πτῶμα

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῶμα Medium diacritics: πτῶμα Low diacritics: πτώμα Capitals: ΠΤΩΜΑ
Transliteration A: ptō̂ma Transliteration B: ptōma Transliteration C: ptoma Beta Code: ptw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (πίπτω)

   A fall, πεσεῖν . . πτώματ' οὐκ ἀνασχετά A.Pr. 919; πίπτουσι . . πτώματ' αἰσχρά S.Ant.1046; π. θανάσιμον πεσῇ E.El. 686; ἡ πόλις οὐκ ἂν ἔπεσε τοιοῦτον π. Pl.La.181b.    b fall in wrestling, Call.Iamb.1.274, AP9.391 (Diotim.): metaph., booby-trap, π. φιλοσόφων ἀπαλαιστρότατον Phld.Rh.1.8S.; lapse, blunder, Gal. 10.124.    2 metaph., misfortune, calamity, τά γ' ἐκ θεῶν πτώματα calamities sent by the gods, E.HF1228.    3 pl., injuries due to falls, bruises, Dsc.1.128,3.1,5.117.    II fallen body, corpse, carcase, freq. with gen., πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους, E.Or.1196, Ph.1697, cf. LXX Jd.14.8, D.H.4.70, etc.; πτώματα νεκρῶν E.Ph.1482 (anap.): without a gen., A.Supp.662 (s. v.l., lyr.), Plb.15.14.2, Sardis 7 No. 165, Plu.Alex.33, etc.: collective in sg., SIG700.17 (Maced., ii B.C.), Apoc.11.8, Polyaen.6.18.1.    2 of buildings, ruin, οἰκίας, κρηνῖδος, IG11(2).161 A120, 163 Ba 21 (Delos, iii B.C.); ἐπὶ τοῦ π. on the ruins (of the wall), Plb.16.31.8, cf. 5.4.9,5.100.6, Aristid.Or.25(43).27; breach in a city-wall, D.S.16.8, al.: pl., ruins, IG11(2).199A 103 (Delos, iii B.C.), Ph.Bel.100.45, Plb.21.28.2; π. οἴκων Phryn.351; π. ἐλαιῶν fallen olive-trees or fruit, Lys.Fr.203 S.; windfall fruit, of the φοῖνιξ, Dsc.1.109.    III payment which falls due, PEleph.11.4 (iii B.C., pl.), PLond.1.3.37 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 812] τό, der Fall, Sturz; πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς, Aesch. Suppl. 648; πεσεῖν ἀτίμως πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, Prom. 921; dah. Unglück, πότερα δόμοισι πτῶμα προσκυρεῖ νέον, Ch. 13; πίπτουσι βροτῶν χοἰ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά, Ant. 1033; Eur. oft, πτῶμα θανάσιμον El. 686, τὰ θεῶν πτώματα, Unfall von den Göttern geschickt, Herc. Fur. 1228; u. in Prosa: οὐκ ἂν ἔπεσε τότε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Plat. Lach. 181 d; τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα, Tim. 86 c, u. öfter; auch der Leichnam, Pol. 15, 14, 2; πρὸς τῇ πόλει πτωμάτων γενομένων, nach der Niederlage, nachdem Viele gefallen waren, 33, 12, 7; vgl. Plut. Alex. 23. Auch πτώματ' ἐλαῶν, abgefallene Oliven, Lys. bei Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

πτῶμα: τό, (πίπτω, πέπτωκα) πτῶσις, «πέσιμον», πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀνασχετὰ Αἰσχύλ. Πρ. 919· πίπτουσι... πτώματ’ αἰσχρὰ Σοφ. Ἀντ. 1046· πτ. θανάσιμον πεσεῖ Εὐρ. Ἠλ. 686· οὐκ ἂν ἔπεσε τοιοῦτον πτ. Πλάτ. Λάχ. 181Β. 2) μεταφορ., ὡς τὸ πταῖσμα, πτῶσις, δυστύχημα, ἀτυχία, Λατ. casus, τὰ θεῶν πτώματα, συμφοραὶ πεμφθεῖσαι παρὰ τῶν θεῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1228· ἀποτυχία, ἧττα, Πολύβ. 33, 12, 7. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σῶμα πεπτωκός, νεκρὸν σῶμα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους Εὐρ. Ὀρ. 1196, Φοίν. 1697, κτλ.· πτώματα νεκρῶν αὐτόθι 1482· καὶ ἄνευ γεν., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 662, Πολύβ. 15, 14, 2, κτλ.· - ὡσαύτως ἄνευ τινὸς γενικῆς, ἐπιχωρίοις... πτώμασιν αἱματίσαι πέδον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 662· καὶ μόνον πτώματα, Πολύβ. 15, 14. 2, κτλ., πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1490, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 375 κἑξ. 2) ὡσαύτως ἐπὶ οἰκοδομῶν, ἐπὶ τοῦ πτ., ἐπὶ τῶν ἐρειπίων (τοῦ τείχους), Πολύβ. 16. 31, 8, πρβλ. 5. 4, 9., 5. 100, 6· πτῶμα οἴκου, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ. καὶ Θωμ. Μαγίστρου ὡς δόκιμος ῥῆσις, πτ. ἐλαιῶν, πεπτωκότα ἐλαιόδενδρα, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chute;
2 tout objet tombé, corps mort, cadavre.
Étymologie: πίπτω.

English (Strong)

from the alternate of πίπτω; a ruin, i.e. (specially), lifeless body (corpse, carrion): dead body, carcase, corpse.

English (Thayer)

πτώματος, τό (πίπτω, perfect πέπτωκα);
1. in Greek writings from Aeschylus down, a fall, downfall; metaphorically, a failure, defeat, calamity; an error lapse, sin.
2. that which is fallen; hence, with the genitive of a person or with νεκροῦ added, the (fallen) body of one dead or slain, a corpse, carcase; later also with νεκροῦ omitted (Polybius, the Sept., Philo, Joseph, Plutarch, Herodian), cf. Thomas Magister, p. 765 (edited by Ritschl, p. 290,14); Phryn. ed. Lob., p. 375; (Winer's Grammar, 23), and so in the N. T.: L T Tr WH; L T Tr WH; τίνος, Revelation 11:8,9.

Greek Monolingual

το / πτῶμα, ΝΜΑ
το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση του θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.
γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα πτώμα με αυτήν την αρρώστια»)
μσν.-αρχ.
1. η πτώση, το πέσιμο («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», Σοφ.)
2. ηθική κατάπτωση («ὦ τοῦ μεγίστου πτώματος, ὦ τῆς ἀπανθρωπίας», Πρόδρ.)
αρχ.1. (σε οικοδόμημα) το πεσμένο, γκρεμισμένο μέρος
2. ρήγμα σε τοίχο
3. οτιδήποτε πεσμένο κάτω («πτώματα ἐλαιῶν»)
4. μέτρηση οφειλομένων, καταβολή χρέους
5. εξοφλητικό, απόδειξη καταβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- του πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ, βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

πτῶμα: τό (πίπτω, πέ-πτωκα),
I. 1. πτώση, πέσιμο, πεσεῖν πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, σε Αισχύλ.· πίπτουσι πτώματ' αἰσχρά, σε Σοφ.
2. μεταφ., πτώση, ατυχία, δυστυχία, Λατ. casus, σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, νεκρό σώμα, πτώμα, κουφάρι, πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους, στον ίδ.· επίσης, πτώματα μόνο, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτῶμα -ατος, τό [πίπτω] val; ook overdr.:; ἡμῶν ἡ πόλις οὐκ ἂν ἔπεσε τότε τοιοῦτον πτῶμα onze stad zou toen niet zo’n val gemaakt hebben Plat. Lach. 181b; overdr. ongeluk:. τὰ τῶν θεῶν γε πτώματα het ongeluk dat stamt van de goden Eur. HF 1228. gevallen lichaam, lijk:. ἦραν τὸ πτῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό ze namen het lijk op en begroeven het NT Mt. 14.12.

Russian (Dvoretsky)

πτῶμα: ατος τό πίπτω
1) падение Plat.: πίπτειν πτώματ᾽ αἰσχρά Soph. позорно падать; π. θανάσιμον πεσεῖν Eur. пасть, погибнуть;
2) несчастье, бедствие Aesch.: τὰ θεῶν πτώματα Eur. ниспосланные богами несчастья;
3) поражение Polyb.;
4) упавший плод (πτώματα ἐλαιῶν Lys.);
5) развалины (sc. τοῦ διατειχίσματος Polyb.);
6) (тж. π. νεκροῦ Eur.) мертвое тело, труп Aesch., Eur., Polyb., NT.

Frisk Etymological English

πτῶσις See also: s. πίπτω.

Middle Liddell

πτῶμα, ατος, τό, πίπτω, πέπτωκα
I. a fall, πεσεῖν πτώματ' οὐκ ἀνασχετά Aesch.; πίπτουσι πτώματ' αἰσχρά Soph.
2. metaph. a fall, calamity, Lat. casus, Eur.
II. of persons, a fallen body, corpse, carcase, πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους Eur.; also πτώματα alone, Aesch.

Frisk Etymology German

πτῶμα: πτῶσις
{ptō̃ma}
See also: s. πίπτω.
Page 2,618