ἀθρόος

From LSJ
Revision as of 11:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθρόος Medium diacritics: ἀθρόος Low diacritics: αθρόος Capitals: ΑΘΡΟΟΣ
Transliteration A: athróos Transliteration B: athroos Transliteration C: athroos Beta Code: a)qro/os

English (LSJ)

α, ον, (ος, ον D.19.228, Arist.PA675b21, etc.), ἁθρόος in Hom. acc. to Aristarch. ap. Sch.Ven.ll.14.38 and Att.(also some times ἅθρους, ουν, as Ar.Fr.633, Hyp.Eux.33, D.27.35), poet.acc.pl.

   A ἁθρόᾰς h.Merc.106; dat. pl. ἁθροῖσιν Epigr.Gr.1034 26 (Callipolis):—but in later writers the spir. lenis prevailed: (ἀ- 11, θρόος):—in crowds, heaps, or masses, crowded together, Hom. only in pl., as Il.2.439, al.; ἁθρόοι . . ἅπαντες Od.3.34, etc.: sg. first in Pi.P.2.35; ἀθρόοι, of soldiers, in close order, Hdt.6.112, X.An.1.10.13, etc.; opp. ἀσύντακτοι, Id.Cyr.8.1.46; in column, ib.5.3.36; πολλαὶ κῶμαι ἁ. close together, Id.An.7.3.9.    II together, in a body, ἁθρόα πάντ' ἀπέτεισε he paid for all at once, Od.1.43; ἁ. πόλις the citizens as a whole, opp. καθ' ἕκαστον, Th.2.60, cf. 1.141; ἁ. δύναμις Id.2.39; ἁ. ἦν αὐτῷ τὸ στράτευμα was assembled, X.Cyr.3.3.22; τὸ ἁ. their assembled force, ib.4.2.20, cf. An.5.2.1; ἁθρόῳ στόματι with one voice, E.Ba.725; ἁ. δάκρυ one flood of tears, Id.HF489; ἁ. λόγος a flood of words, Pl.R. 344d; ἁθρόους κρίνειν to condemn all by a single vote, Id.Ap.32b; πολλοὺς ἁ. ὑμῶν D.21.131; ἄθρους ὤφθη was seen with all his forces, Plu. Them.12, cf. Id.Sull.12; ἁ. λεγόμενον used in a collective sense, opp. κατὰ μέρος, Pl.Tht.182a; ἀθρόας γινομένης μεταβολῆς taking place all at once, Arist.Ph.186a15; opp. ἐκ προσαγωγῆς, Id.Pol.1308b16; κατήριπεν ἀ. he fell all at once, Theoc. 13.50, cf. 25.252; ἀθρόαι πέντε νύκτες five whole nights, PiP.4.130; κατάστασις ἀθρόα καὶ αἰσθητή Arist. Rh.1369b34; κάθαρσις ἀ., opp. κατ' ὀλίγον, Id.HA582b7; καταπιεῖν ἅθρους τεμαχίτας at a gulp, Eub.9, cf. Plu.2.650c, etc.; ἀθρόον ἐκκαγχάζειν burst out laughing, Arist.EN1150b11, cf. Hp.Ep.17.    2 continuous, κίνησις Plot.3.7.8, cf. ib.1 (Comp.).    3 sudden, ἔφοδος Malch.p.412 D.; τῷ ἀ. μὴ καταπλαγῆναι Men.Prot.p.68 D.:— this sense may perh. be found in Plu. Them. l.c., Sull.l.c.    4 ἀθρόον, τό, = ἄθροισμα 11, Epicur.Ep.1p.16U., Fr.314, Zeno Sidon. ap. Phld.Herc.1005.7.    III complete, overwhelming, ἀ. κακότης Pi.P. 2.35; continuous, incessant, πνεῦμα Arist.Mete.367a30; concentrated, of noise, D.H. Comp.22, etc.    IV Adv. ἀθρόον all at once; ἄθρουν in one payment, PPetr.2p.27, cf. D. 27.35; generally, εἰρῆσθαι Aret. SA1.6:—regul. Adv. ἀθρόως X.Smp.2.25, Arist.HA533b10, etc.; ἀ. λέγειν to speak collectively or generally, Aristid.Rh.2.547S.    2 suddenly, ἀετὸς ἀ. φανείς Hsch.Mil.4.11, cf.19(perh.also in Arist.HA l.c.).    V Comp. ἁθροώτερος Th.6.34, etc.; ἀθρουστέρα Phylotim. ap.Ath.3.79b: Sup. ἀθρούστατος Plu.Caes.20.

German (Pape)

[Seite 48] α, ον, fam. ἀθρόος Heraclid. Tar. bei Ath. III, p. 120 d, zusammengezogen ἀθροῦς, attisch ἁθρόος (α copul.); auch im Hom. las Aristarch mit spir. asper nach Scholl. Iliad. 14, 38, vgl. Scholl. Od. 1, 27. 3, 34; – zusammengedrängt, versammelt; Ariston. Scholl. Iliad. 14, 38 ἡ διπλῆ, ὅτι ἁθρόοι ἐπὶ τῶν τριῶν· ἀρχὴ γάρ ἐστι πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ τὰ τρία; gew. im plur., der sing. meist nur bei Sammelwörtern, zuerst bei Pind. P. 2, 35 κακότης. Hom. z. B. ἁθρόα πάντα, Alles insgesammt, Alles zusammen, Alles auf einmal, Iliad. 22, 271 Od. 1, 43. 2, 356; – ἁθρόοι ἦλθον Od. 3, 34, ἠγερέθοντο 2, 392, κίον Il. 14, 38, ἔμειναν 15, 657, ὁρμηθέντες 19, 236, ἔσαν (ἦσαν) Il. 18, 497 Od. 1, 27; – von Soldaten, dicht gedrängt, Her. 6, 112; ἁθρόα πόλις, dem ἕκαστοι entgegengesetzt, Thuc. 2, 60, δύναμις 2, 39; πᾶσα ὕλη ἁθρόα Plat. Legg. VIII, 849 d, Ggstz κατὰ μέρη Theaet. 182 a, καθ' ἕνα Alc. I, 114 d, κατ' ἄνδρα Dem. Lept. 138, κατ' όλίγους καὶ σποράδην Plut. Arist. 17. Auch reichlich, groß, Din. 1, 15, entgegenstehend dem κατὰ μικρόν; τὸ ἁθρόον, die Menge, Gesammtheit, Dem. 27, 35; ῥοῦς ἀθροῦς καὶ πολύς Pol. 10, 14, 8; vgl. ἀθροῦς ἐξεχύθη γέλως Athen. X, 420 d; ἀθρόος ὤφθη, er wurde mit ganzer Heeresmacht gesehen, Plut. Them. 12; ebenso ἀθρόος ἐπέστη Svll. 12. – Compar. ἁθροώτερος 'Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 6, 4, 9; ἀθρουστέρῳ χρῆσθαι τῷ πόματι Athen. III, 80 a; ἀθρούστατος Plut. Caes. 20. – Adv. ἀθρόως, haufenweis, in Menge, πίνειν Ael. V. H. 1, 2; vgl. Plut. Symp. 3, 3; λέγειν, im Allgem. sagen, bei den Rhetoren, das Ganze statt seines Theiles nennen, συγκρίνειν, im Ggstz von ἀνὰ μέρος, Rhett. gr. IX, 286, 15; auch von der Zeit, plötzlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθρόος: -α, -ον, (καὶ ος, ον, Δημοσθ. 412, 14. Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 14, 22, κτλ.), κάλλιον ἁθρόος, ὡς ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραφεν αὐτὸ (Σχόλ. Ἐνετ. Ἰλ. Ξ. 38), Ἀττ. ἄθρους, ουν, ποιητ. δοτ. πληθ. ἁθροῖσιν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1034. 26: ― ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ἡ ψιλὴ ἐπεκράτησε: (α ἀθροιστ. καὶ θρόος). Κατὰ σωροὺς ἢ πλῆθος, συμπεπυκνωμένος ἐπὶ τὸ αὐτό, συχν. παρ’ Ὁμ. ἀλλὰ μόνον κατὰ πληθ. ὡς Ἰλ. Β. 439· πάντες ἁθρόοι, Ὀδ. Γ. 34, κτλ.· τὸ ἑνικὸν πρῶτον ἐν Πινδ. Π. 2. 65: ἁθρόοι, ἐπὶ στρατιωτῶν: συμπεπυκνωμένοι, Λατ. conferto agmine, Ἡρόδ. 6. 112, Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 13, κτλ.· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀσύντακτοι, ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 1, 46 = κατὰ φάλαγγα, αὐτόθι 5. 3, 36· οὕτω καὶ πολλαὶ κῶμαι ἀθρ. = πυκναὶ ἐπὶ τὸ αὐτό, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 9. ΙΙ. ὅλα ὁμοῦ ἐν σώματι· ἀθρόα πάντ’ ἀπέτισεν, ἐπλήρωσε διὰ πάντα ἐφάπαξ, Ὀδ. Α. 43· ἀθρόα πόλις, οἱ πολῖται ὡς ὅλον, ἀντίθετον τῷ ἕκαστος, Θουκ. 2. 60· οὕτως ἀθρ. δύναμις, ὁ αὐτ. 2. 39· πρβλ. 1. 141· ἀθρ. ἦν αὐτῷ τὸ στράτευμα, ἦτο συνηγμένον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· τὸ ἀθρόον, ἡ συνηγμένη αὐτῶν δύναμις, αὐτόθι 4. 2, 20· πρβλ. Ἀν. 5. 2, 1· ἀθρόῳ στόματι, μιᾷ φωνῇ, Εὐρ. Βάκχ. 725· ἁθρόους κρίνειν, καταδικάζω πάντας ὁμοῦ διὰ μιᾶς ψήφου, Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· πολλοὺς ἁθρόους ὑμῶν, Δημ. 558. 1· ἄθρους ὤφθη, ὤφθη μετὰ πάντων τῶν στρατευμάτων του, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τοῦ αὐτ. Σύλλ. 12· ἁθρόον λεγόμενον, ἐν χρήσει ἐπὶ περιληπτικῆς ἢ καθολικῆς ἐννοίας, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ μέρος, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α· ἡ μετάβασις ἀθρόα γίνεται, συμβαίνει ἐν τῷ ἅμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 3· ἀντιθ. τῷ ἐκ προσαγωγῆς, ὁ αὐτ. 12: κατήριπεν ἀθρ., ἔπεσεν ἐν τῷ ἅμα, Θεόκρ. 13. 49: πρβλ. 25. 252: ἀθρόαι πέντε νύκτες, πέντε ὁλόκληροι νύκτες, Πινδ. Π. 4, 231· κατάστασις ἀθρόα καὶ αἰσθητή, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 1· κάθαρσις ἀ., ἀντιθ. τῷ κατ’ ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 2, 2· καταπιεῖν ἄθρους τεμαχίτας, διὰ μιᾶς καταπόσεως, Εὔβολ. ἐν «Ἀνασῳζομένοις», 1· πρβλ. Πλουτ. 2. 650Β. κτλ.· ἀθρόον ἐκκαγχάζειν, ἀνακαγχάζειν διὰ μιᾶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 6· πρβλ. Ἱππ. 1281. ΙΙΙ. πολυπληθὴς ἢ συνεχής, ἀδιάλειπτος, ἀθρ. κακότης, Πινδ. Π. 2. 65· δάκρυ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 489· λόγος, Πλάτ. Πολ. 344D, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 20, κτλ.· ΙV. Ἐπίρρ. ἀθρόον, ἐν τῷ ἅμα, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ: ― ὡσαύτως καὶ κανονικῶς ἐσχηματ. ἐπίρρ. ἀθρόως, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 11, κτλ.· ἀ. λέγειν, ὁμιλεῖν γενικῶς, Ρητ. V. συγρ. ἁθροώτερος, Θουκ. 6. 34, κτλ.· μεταγεν. ἁθρούστερος, Πλουτ. Καῖσ. 20, Ἀθήν. 79Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 143.

French (Bailly abrégé)

v. ἁθρόος.

English (Autenrieth)

only pl.: (all) together, in crowds; freq. ἁθρόα πάντα.

English (Slater)

ἀθρόος
   a all together Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ θήσω φανέῤ ἀθρ (O. 13.98) ἀθρόαις πέντενύκτεσσιν full (P. 4.130) ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι (N. 1.51) “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.42) fig. ἐς κακότατ' ἀθρόαν complete (P. 2.35)
   b close set (στέφανοι) τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.28) ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν (I. 5.8)

Greek Monotonic

ἀθρόος: ή ἁ-θρόος, -α, -ον, Αττ. ἅθρους, -ουν (ἀ αθροιστικό, θρόος
I. κατά σωρούς ή πλήθος, συμπυκνωμένος, πυκνός, κυρίως στον πληθ.· πάντες ἁθρόοι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἁθρόοι, λέγεται για στρατιώτες, συμπτυγμένοι, συμπυκνωμένοι, Λατ. conferto agmine, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, πολλαὶ κῶμαι ἁθρόαι, πολύ στενά συνδεδεμένες, πυκνές μεταξύ τους, στον ίδ.
II. όλα μαζί σ' ένα σώμα, ενιαία· ἁθρόα πάντ' ἀπέτισεν, πλήρωσε για τα πάντα μεμιάς, εφάπαξ, σε Ομήρ. Οδ.· ἁθρόα πόλις, οι πολίτες ως μία ενότητα, ως όλον, σε Θουκ.· τὸ ἀθρόον, η συγκεντρωμένη δύναμή τους, σε Ξεν.· ἀθρόῳ στόματι, με μία φωνή, σε Ευρ.· ἁθρόους κρίνειν, καταδικάζω όλους μαζί μέσω μίας ψήφου, σε Πλάτ.· κατήριπεν ἀθρ., έπεσε στη στιγμή, μεμιάς, σε Θεόκρ.
III. πολυπληθής, συνεχής, αδιάλειπτος· δάκρυ, σε Ευρ., Πλάτ.
IV.συγκρ. ἁθροώτερος, σε Θουκ. κ.λπ. — μεταγεν. ἀθρούστατος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθρόος: стяж. ἄθρους, атт. тж. ἁθρόος, стяж. ἅθρους 3
1) собранный вместе, совокупный, совместный, всеобщий: ἀθρόοι ἴομεν Hom. пойдем все вместе; οὐκ ἀθρόοι, ἀλλ᾽ ἄλλοι ἄλλοθεν Xen. не сомкнутым строем, а кто куда; οἱ ἀθρούστατοι (πολέμιοι) Plut. самая гуща неприятельских войск; ἀθρόα πάντα Hom. все вместе (сразу); ἀθρόα πόλις Thuc. весь город в целом; κῶμαι ἀθρόαι Xen. селения, расположенные кучно (на близком друг к другу расстоянии); ἀθρόους τινὰς κρίνειν Plat. судить кого-л. вместе (огулом); ἀθρόῳ στόματι Eur. единогласно; οὐ μανθάνειν ἀθρόον λεγόμενον Plat. не понимать общего смысла; ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν Pind. в течение трех ночей подряд; ὕλη καύσιμος ἀθρόα Plat. весь запас древесного топлива; λῖς ἀ. ἆλτο Theocr. лев вскочил одним прыжком; κατήριπε ἐς ὕδωρ ἀ. Theocr. он мгновенно погрузился в воду;
2) непрерывный, сплошной, обильный (κακότης Pind.; δάκρυ Eur.; πνεῦμα Arst.): ἀ. καὶ πολὺς λόγος Plat. пространная и непрерывная речь.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: in crowds, crowded together (Il.).
Dialectal forms: Att. ἁθρόος (spiritus asper restored after ἅπας, ἅμα?)
Derivatives: ἀθροίζω (ἁ-) gather together (Archil.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Compared with Skt. sadhry-àñc- directed to one goal (Brugmann Totalität 14ff.); formerly analyzed as containing the root *dʰer- hold, but this is no longer maintained by EWAia. (not to ἀθρέω, θρόνος). ἁ- < *sm̥- is convincing, but further uncertain. - Risch Wortbild.179 compares ἀλλό-θροος (so calling together?).

Middle Liddell

copulat.,. θρόος
I. in crowds or masses, crowded together, mostly in pl.; πάντες ἁθρόοι Od., etc.; ἀθρόοι, of soldiers, in close order, Lat. conferto agmine, Hdt., Xen., etc.; also, πολλαὶ κῶμαι ἀθρόαι close together, Xen.
II. taken together, ἁθρόα πάντ' ἀπέτισεν he paid for all at once, Od.; ἁθρόα πόλις the citizens as a whole, Thuc.; τὸ ἀθρόον their assembled force, Xen.; ἀθρόωι στόματι with one voice, Eur.; ἁθρόους κρίνειν to condemn all by a single vote, Plat.; κατήριπεν ἀθρόος he fell all at once, Theocr.
III. multitudinous, δάκρυ Eur., Plat.
IV. comp. ἁθροώτερος Thuc., etc.; later ἀθρούστερος Plut.

Frisk Etymology German

ἀθρόος: {athróos}
Forms: und (att.) ἁθρόος (spiritus asper wiederhergestellt nach ἅπας, ἅμα)
Meaning: zusammengedrängt, versammelt, insgesamt (seit Hom.).
Composita : Davon ἀθροίζω (ἁ-) versammeln (ion. att.) mit den Verbalnomina ἄθροισις, ἄθροισμα, -σμός und dem Adj. ἀθροιστικός vorw. Grammatikerterminus kopulativ, kollektiv.
Etymology : Den besten Vergleich bietet aind. sadhríy-añc- nach einem Ziele hingerichtet, vereinigt (Brugmann Totalität 14ff.); vgl. ἀθρέω, θρόνος. Die Bildungsweise von ἀθρόος ist aber nicht genügend aufgeklärt (abzulehnen Brugmann IF 38, 135ff.: *ἁθροι-ος eig. zusammenhaltend gehend). — Risch 179 vergleicht ἀλλόθροος; urspr. also "zusammenrufend"?
Page 1,29