κράτος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(strοng)
(T21)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[perhaps]] a [[primary]] [[word]]; vigor ("[[great]]") ([[literally]] or [[figuratively]]): [[dominion]], [[might]](-ily), [[power]], [[strength]].
|strgr=[[perhaps]] a [[primary]] [[word]]; vigor ("[[great]]") ([[literally]] or [[figuratively]]): [[dominion]], [[might]](-ily), [[power]], [[strength]].
}}
{{Thayer
|txtha=κρατεος (κράτους) (from a [[root]] [[meaning]] 'to [[perfect]], [[complete]]' ([[Curtius]], § 72); from [[Homer]] [[down]]), τό, [[Hebrew]] עֹז;<br /><b class="num">1.</b> [[force]], [[strength]].<br /><b class="num">2.</b> [[power]], [[might]]: τό [[κράτος]] τῆς ἰσχύος [[αὐτοῦ]], the [[might]] of his [[strength]], τῆς δόξης [[αὐτοῦ]], [[κατά]] [[κράτος]], [[mightily]], [[with]] [[great]] [[power]], ηὔξανε, a [[mighty]] [[deed]], a [[work]] of [[power]]: ποιεῖν [[κράτος]] (cf. ποιεῖν δυνάμεις), [[dominion]]: in the doxologies, τίνος (the genitive of [[object]]), τό Περσεων [[κράτος]] ἔχοντα, [[Herodotus]] 3,69). (Synonym: [[see]] [[δύναμις]], at the [[end]].)
}}
}}

Revision as of 18:03, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράτος Medium diacritics: κράτος Low diacritics: κράτος Capitals: ΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: krátos Transliteration B: kratos Transliteration C: kratos Beta Code: kra/tos

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. and Ep. κάρτος, εος, τό, both in Hom.; Aeol. κρέτος Alc.25:—

   A strength, might, in Hom. esp. of bodily strength, ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142; ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κ. ἐστὶ μέγιστον 13.484, etc.; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κ. ἐστίν this (i.e. τὸ βάψαι) is what gives strength to iron, Od.9.393: generally, δικαία γλῶσσ' ἔχει κ. μέγα S.Fr.80; μηχανῆς ἔστω κ. A.Supp.207; κατὰ κράτος with all one's might or strength, πολιορκεῖσθαι Th.1.64; πολεμεῖν Pl. Lg.692d; ἐξελέγχεσθαι D.34.20, etc.: freq. in phrase αἱρεῖν κατὰ κ. take by storm, Th.8.100, Isoc.4.119, etc.; also ἀνὰ κράτος διώκειν X. Cyr.1.4.23; ἐλαύνειν Id.An.1.8.1, etc.; ἀπὸ κράτους D.S.17.34; πρὸς ἰσχύος κράτος, opp. λόγῳ, S.Ph.594.    2 personified, K. Βία τε A. Pr.12; K. καὶ Δίκη Id.Ch.244.    II power, τοῦ γὰρ κ. ἐστὶ μέγιστον, of Zeus, Il.2.118, etc.; τοῦ γὰρ κ. ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od.1.359, cf. Il.12.214; Ζηνὸς κ. Pi.O.6.96, cf. A.Pr.527 (lyr.); ἐκπίπτειν κράτους, of Zeus, ib. 948; τὸ κ. τοῦ θεοῦ LXX Ps.61(62).11, etc.: pl., ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων A.Supp.393 (lyr.), cf. S.Ant.485; esp. of political power, rule, sovereignty, ὁ μαιόμενος τὸ μέγα κρέτος ὀντρέψει τάχα τὰν πόλιν Alc. l.c.; τὸ κ. περιθεῖναί τινι Hdt.1.129; ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κ. Id.3.81; τὸ πᾶν κ. ἔχειν to be all-powerful, Id.7.3; ἀρχὴ καὶ κ. τυραννικόν S.OC 373; βασιλεὺς πρῶτος ἐν κράτει Ὀδρυσῶν ἐγένετο in real power, Th.2.29; later τὸ κ. τῶν Ῥωμαίων POxy.41i2 (iii/iv A. D.): in pl., κράτη καὶ θρόνους S.Ant.173, cf. OT586, etc.; θρόνων κράτη sovereign power, Id.Ant.166.    2 c. gen., power over, τὸ Περσέων κ. ἔχοντα Hdt.3.69; τὸ κ. εἶχε τῆς στρατιῆς Id.9.42; πᾶν κ. ἔχων χθονός A.Supp.425 (lyr.); τῶν ἄλλων δαιμόνων E.Tr.949; δὸς κ. τῶν σῶν δόμων A.Ch.480; δωμάτων ἔχειν κ. Ar.Th.871; τὸ τῆς θαλάσσης κ. Th.1.143; μετὰ κράτους τῆς γῆς Id.8.24; ὧν ἂν ᾖ τὸ κ. τῆς γῆς whoever have possession of the land, Id.4.98; κ. ἔχειν ἑαυτοῦ Pl.Plt.273a: pl., ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT201 (lyr.).    3 of persons, a power, an authority, Ἀχαιῶν δίθρονον κ. A.Ag.109 (lyr.), cf. 619, Th.127 (lyr.).    III mastery, victory, freq. in Hom., Il.1.509, 6.387, Od.21.280; κ. ἄρνυσθαι S.Ph. 838 (lyr.); νίκη καὶ κράτη A.Supp.951; ἀέθλων κ. victory in... Pi.I. 8(7).4; νίκη καὶ κ. τῶν δρωμένων S.El.85; κ. ἀριστείας the meed of highest valour, Id.Aj.443; νίκη καὶ κ. πολεμίων Pl.Lg.962a; κ. πολέμου καὶ νίκη D.19.130.    IV Medic., in pl., ligaments, Hp.Mul. 2.167.    2 = ταρσός, back of the hand, Poll.2.144.    V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59.—This word and its derivs. take two forms, κρατ- and καρτ-; the latter is mostly Ep., as κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, but in κρατερός and καρτερός the reverse holds, v. κρατερός fin.; κρατέω, κρατύς have no form καρτ-. (κρατ- and καρτ- from kṛt-, weak form of κρετ-, cf. κρέτος, κρέσσων.)

Greek (Liddell-Scott)

κράτος: ᾰ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. κάρτος, εος, τό, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἰσχύς, δύναμις, παρ’ Ὁμ. κυρίως ἐπὶ σωματικῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ δόλος, Ἰλ. Η. 142· ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κράτος ἔστι μέγιστον Ν. 484, κτλ.· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν, τοῦτο (δηλ. τὸ βάψαι) εἶναι τὸ παρέχον δύναμιν εἰς τὸν σίδηρον, Ὀδ. Ι. 393· δικαία γλῶσσ’ ἔχει κρ. μέγα Σοφ. Ἀποσπ. 101, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 207· κατὰ κράτος, πάσῃ ἰσχύι, πάσῃ δυνάμει, πολιορκεῖσθαι Θουκ. 1. 64· πολεμεῖν Πλάτ. Νόμ. 692D ἐξελέγχεσθαι Δημ. 913. 15, κτλ.· ἀλλὰ συχνότατα, πόλιν ἑλεῖν κατὰ κράτος, κυριεῦσαι αὐτὴν βίᾳ, ἐξ ἐφόδου, Θουκ. 8. 100, Ἰσοκρ. 65C, κτλ.· οὕτως, ἀνὰ κράτος αἱρεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· ἐλαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 8, 1, κτλ.· ― ὡσαύτως, ἀπὸ κράτους Διόδ. 17. 34· πρὸς ἰσχύος κράτος, ἀντίθετ. τῷ λόγῳ, Σοφ. Φιλ. 594. 2) προσωποπ., Ἰσχύς, Δύναμις, Κρ. Βία τε Αἰσχύλ. Πρ. 12· Κρ. καὶ Δίκη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 244. ΙΙ. καθόλου, δύναμις, ἐξουσία, τοῦ γὰρ κρ. ἐστί μέγιστον, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Β. 118, κτλ.· τοῦ γὰρ κρ. ἐστιν ἐν οἴκῳ Ὀδ. Α. 359, πρβλ. Ἰλ. Μ. 214· οὕτω, Ζηνὸς κρ. Πινδ. Ο. 6. 162, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 529· ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 393, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 485. 2) μεθ’ Ὅμ., κυβέρνησις, διοίκησις, ἐξουσία, Ἡρόδ. 1. 129· τὸ κρ. περιθεῖναί τινι ὁ αὐτ. ἐν 3. 81· τὸ πᾶν κρ. ἔχω, εἶμαι πανίσχυρος, ὁ αὐτ. ἐν 7. 3· ἐκπίπτειν κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 948· ἀρχὴ καὶ κρ. τυραννικὸν Σοφ. Ο. Κ. 373· πρῶτος ἐν κράτει βασιλεύς, ὁ πρῶτος βασιλεὺς μὲ ἀληθινὴν ἐξουσίαν, Θουκ. 2. 29· ― καὶ ἐν τῷ πληθ., κράτη καὶ θρόνους Σοφ. Ἀντ. 173, πρβλ. 586, κτλ.· θρόνων κράτη ὑψίστη, βασιλικὴ ἰσχύς, ἐξουσία, αὐτόθι 166. 3) μετὰ γεν., ἐξουσία, ἀρχὴ ἐπί τινος, κράτος ἔχειν τῶν Περσῶν Ἡρόδ. 3. 69· τὸ κρ. εἶχε τῆς στρατιῆς ὁ αὐτ. ἐν 9. 42· πᾶν κράτος χθονὸς Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 425· τῶν ἄλλων δαιμόνων Εὐρ. Τρῳ. 949· δὸς κρ. τῶν σῶν δόμων Αἰσχύλ. Χο. 480· δωμάτων ἔχειν κρ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 871· τὸ τῆς θαλάσσης κρ. Θουκ. 1. 143· κρ. τῆς γῆς ὁ αὐτ. ἐν 8. 24· ὧν ἂν ᾗ τὸ κρ. τῆς γῆς, ὅσοι ἔχουσι τὴν ἐξουσίαν τῆς χώρας, ὁ αὐτ. ἐν 4. 98· κρ. ἔχειν ἑαυτοῦ Πλάτ. Πολιτ. 273Α· ἐν τῷ πληθ., ἀστραπῶν κράτη νέμων Σοφ. Ο. Τ. 201. 4) ἐπὶ προσώπων, δύναμις, ἐξουσία, Ἀχαιῶν δίθρονον κρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 109, πρβλ. 619, Θήβ. 127. ΙΙΙ. ὑπεροχή, ὑπερτέρα δύναμις, κυριότης, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς Ἰλ. Α. 509., Ζ. 387, Ὀδ. Φ. 280· κρ. ἄρνυσθαι Σοφ. Φιλ. 838· νίκη καὶ κράτη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 951· ἀέθλων κρ., νίκη ἐν..., Πινδ. Ι. 8 (7). 7· νίκη καὶ κρ. τῶν δρωμένων Σοφ. Ἠλ. 85· κρ. ἀριστείας, ἡ ἀμοιβή. τὸ ἔπαθλον, βραβεῖον τῆς μεγίστης ἀνδρείας, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 443· νίκη καὶ κρ. τῶν πολεμίων Πλάτ. Νόμ. 962Α· κρ. πολέμου καὶ νίκη Δημ. 381. 12. ― Ἡ λέξις αὕτη καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς φέρονται ὑπὸ δύο τύπους, κρατ- καὶ καρτ-· ὁ δεύτερος εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπικός, οἷον κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, ἀλλ’ ἐν τῷ κρατερὸς καὶ καρτερὸς ἐπικρατεῖ τὸ ἀντίθετον ὡς κανών, ἴδε κρατερὸς ἐν τέλ.· τὰ δὲ κρατέω, κρατὺς δὲν ἔχουσι τύπον καρτ-. (Ἡ ῥίζα ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῷ κραταιός. Γοτθ. hard-us (σκληρός, αὐστηρός), Ἀρχ. Γερμ. hart-i, κτλ.)

French (Bailly abrégé)

épq. κάρτος, ion. -εος, att. -ους (τό) :
force :
1 force du corps, force, vigueur, solidité : κατὰ κράτος, de vive force ou de toute sa force ; ἀνὰ κράτος XÉN de vive force ou de toutes ses forces ; πρὸς ἰσχύος κράτος SOPH par la puissance de la force;
2 domination, puissance ; particul. pouvoir royal, puissance souveraine : ἀρχὴ καὶ κράτος τυραννικόν SOPH commandement et pouvoir d’un roi ; domination, autorité souveraine : τῶν Περσῶν HDT sur les Perses ; τῆς στρατιῆς HDT sur l’armée ; χθονός ESCHL sur la terre ; τῆς θαλάσσης THC l’empire de la mer;
3 maîtrise, victoire.
Étymologie: R. Κρατ, être fort.

English (Autenrieth)

εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.

English (Slater)

κράτος (-ει, -ος.)
   a power, strength Ἱέρων ἀμφέπει Δάματρα, λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος (O. 6.96) τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει (sc. Ἡσυχία) (P. 8.11)
   b power, success κράτει δὲ προσέμειξε δεσπόταν (sc. Φερένικος ἵππος) (O. 1.22) “κράτει δὲ πέλασον” (sc. ἐμέ) (O. 1.78) πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός, ἐν ἅπαντι κράτει αἴθωνα κεραυνὸν ἀραρότα (O. 10.82) δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (N. 4.68) Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.5)

Spanish

poder, objeto símbolo de poder, cetro

English (Strong)

perhaps a primary word; vigor ("great") (literally or figuratively): dominion, might(-ily), power, strength.

English (Thayer)

κρατεος (κράτους) (from a root meaning 'to perfect, complete' (Curtius, § 72); from Homer down), τό, Hebrew עֹז;
1. force, strength.
2. power, might: τό κράτος τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, the might of his strength, τῆς δόξης αὐτοῦ, κατά κράτος, mightily, with great power, ηὔξανε, a mighty deed, a work of power: ποιεῖν κράτος (cf. ποιεῖν δυνάμεις), dominion: in the doxologies, τίνος (the genitive of object), τό Περσεων κράτος ἔχοντα, Herodotus 3,69). (Synonym: see δύναμις, at the end.)