ψυχικός: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (elru replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ψῡχικός:''' | |elrutext='''ψῡχικός:''' <b class="num">1)</b> душевный, духовный (ἡδοναί Arst.; ὁρμαί Polyb.; [[πάθη]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жизненный ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (в отличие от [[πνευματικός]]) душевный [[NT]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:13, 21 March 2024
English (LSJ)
ψυχική, ψυχικόν,
A of the soul or life, spiritual, opp. σωματικός, ἡδοναί Arist.EN1117b28; ὁρμαί Plb.8.10.9; πνεῦμα ψυχικόν = the spirit, or breath of life, Plu.2.1084e, etc.; νόσος ib.524d. Adv. ψυχικῶς Ph.1.81; opp. σωματικῶς, νοερῶς, Procl.Inst.139; also, heartily, from the heart, LXX 2 Ma.4.37, 14.24.
2 of the animal life, animal, ὁ ψυχικός ἄνθρωπος = the natural man, opp. ὁ πνευματικός, 1 Ep.Cor.2.14, cf. Ep.Jud.19, Phot. s.v.
3 brave, Alex.338.
II for the soul or spirit of one deceased, ψυχικὰ δῶρα διδούς, sc. to Hermes, Epigr.Gr.815.4 (Crete).
III cooling, Vett.Val.6.27 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1404] von der Seele, vom Leben, zur Seele, zum Leben gehörig, δύναμις, πνεῦμα, Lebenskraft, Odem, Sp.; – ὁρμαί Pol. 8, 12, 9, im Gegensatz von σωματικός, geistig; vgl. Arist. eth. 3, 10; Sext. Emp. u. A.; – δῶρα ψυχικά Ep. ad. 169 (App. 282), entweder Tieropfer od. von Herzen gern dargebracht.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le souffle ou la vie;
2 qui concerne l'âme.
Étymologie: ψυχή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχικός -ή -όν [ψυχή] van de ziel, de ziel betreffend, geestelijk:; ἡδοναὶ ψυχικαί genoegens van de ziel Aristot. EN 1117b28; subst.. τὰ ψυχικά activiteiten van de ziel Aristot. EN 1099a8. christ., tegenover πνευματικός, (in de wereld) levend, werelds:. ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος de mens die de Geest niet bezit ΝΤ 1 Cor. 2.14.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχικός: 1) душевный, духовный (ἡδοναί Arst.; ὁρμαί Polyb.; πάθη Plut.);
2) жизненный (δύναμις Plut.);
3) (в отличие от πνευματικός) душевный NT.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψυχὴν ἢ εἰς τὴν ζωήν, πνευματικός, αντίθετ. τῷ σωματικός· ἡδοναὶ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 282· ὁρμαὶ Πολύβ. 8. 12, 9· δύναμις ψ., πνεῦμα ψ., ἡ δύναμις, ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1084Ε, κλπ· νόσος αυτόθι 524D. 2) ὁ ἀνήκων ἁπλῶς εἰς τὴν ὑλικὴν ζωήν, ζωϊκός, ὁ ψ. ἄνθρωπος, ὁ φυσικός ἄνθρωπος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν πνευματικόν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 14, Ἰουδ. Ἐπιστ. 19· ἴδε Φώτ. ἐν λ.· - οἱ ψυχικοί, ὄνομα ὅπερ ἔδιδον εἰς τοὺς καθολικοὺς Χριστιανοὺς οἱ Μοντανισταὶ (ἴδε Ter. tull. contr. Psychicos), Κλήμ. Ἀλεξ. 604. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 37, ΙΔ΄, 24)· ἴδε ἐν λ. πραγματικὸς ἐν τέλει. ΙΙ. ὁ διὰ τὴν ψυχὴν τεθνεῶτος ψυχικὰ δῶρα διδούς, δηλ. τῷ Ἑρμῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 5· ὁ τῆς ψυχῆς, ψ. σωτηρία αὐτόθι 8752, πρβλ. 8802.
English (Strong)
from ψυχή; sensitive, i.e. animate (in distinction on the one hand from πνευματικός, which is the higher or renovated nature; and on the other from φυσικός, which is the lower or bestial nature): natural, sensual.
English (Thayer)
ψυχική, ψυχικόν (ψυχή) (Vulg. animalis, Gem. sinnlich), "of or belonging to the ψυχή;
a. having the nature and characteristics of the ψυχή i. e. of the principle of animal life," which men have in common with the brutes (see ψυχή, 1a.); (A. V. natural): σῶμα ψυχικόν, τό ψυχικόν (Winer's Grammar, 592 (551)), σάρξ καί αἷμα in σαρκικον; but prompted by the phrase ψυχή ζῶσα in ψυχικόν.
b. "governed by the ψυχή i. e. the sensuous nature with its subjection to appetite and passion (as though made up of nothing but ψυχή): ἄνθρωπος (equivalent to σαρκικός (or σάρκινος, which see 3) in ψυχικοί, πνεῦμα μή ἔχοντες, A. V. sensual (R. V. with marginal reading 'Or natural, Or animal'); so in the following example); σοφία, a wisdom in harmony with the corrupt desires and affections, and springing from them (see σοφία, a., p. 581 b bottom), Aristotle and Polybius down.)
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψυχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψυχή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ψυχική οδύνη»
(νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός προσώπου υπό συνθήκες αδικοπραξίας στα μέλη της οικογένειάς του
β) «ψυχική επαφή»
(ψυχολ.) βλ. επαφή
γ) «ψυχική διάθεση»
(ψυχολ.) το θυμικό
δ) «ψυχική νόσος»
(ιατρ.-ψυχολ.) καθεμιά από τις νόσους του εγκεφάλου με συμπτώματα που αφορούν κυρίως την συμπεριφορά, από τις νόσους της προσωπικότητας που εκδηλώνονται με μη φυσιολογική συμπεριφορά και από τις νόσους που εμφανίζουν κοινωνικές αποκλίσεις της συμπεριφοράς
ε) «ψυχικό τραύμα» — βλ. τραύμα
στ) «βρασμός ψυχικής ορμής»
(ποιν. δίκ.) η κατά τη λήψη της απόφασης προς τέλεση εγκλήματος, ή κατά την εκτέλεσή της, ψυχική κατάσταση του δράστη η οποία αποκλείει τη σκέψη
ζ) «ψυχικές έρευνες»
(παλαιότερα) η παραψυχολογία
η) «ψυχική αποξένωση»
(ψυχολ.) κατάσταση ενός υποκειμένου, οι διανοητικές ικανότητες του οποίου έχουν σοβαρά διαταραχθεί με αποτέλεσμα να μην του επιτρέπουν πλέον να διάγει ζωή συμβατή με την κοινωνική ζωή
θ) «ψυχική ορμή»
(ποιν. δίκ.) αιφνίδια υπερδιέγερση ορισμένου συναισθήματος που επιφέρει διατάραξη της συνείδησης και συνιστά, ως εκ τούτου, λόγο αποκλείσεως του καταλογισμού
ι) «ψυχικός κόσμος» — ο ψυχισμός
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. ψυχικό
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υλική ζωή («ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
αρχ.
1. (αμφβλ. σημ.) ψυκτικός
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ψυχικοί
υβριστικὴ ονομασία που δινόταν από τους Μοντανιστές στους καθολικούς χριστιανούς («μὴ τοίνυν ψυχικοὺς ἐν ὀνείδους μέρει λεγόντων ἡμᾶς οἱ προειρημένοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Φρύγες», Κλήμ. Αλ.)
3. φρ. «πνεῦμα ψυχικόν» — η δύναμη, η πνοή της ζωής (Πλούτ.).
επίρρ...
ψυχικώς / ψυχικῶς, ΝΜΑ, και ψυχικά Ν
ως προς την ψυχή, κατά την ψυχή, με την ψυχή
αρχ.
1. στα βάθη της καρδιάς, ενδόμυχα
2. ως προς τα ψυχικά αισθήματα.
Greek Monotonic
ψῡχικός: -ή, -όν (ψυχή)·
1. αυτός που ανήκει στην ψυχή ή στη ζωή, πνευματικός, αντίθ. προς το σωματικός, σε Αριστ., Ανθ.
2. αυτός που σχετίζεται με την υλική ζωή μόνο, ζωικός, ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος, ο φυσικός άνθρωπος, αντίθ. προς το ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ψῡχικός, ή, όν ψυχή
1. of the soul or life, spiritual, opp. to σωματικός, Arist., Anth.
2. concerned with the life only, animal, ὁ ψ. ἄνθρωπος the natural man, opp. to ὁ πνευματικός, N. T
Chinese
原文音譯:yucikÒj 普需希可士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:涼爽( 的)
字義溯源:有天然感覺的,屬魂的,屬天然生命,屬血氣的,天然的,非屬靈的,肉體的,血氣的,涼;源自(ψυχή)=呼吸,氣息),而 (ψυχή)出自(ψύχω)*=呼氣,活著)
出現次數:總共(6);林前(4);雅(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 屬血氣的(3) 林前2:14; 雅3:15; 猶1:19;
2) 屬魂的(2) 林前15:44; 林前15:46;
3) 是屬魂的(1) 林前15:44
English (Woodhouse)
Translations
spiritual
Arabic: رُوحَانِيّ, رُوحِيّ; Armenian: հոգեւոր; Asturian: espiritual; Azerbaijani: ruhi, ruhani, mənəvi; Belarusian: духоўны; Bengali: আধ্যাত্মিক; Bulgarian: духовен; Catalan: espiritual; Chinese Mandarin: 精神; Czech: duchovní; Danish: åndelig; Dutch: geestelijk, spiritueel; Esperanto: spirita, anima; Estonian: vaimne; Finnish: hengellinen, henkinen; French: spirituel; Galician: espiritual; German: geistig; Gothic: 𐌰𐌷𐌼𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: πνευματικός; Ancient Greek: λογικός, πνευματικός, ψυχικός, ψυχοειδής; Hebrew: רוּחָנִי; Hindi: आध्यात्मिक; Hungarian: spirituális, lelki; Irish: spioradálta; Italian: spirituale; Japanese: 精神的; Kazakh: рухани; Korean: 정신적, 정신의; Kyrgyz: руханий; Macedonian: духовен; Malagasy: ara-panahy; Malayalam: ആത്മീയ; Manx: spyrrydoil; Maori: whakawairua; Middle English: gostly; Norwegian: åndelig, spirituell; Occitan: espirital; Old East Slavic: духовьнꙑи; Old English: gāstlīċ; Old Irish: spirutálta; Persian: روحی, معنوی, روحانی; Polish: duchowy; Portuguese: espiritual; Romanian: sufletesc, spiritual; Russian: духовный; Serbo-Croatian Cyrillic: ду̀хо̄внӣ; Roman: dùhōvnī; Slovak: duchovný; Slovene: duhoven; Sorbian Upper Sorbian: duchowny; Spanish: espiritual; Swedish: andlig; Tagalog: makadiwa; Tajik: рӯҳӣ, маънавӣ; Telugu: ఆధ్యాత్మిక; Turkish: spiritüel, tinsel, ruhsal, manevi, ruhani; Ukrainian: духовний; Uzbek: ruhiy, maʼnaviy; Welsh: ysbrydol; Yiddish: רוחיש, גײַסטיק