ἐπιτάσσω

From LSJ
Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάσσω Medium diacritics: ἐπιτάσσω Low diacritics: επιτάσσω Capitals: ΕΠΙΤΑΣΣΩ
Transliteration A: epitássō Transliteration B: epitassō Transliteration C: epitasso Beta Code: e)pita/ssw

English (LSJ)

Att. ἐπιτάττω, A put upon one as a duty, enjoin, τι Hdt.5.111, S.OC839, etc. ; τί τινι, as ἐ. ἄεθλόν τινι Hdt.4.43, cf. 1.155; ἐπέταξε πόνους ἄλλοισιν ἄλλους B.Fr.9 ; ἐπιτάξαντος τᾷ πόλει Γαλλίου σῖτον καὶ Ἀνχαρίου ἱμάτια SIG748.25 (i B.C.) : c. dat. pers. et inf., order one to do, ἐ. τοῖσι μὲν πεζὸν στρατὸν..παρέχειν Hdt.4.83, cf. 3.159, Ar.V. 69, And.3.11, etc. : rarely c. acc. et inf., enjoin or order that.., X.Lac. 5.8; with the case omitted, ἐ. ἀποφορὴν ἐπιτελέειν Hdt.2.109, cf. 137 : abs., impose commands, Th.1.140, al. ; τινί on one, S.Ant.664:— Pass., accept orders, submit to commands, εἰ 'πιταξόμεσθα δή E.Supp. 521; ἐπιταττόμενος Ar.V.686 : c. inf., οἱ ἐπιταττόμενοι γαμεῖν Pl.Lg. 925e : c. acc. rei, ἄλλο τι ἐπιταχθήσεσθε Th.1.140; of things, to be ordered, ὁ στρατὸς ὁ -θεὶς ἑκάστοισι Hdt.6.95; so Λακεδαιμονίοις..ναῦς ἐπετάχθησαν ποιεῖσθαι Th.2.7 s. v.l. ; τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον orders given, Hdt.1.115; τἀπιταχθέντα Pl.Ti.20b, al. ; κατὰ νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον Id.Lg.740c; δικαίωσις τοῖς πέλας -ομένη dictated, Th.1.141 : Math., τὸ ἐπιταχθέν what was prescribed, Euc.4.1, al. ; πλευρὰς ἔχον ὅσας ἄν τις ἐπιτάξῃ with as many sides as you please, Papp.290.26. 2 use the imperative mood, εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν μῆνιν ἄειδε θεά.. τὸ γὰρ κελεῦσαι, φησί,..ἐπίταξίς ἐστιν Arist.Po. 1456b16; opp. κελεύειν, IG12.76.33. II place next or beside, [Σαγάρτιοι] ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.7.85; ἐπετέτακτο Ἀριστοκράτει Περικλῆς X.HG1.6.29:—Med., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐπὶ τῷ δεξιῷ they had the cavalry placed next, Th.6.67. 2 place behind, ὄπισθεν τοῦ πεζοῦ τὴν ἵππον Hdt.1.80, cf. Pl.R.471d (Pass.):—Med., ἐπιτάξασθαι τῇ φάλαγγι λόχους X.An.6.5.9:—Pass., τοῖσι μυρίοισι ἐπετέτακτο ἵππος Περσέων μυρίη Hdt.7.41, cf. Plu.Luc.31, Ael.Tact. 29.8, Arr.Tact.25.10; Ἀράβιοι ἔσχατοι ἐπετετάχατο Hdt.7.87. b Gramm., place after, in Pass., αὐτὸς πάσῃ ἀντωνυμίᾳ -τάσσεται A.D.Pron.34.10, cf. Synt.138.23. 3 set in command over, τινί Arr.An.1.24.1:—Pass., οἱ ἐπιτεταγμένοι set as guards over the wagons, Th.5.72; ταῖς βασιλικαῖς ἐπιστολαῖς -ταχθείς Philostr.VS2.24.1, cf. Jul.Or.2.63d.

German (Pape)

[Seite 989] 1) auftragen, befehlen, μὴ 'πίτασσ' ἃ μὴ κρατεῖς Soph. O. C. 843; Ant. 660; οὗτος φυλάττειν τὸν πατέρ' ἐπέταξε νῷν Ar. Vesp. 69; in Prosa, τάδε αὐτοῖσι ἐπίταξον Her. 1, 155, öfter; τὸ βέλτιστον ἐπιτάττειν Plat. Pollt. 294 b; εἰ τὴν μουσικήν μοι ἐπιτάττοι ποιεῖν Phaed. 60 e; Dem. 2, 30; pass. τὰ ἐπιτασσόμενα, Her. 1, 115; ὁ ναυτικὸς στρατὸς ὁ ἐπιταχθεὶς ἑκάστοισι, die Jedem auferlegte Mannschaft, die zu stellen ihnen anbefohlen war, 6, 95; ἐπιταττόμενος φοιτᾷς, befehligt, Ar. Vesp. 686; ἄλλο τι ἐπιταχθήσεσθε, man wird euch befehlen, Thuc. 1, 140; Λακεδαιμονίοις ναῦς ἐπετάχθησαν ποιεῖσθαι 2, 7; τὴν ἐπιτεταγμένην αὐτοῖς τέχνην Plat. Polit. 281 e; οἱ ἐπιτεταγμένοι, denen Etwas aufgetragen ist, Legg. XI, 925 e u. Sp. – Auch med., Plat. Legg. II, 658 b. – 2) Dazu ordnen, ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Her. 7, 85; ἐπετέτακτο Ἀριστοκράτει Περικλῆς Xen. Hell. 1, 6, 29. 30; vgl. Pol. 16, 18, 8; bes. dahinter aufstellen, ὄπισθε τοῦ πεζοῦ ἐπέταξε τὴν ἵππον Her. 1, 80; εἴτε καὶ ἐν αὐτῇ τῇ τάξει εἴτε καὶ ὄπισθεν ἐπιτεταγμένον Plat. Rep. V, 471 d; Thuc. 5, 72; Pol. 1, 26, 11; Plut. Pyrrh. 28, oft. – Auch med., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐπὶ τῷ δεξιῷ Thuc. 6, 67; Xen. An. 6, 5, 9, für sich aufstellen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. ― Ἐντέλλομαι, προστάττω, ἑτοῖμος μὲν ἐγώ εἰμι ποιέειν… τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σὺ Ἡρόδ. 5. 111· μὴ ’πίτασσ’ ἃ μὴ κρατεῖς Σοφ. Ο. Κ. 839, κτλ.· τι τινι, ὡς, ἐπ. ἄεθλόν τινι Ἡρόδ. 4. 43, πρβλ. 1. 115· πάντεσσι θνατοῖσι δαίμων ἐπέταξε πόνους ἄλλοισιν ἄλλους Βακχυλ. Ἀποσπ. 50 Β 21: ― μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, ἐπ. τοῖσι μὲν πεζὸν στρατόν… παρέχειν Ἡρόδ. 4. 83, πρβλ. 3. 159, Ἀριστοφ. Σφ. 69, Ἀνδοκ. 24. 44, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διατάττω νά…, Ξεν. Λακ. 5, 8· παραλειπομένου τοῦ πτωτικοῦ, ἐπ. ἀποφορὴν ἐπιτελέειν Ἡρόδ. 2. 109, πρβλ. 137: ― ἀπολ., ἐπιβάλλω διαταγάς, Θουκ. 1. 140, κ. ἀλλ.· τινὶ Σοφ. Ἀντ. 664. ― Παθ., δέχομαι διαταγάς, ὑποτάσσομαι εἰς διαταγάς, εἰ ’πιταξόμεθα δὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 521· ἐπιτασσόμενος Ἀριστοφ. Σφ. 686· μετ’ ἀπαρ., οἱ ἐπιτεταγμένοι γαμεῖν Πλάτ. Νόμοι 925Ε· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄλλο τι ἐπιταχθήσεσθε Θουκ. 1. 140: ― ἐπὶ πραγμάτων, διατάσσομαι, Λατ. imperari, ὁ στρατὸς ὁ ἐπιταχθεὶς ἑκάστοισι Ἡρόδ. 6. 95· οὕτω, Λακεδαιμονίοις… ναῦς ἐπετάχθησαν ποιεῖσθαι Θουκ. 2. 7· τὰ ἐπιτασσόμενα, αἱ διδόμεναι διαταγαί, Ἡρόδ. 1. 115· τἀπιταχθέντα Πλάτ. Τίμ. 20Β κ. ἀλλ.· τὸν νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 740C. 2) μεταχειρίζομαι τὴν προστακτικὴν ἔγκλισιν, τί γὰρ ἄν τις ὑπολάβοι ἡμαρτῆσθαι ἃ Πρωταγόρας ἐπιτιμᾷ, ὅτι εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν «μῆνιν ἄειδε θεά;» Ἀριστ. Ποιητ. 19, 8, (ἀλλὰ τοῦτο δύναται νὰ σημαίνῃ καὶ ἁπλῶς τὸ κελεύει ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔχεσθαι). ΙΙ. τάσσω τι ἀμέσως μετ’ ἄλλο ἢ παρ’ ἄλλο τι, Σαγάρτιοι ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 7. 85· ἐπετέτακτο δὲ Ἀριστοκράτει μὲν Περικλῆς, Διομέδοντι δὲ Ἐρασινίδης Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 29. ― Μέσ., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐν τῷ δεξιῷ Θουκ. 6. 67· ὄπισθεν τοῦ πεζοῦ τὴν ἵππον Ἡρόδ. 1. 80· ὄπισθεν ἐπιτεταγμένον Πλάτ. Πολ. 471D· διεβίβαζε τὸν στρατὸν ἐν δώδεκα σπείραις προτεταγμέναις, ταῖς δ’ ἄλλαις ἐπιτεταγμέναις διὰ τὰς κυκλώσεις τῶν πολεμίων Πλουτ. Λούκουλλ. 31, κτλ. ― Μέσ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 9: ― Παθ., τοῖσι μυρίοισι ἐπετέτακτο ἵππος Ἡρόδ. 7. 41. 3) διορίζω τινὰ ὡς ἀρχηγόν τινος, ἐπιτάξας αὐτοῖς Πτολεμαῖον, κτλ. Ἀρρ. Ἀν. 1. 24 κ. ἀλλ. ― Παθ., οἱ ἐπιτεταγμένοι, οἱ διορισθέντες ὡς φρουροὶ τῶν ἁμαξῶν, Θουκ. 5. 72. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 311-313.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιτάξω, ao. ἐπέταξα, pf. ἐπιτέταχα;
I. (τάσσω ranger);
1 ranger à côté : τινά τινι ou τινα, ou ἔς τινα une personne (une troupe, etc.) auprès d’une autre;
2 ranger par derrière : ὄπισθεν τοῦ πεζοῦ τὴν ἵππον HDT la cavalerie derrière l’infanterie ; placer en réserve, comme corps de réserve ; particul. placer en arrière pour la garde des fourgons ou des bagages;
II. (τάσσω ordonner) ordonner, prescrire : τί τινι qch à qqn ; τινι ποιεῖν τι HDT à qqn de faire qch ; Pass. ἐπιτάττεσθαί τι THC recevoir qqe ordre ; τὰ ἐπιτασσόμενα HDT les ordres donnés;
Moy. ἐπιτάσσομαι;
1 ranger à côté;
2 ranger par derrière, en réserve.
Étymologie: ἐπί, τάσσω.

Spanish

ordenar

English (Strong)

from ἐπί and τάσσω; to arrange upon, i.e. order: charge, command, injoin.

English (Thayer)

1st aorist ἐπέταξα; (τάσσω); to enjoin upon, order, command, charge: absolutely, τίνι, τίνι τό ἀνῆκον, τίνι followed by the infinitive, Sept.; Greek writings from Herodotus down.) (Synonym: see κελεύω, at the end.)

Greek Monolingual

ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) τάσσω
τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλοὄπισθεν δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω
2. εκτελώ επίταξη
αρχ.
1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», Ηρόδ.
β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», Αριστοφ.
γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», Ηρόδ.)
2. δίνω, επιβάλλω διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ οὐκέτι αἰτιώμενοι», Θουκ.)
3. χρησιμοποιώ την προστακτική έγκλιση («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῦσαι φησὶν ποιεῖν τι... ἐπίταξίς έστιν», Αριστοτ.)
4. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μετά από άλλο ή δίπλα
5. διορίζω κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῖς Πτολεμαῖον», Αρρ.)
6. (η μτχ. παθ. ενεστ.) ἐπιτασσόμενος, -η, -ον
επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («κατά νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπιτάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. αναθέτω σε κάποιον ως καθήκον, διατάζω, προστάζω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και απαρ., διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ., Αττ.· απόλ., επιβάλλω διαταγές, σε Θουκ.· τινί, σε κάποιον, σε Σοφ. — Παθ. με Μέσ. μέλ. -τάξομαι, αόρ. αʹ -ετάχθην, παρακ. -τέταγμαι· δέχομαι εντολές, υποτάσσομαι σε διαταγές, σε Ευρ., Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, διατάζομαι, προστάζομαι, ὁ στρατὸς ὁ ἐπιταχθεὶς ἑκάστοισι, σε Ηρόδ.· τὰ ἐπιτασσόμενα, οι εντολές που έχουν δοθεί, στον ίδ.
II. 1. τοποθετώ δίπλα ή κοντά, στον ίδ., Ξεν. — Μέσ., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο, παρέταξαν δίπλα το ιππικό, σε Θουκ.
2. τοποθετώ πίσω, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., τοποθετώ ως εφεδρεία, σε Πλούτ. — Μέσ., σε Ξεν.
3. διορίζω κάποιον ως αρχηγό, οἱ ἐπιτεταγμένοι, αυτοί που έχουν διορισθεί ως φρουροί ή φύλακες των αμαξών, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάσσω: атт. ἐπιτάττω тж. med.
1) ставить подле, помещать рядом (τοὺς ἱππέας ἐπὶ τῷ δεξιῷ Thuc.): ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Her. (в сражении сагартии) были построены возле персов;
2) ставить позади, помещать в резерве (τὴν ἵππον ὄπισθε τοῦ πεζοῦ Her.; med. λόχους φύλακας τῇ φάλαγγι Xen.): οἱ ἐπιτεταγμένοι Thuc., Plut. тыловое охранение или вспомогательные (резервные) отряды (ср. 3);
3) приказывать, предписывать (τί τινι Hom., Plat. и τινὶ ποιεῖν τι Arph., Plat.): τὸ ἂν ἐπιτὰσσῃς σύ Her. (все), что ни прикажешь; ἐπιταχθῆναί τι Thuc. получить какое-л. приказание; οἱ ἐπιτεταγμένοι Plat. получившие приказание или принуждаемые (ср. 2); τὰ ἐπιτασσόμενα Her. (отданные) распоряжения; τὰ ἐπιταχθέντα Plat. (полученные) указания, задания; ναῦς ἐπετάχθησαν ποιεῖσθαι Thuc. было предписано создать флот; ἐπιτάττει εἰπών … Arst. он приказывает, говоря ….

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to put upon one as a duty, to enjoin, τί τινι Hdt., etc.:—c. dat. pers. et inf. to order one to do, Hdt., attic:—absol. to impose commands, Thuc.; τινί on one, Soph.:—Pass. with fut. mid. -τάξομαι, aor1 -ετάχθην, perf. -τέταγμαι:— to accept orders, submit to commands, Eur., Ar.; c. acc. rei, Thuc.:—of things, to be ordered, ὁ στρατὸς ὁ ἐπιταχθεὶς ἑκάστοισι Hdt.; τὰ ἐπιτασσόμενα orders given, Hdt.
II. to place next or beside, Hdt., Xen.:— Mid., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο they had the cavalry placed next, Thuc.
2. to place behind, c. gen., Hdt.: absol. to place in reserve, Plut.:—Mid., Xen.
3. to set in command over, οἱ ἐπιτεταγμένοι set as guards over the waggons, Thuc.

Chinese

原文音譯:™pit£ssw 誒披-他所
詞類次數:動詞(10)
原文字根:在上-規定 相當於: (אָמַר‎) (צָוָה‎)
字義溯源:在安排,吩咐,命令;由(ἐπί)*=在⋯上)與(τάσσω)*=處理,安排)組成。這字十次使用,都譯為:吩咐;福音書中記載主耶穌吩咐污鬼( 可1:27; 9:35; 路4:36; 8:31),吩咐百姓( 可6:39);也吩咐風和水( 路8:25)。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(10);可(4);路(4);徒(1);門(1)
譯字彙編
1) 吩咐(4) 可6:27; 路8:31; 徒23:2; 門1:8;
2) 他吩咐(3) 可1:27; 可6:39; 路8:25;
3) 你⋯吩咐的(1) 路14:22;
4) 我吩咐(1) 可9:25;
5) 他⋯吩咐(1) 路4:36