta; Turkmen: palta; Ukrainian: сокира, колун, топі́р; Urdu: کلہاڑی‎; Uyghur: پالتا‎; Uzbek: bolta; Venetian: sigureto, daldoro, asa, daldora, manara, manera; Vietnamese: rìu; Vilamovian: ba̐jł; Wauja: e'pi; Welsh: bwyell; West Frisian: bile; White Hmong: taus; Xhosa: izembe; Yakut: сүгэ; Yiddish: האַק‎; Zazaki: torzin, tewerzin; Zhuang: fouj; Zulu: imbazo