θήγω: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀκονίζω, ξεσηκώνω), [[θέμα]] θηγ + ω → [[θήγω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[θηγάνη]] (=[[ἀκόνη]]), [[θηγαλέος]] (=κοφτερός), [[θηκτός]] (=ἀκονισμένος), ἄθηκτος (=ἀκόνιστος), [[θῆξις]] (=ἀκόνισμα).
|mantxt=(=ἀκονίζω, ξεσηκώνω), [[θέμα]] θηγ + ω → [[θήγω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[θηγάνη]] (=[[ἀκόνη]]), [[θηγαλέος]] (=[[κοφτερός]]), [[θηκτός]] (=[[ἀκονισμένος]]), ἄθηκτος (=[[ἀκόνιστος]]), [[θῆξις]] (=[[ἀκόνισμα]]).
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήγω Medium diacritics: θήγω Low diacritics: θήγω Capitals: ΘΗΓΩ
Transliteration A: thḗgō Transliteration B: thēgō Transliteration C: thigo Beta Code: qh/gw

English (LSJ)

Dor. θάγω [ᾱ] Ar.Lys.1256: fut. A θήξω E.Cyc.242: aor. ἔθηξα Pi.O.10(11).20, E.Or.[51]:—Med., aor. ἐθηξάμην (v. infr.):—Pass., pf. τέθηγμαι (v. infr.):—poet. Verb (used by X. and later, v. infr.), sharpen, whet, Hom. (only in Il.), θήγων λευκὸν ὀδόντα 11.416, cf. 13.475, Hes.Sc.388; ὀδόντα Ar.Ra.815 (hex.); γένυν E.Ph.1380; θήγω φάσγανον, θήγω ξίφος, θήγω μαχαίρας, A.Ag.1262, E.Or.1036, Cyc.242; ξίφη Onos.28; ὀϊστούς Jul.Or.7.229a:—Med., δόρυ θηξάσθω let him whet his spear, Il.2.382, cf. Phanocl.1.8. 2 metaph., sharpen, excite, Pi.O.10(11).20; ἰάμβων τοὺς ὀδόντας Babr.Prooem.2.14; provoke, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά X.Cyr.2.1.20, cf. 1.2.10 (Pass.), Mem.3.3.7; τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ A.Th.715; λόγοι τεθηγμένοι sharp, biting words. Id.Pr.313; οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη S.Aj.584; λῆμα τεθηγμένον E.Or.1625; τῆς διανοίας ὀργῇ τεθηγμένον Alcid. ap.Arist.Rh.1406a10. II intr., ὀργὴ γέροντος… ἐν χειρὶ θήγει σὺν τάχει δ' ἀμβλύνεται dub. in S.Fr.894.

German (Pape)

[Seite 1206] wetzen, schärfen; ὀδόντας Il. 11, 416. 13, 475, vom Eber, wie Hes. Sc. 388; vgl. Eur. Phoen. 1389; Ar. Lys. 1255; auch im med., δόρυ θηξάσθω, er schärfe sich den Speer, Il. 2, 382; φάσγανον Aesch. Ag. 1235; ξίφος Eur. Or. 1036; τεθηγμένη σφαγίς El. 1142. – Übertr., anreizen, aufbringen, erbittern, auch ermuthigen, Pind. Ol. 11, 21; τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους Aesch. Prom. 311; τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Spt. 697; οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη Soph. Ai. 581; λῆμα τεθηγμένον Eur. Or. 1625; in Prosa, ἀνδρῶν φρόνημα Xen. Cyr. 2, 1, 11, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά ib. §. 20; Sp.; den Ausdruck des Alcidamas ἀκράτῳ τῆς διανοίας ὀργῇ τεθηγμένον tadelt Arist. rhet. 3, 3, 2.

French (Bailly abrégé)

f. θήξω, ao. ἔθηξα, pf. inus.
Pass. pf. τέθηγμαι;
1 aiguiser : ὀδόντα IL, φάσγανον ESCHL ses défenses, son glaive ; fig. λόγοι τεθημένοι ESCHL paroles aiguisées, càd mordantes;
2 exciter : τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά XÉN les âmes à la guerre;
Moy. θήγομαι aiguiser pour soi : δόρυ IL le fer de sa lance.
Étymologie: R. Θαγ, aiguiser.

Russian (Dvoretsky)

θήγω: дор. θάγω (ᾱ) (fut. θήξω, aor. ἔθηξα; pf. pass. τέθηγμαι)
1 делать острым, острить, точить (ὀδόντα Hom., Hes., Arph.; med. δόρυ Hom.; φάογανον Aesch.);
2 возбуждать, разгорячать, разжигать (τὰς ψυχὰς εἴς τι, ἀνδρῶν φρόνημα Xen.; ὀργῇ τεθηγμέμος Alcidamus ap. Arst.): λῇμα τεθηγμένον Eur. разбушевавшиеся страсти; λόγοι τεθηγμένοι Aesch. язвительные слова; ἐκ γενετῆς θηγόμενος ἐπί τι Plut. с детства приучаемый к чему-л.;
3 возбуждаться, вспыхивать (ὀργὴ θήγει Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

θήγω: Δωρ. θάγω ᾱ Ἀριστοφ. Λυσ. 1256: μέλλ. θήξω Εὐρ.: ἀόρ. ἔθηξα Πίνδ., Εὐρ. ― Μέσ., ἀόρ. ἐθηξάμην, ἴδε κατωτ. ― Παθ., πρκμ. τέθηγμαι, ἴδε κατωτ. (Ἡ ῥίζα ἀμφίβολος). Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρὰ Ξεν.), ἀκονῶ, ὀξύνω, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.), θήγων λευκὸν ὀδόντα Λ. 416, πρβλ. Ν. 476, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 378· ὀδόντας Ἀριστοφ. Βατρ. 815· γένυν Εὐρ. ἐν Φοιν. 1380· θ. φάσγανον, ξίφος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1262, Εὐρ. Ὀρ. 1036· ― ἐν τῷ Μέσ., δόρυ θηξάσθω, ἂς ἀκονήσῃ τὸ δόρυ του, Ἰλ. Β. 382. 2) μεταφ., παροτρύνω, διεγείρω, Πίνδ. Π. 10 (11). 23· παροξύνω, ὡς τὸ Λατ. acuere, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 2. 1, 20, πρβλ. 1. 2, 10., 1. 6, 41, Ἀπομν. 3. 3, 7· τεθηγμένον τοί μ’ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 715· λόγοι τεθηγμένοι, ὀξεῖς, δηκτικοὶ λόγοι, ὁ αὐτ. Πρ. 311· οὐ γάρ μ’ ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη Σοφ. Αἴ. 584· λῆμα τεθ. Εὐρ. Ὀρ. 1625· τῆς διανοίας ὀργῇ τεθ. Ἀλκιδάμ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ὀργὴ γέροντος... ἐν χειρὶ θήγει σὺν τάχει δ’ ἀμβλύνεται Σοφ. Ἀποσπ. 761.

English (Autenrieth)

mid. aor. imp. θηξάσθω: whet, sharpen, mid., something of one's own, Il. 2.382.

Greek Monolingual

θήγω και θάγω (Α)
1. οξύνω, ακονίζω
2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu- «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με -ω- (λ.χ. η γλώσσα του Ησυχίου τεθωγμένοι
μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας μεταπτώσεως ō/ā (πρβλ. και βωμός, βάμα / βήμα). Το ρ. εχρησιμοποιείτο και με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική σημασία του «παροξύνω», ενώ στην παθητική φωνή είχε αποκτήσει και την ειδική σημασία «παροξύνομαι από το ποτό, μεθώ».
ΠΑΡ. αρχ. θηγαλέος, θηγάνη, θήγανον, θηγάνω, θηκτός, θήξις
νεοελλ.
θηκτικός.
ΣΥΝΘ. αντιθήγω, επιθήγω, καταθήγω, παραθήγω, προκαταθήγω, προσυποθήγω, συνεπιθήγω, συνθήγω.

Greek Monotonic

θήγω: μέλ. θήξω, αόρ. αʹ ἔθηξα· Παθ., παρακ. τέθηγμαι·
1. κάνω κάτι κοφτερό, ακονίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· θήγων λευκὸν ὀδόντα, στο ίδ.· θήγω φάσγανον, ξίφος, σε Αισχύλ., Ευρ.· στη Μέσ., δόρυ θηξάσθω, τον αφήνει να ακονίσει, να τροχίσει το δόρυ του, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., προκαλώ, οξύνω, εγείρω, όπως το Λατ. acuere, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά, σε Ξεν.· Παθ., λόγοι τεθηγμένοι, κοφτεροί, δηκτικοί λόγοι, σε Αισχύλ.· γλῶσσα τεθηγμένη, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: sharpen, whet; excite (Il.). With ō-vocalism: τέθωκται τεθύμωται; τεθωγμένοι τεθυμωμένοι H. (less certain θῶξαι, also θᾶξαι μεθύσαι, πληρῶσαι, τεθωγμένοι, also τεθαγμένοι μεμεθυσμένοι a. o. H.).
Other forms: Dor. θάγω, θηγάνω (A. Ag. 1535 after H.), aor. θῆξαι,
Compounds: also with prefix like παρα-, συν-, ὑπο-,
Derivatives: θηγάνη whetstone (A., S.; H. also θήγανον) with θηγανίτης λίθος id. (IG 14, 317, Sicily; Redard Les noms grecs en -της 55); θηγαλέος sharp (AP, Chantraine Formation 253); H. also θηγάνεον, θηγόν ὀξύ, ἠκονημένον, ἀκονητόν (Schwyzer 459), θῆξις ῥοπή, στιγμή, τάχος.
Origin: IE [Indo-European] [not in Pok.] *dʰeh₂g- whet, sharpen
Etymology: From IE. *dheh₂g-ō, with the Arm. nomen instrumenti daku, gen. pl. dakuac̣ axe, prob. from an u-stem, IE *dhāgu- sharp. Lidén Armen. Stud. 55.

Middle Liddell


1. to sharpen, whet, Il.; θήγων λευκὸν ὀδόντα Il.; θ. φάσγανον, ξίφος Aesch., Eur.:—in Mid., δόρυ θηξάσθω let him whet his spear, Il.
2. metaph. to sharpen, excite, provoke, like Lat. acuere, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά Xen.:—Pass., λόγοι τεθηγμένοι sharp, biting words, Aesch.; γλῶσσα τεθηγμένη Soph.

Frisk Etymology German

θήγω: {thḗgō}
Forms: dor. θάγω, θηγάνω (A. Ag. 1535 nach H.), Aor. θῆξαι, Dazu mit ō-Abtönung: τέθωκται· τεθύμωται, τεθωγμένοι· τεθυμωμένοι H. (unsicher θῶξαι, auch θᾶξαι· μεθύσαι, πληρῶσαι, τεθωγμένοι, auch τεθαγμένοι· μεμεθυσμένοι u. a. H.).
Grammar: v.
Meaning: wetzen, schärfen, anfeuern (seit Il.).
Composita: auch mit Präfix wie παρα-, συν-, ὑπο-,
Derivative: Ableitungen: θηγάνη Wetzstein (A., S. u. a.; H. auch θήγανον) mit θηγανίτης λίθος ib. (IG 14, 317, Sizilien; Redard Les noms grecs en -της 55); θηγαλέος scharf (AP; Suffixwechsel λ ~ ν?, Chantraine Formation 253); H. noch θηγάνεον, θηγόν· ὀξύ, ἠκονημένον, ἀκονητόν (Schwyzer 459), θῆξις· ῥοπή, στιγμή, τάχος.
Etymology: Aus idg. *dhāgō, wozu das arm. Nomen instrumenti daku, Gen. pl. dakuac̣ Axt, zunächst wohl von einem u-Stamm, idg. *dhāgu- scharf. Lidén Armen. Stud. 55; danach WP. 1, 823 mit älterer Lit.
Page 1,670

Mantoulidis Etymological

(=ἀκονίζω, ξεσηκώνω), θέμα θηγ + ω → θήγω.
Παράγωγα: θηγάνη (=ἀκόνη), θηγαλέος (=κοφτερός), θηκτός (=ἀκονισμένος), ἄθηκτος (=ἀκόνιστος), θῆξις (=ἀκόνισμα).