οὐτάω

From LSJ
Revision as of 09:48, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐτάω Medium diacritics: οὐτάω Low diacritics: ουτάω Capitals: ΟΥΤΑΩ
Transliteration A: outáō Transliteration B: outaō Transliteration C: outao Beta Code: ou)ta/w

English (LSJ)

3sg. A οὐτᾷ A.Ch.640 (lyr.); Ep. imper. οὔτᾰε Od.22.356: fut. οὐτήσω Nonn.D.21.37: aor. οὔτησα Il.11.260; Ion. οὐτήσασκε 22.375:—Pass., aor. part. οὐτηθείς 8.537.—As pres. and impf. Hom. uses οὐτάζω, Act. and Pass., Il.20.459, 7.273, al. (so E.Fr.176): hence fut. οὐτάσω Id.Rh.255 (lyr.): aor. οὔτᾰσα Il.7.258, E.HF199: pf. Pass. οὔτασται Il.11.661; part. οὐτασμένος Od.11.536, A.Ag.1344.— Also (as if from οὔτημι) 3sg. Ep.aor. οὖτᾰ Il.4.525, 11.491, 13.561, etc.; inf. οὐτάμεναι 21.68, al., οὐτάμεν 5.132,821; part. (in pass. sense) οὐτάμενος 11.659, 17.86, Od.11.40, Hes.Sc.363; Ion. Iterat. οὔτασκε Il.15.745 (cf. ἀν-, νε-ούτατος):—Ep. Verb, used sometimes in Trag. (never by S.), wound, hurt, hit with any kind of weapon, οὖτα δὲ δουρί Il.4.525, cf. 11.260, al.; οὐ. ἔγχεϊ 21.402; χαλκῷ 12.427; but prop. opp. βάλλω (q.v.), wound by striking or thrusting, 11.659, etc.: which is more fully expressed by σχεδὸν οὔτασε, 5.458; αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο 7.273; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536: mostly with acc. of pers. or part wounded, c. dupl. acc., Κύπριδα… οὔτασε χεῖρα Il.5.458; Ληόκριτον οὖτα… κενεῶνα Od.22.294; also οὐ. τινὰ κατὰ χρόα, κατ' ἰσχίον, κατ' ἀσπίδα, etc., Il.12.427 (Pass.), 11.338,434, al.: more rarely c. acc. rei, σάκος οὔτασε δουρί pierced the shield, 7.258, al., cf. Hes.Sc.363 (Pass.): c. acc. cogn., ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ the wound which a man struck me withal, Il.5.361: hence κατ' οὐταμένην ὠτειλήν by the wound inflicted, 14.518; so also τὸ ξίφος διανταίαν [πληγήν]… οὐτᾷ A.Ch.640 (lyr.). 2 sometimes generally, wound, like βάλλω, πυρί with lightning, E.Hipp.684; τοξεύμασιν Id.HF199, cf. Opp.H.2.372.

German (Pape)

[Seite 420] οὐτήσω, = Vorigem; μηδέ τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ, Od. 22, 356; οὔτησε ξυστῷ, 4, 469; κατ' ἀσπίδα, 11, 434, öfter; κείσεται οὐτηθείς, Il. 8, 537; ξίφος διανταίαν οὔτα, Aesch. Ch. 631; Hom. hat uoch die Iterativformen οὔτασκε u. οὐτήσασκε, Il. 15, 745. 22, 375; u. von einem aor. syncop. οὖτα, er verwundete, 15, 746 u. öfter, u. den inf. οὐτάμεναι, 21, 68 Od. 9, 301, wie οὐτάμεν, 5, 132, u. med. in passiver Bdtg οὐτάμενοι, verwundet, neben βεβλημένοι, Il. 11, 659. 16, 24, von Personen; aber auch κατ' οὐταμένην ὠτειλήν, 14, 518, durch die geschlagene Wunde.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. οὐτήσω, ao. οὔτησα, pf. inus.
Pass. ao. οὐτήθην;
c. οὐτάζω;
Moy. οὐτάομαι, οὐτῶμαι (part. ao.2 irrég. οὐτάμενος, η, ον au sens Pass.) être blessé : οὐταμένη ὠτειλή IL blessure faite ou reçue.
Étymologie: cf. ὠτειλή.

Russian (Dvoretsky)

οὐτάω: (part. med.-pass. οὐτάμενος) поражать, ранить (τινὰ χαλκῷ Hom.): οὐ. κατ᾽ ἀσπίδα Hom. ударить (копьем) в щит; κεῖται οὐτηθείς Hom. он лежит раненый, пораженный насмерть; οὐταμένη ὠτειλή Hom. нанесенная рана - см. тж. οὐτάζω.

Greek (Liddell-Scott)

οὐτάω: γ΄ ἑνικ. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640, Ἐπικ. προστ. οὔτᾰε Ὀδ. Χ. 356· Ἰων. παρατ. οὔτασκε Ἰλ. Ο. 745· μέλλ. οὐτήσω Νόνν· ἀόρ. οὐτηθεὶς Θ. 537. - Ὡς ἐνεστ. ὁ Ὅμ. χρῇται τῷ ἰσοδυνάμῳ τύπῳ οὐτάζω, ἐνεργ. καὶ παθ. (οὕτως Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 176)· ἐντεῦθεν μέλλ. οὐτάσω Εὐρ. Ρῆσ. 255· ἀόρ. οὔτᾰσα Ἰλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 199· παθ. πρκμ. οὔτασται Ἰλ. Λ. 661, μετοχ. οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344. - Ὑπάρχουσιν ὡσαύτως (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. οὔτημι) γ΄ ἑν. Ἐπικ. ἀορ. οὖτᾰ, Ἰλ. Δ. 525, Ν. 192, 561, κτλ.· ἀπαρ. οὐταμεναι, Φ. 68, κτλ.· ἢ οὐτάμεν, Ε. 132, 821· μετοχ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) οὐτάμενος, Λ. 659, Ρ. 86, Ὀδ. Λ. 40· (πρβλ. ἀν-, νεούτᾰτος). Ἐπικ. ῥῆμ., ἐν χρήσει ἐνίοτε παρὰ Τραγ. (οὐδέποτε παρὰ Σοφ.), πλήττω, κτυπῶ δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, τιτρώσκω, τραυματίζω, οὖτα δὲ δουρὶ Ἰλ. Δ. 525· οὕτως, οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῷ, κτλ.· - ἀλλὰ κυρίως ἀντίθετ. τῷ βάλλω (ὃ ἴδε), κτυπῶ διὰ τῆς χειρὸς καὶ τραυματίζω, Λ. 659, 826, κτλ.· - ὅπερ ἐκφέρεται πληρέστερον διὰ τοῦ σχεδὸν οὔτασε, Ε. 458· αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Η. 273· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536· τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ του τρωθέντος μέρους μετὰ διπλῆς αἰτ., Κυπρίδα... οὔτασε χεῖρα Ἰλ. Ε. 458· Λειώκριτον οὖτα… κενεῶνα Ὀδ. Χ. 294· ὡσαύτως, οὐτ. τινα κατὰ χρόα, κατὰ ὦμον, κατ’ ἀσπίδα κτλ.· σπανιώτερον ἔτι μετ’ αἰτ. πράγμ., σάκος οὔτασε δουρί, διετρύπησε τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Η. 258, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἡρ. 363· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., λίην ἄχθομαι ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ, «πάνυ πιέζομαι ὑπὸ τοῦ τραύματος, ὅ με ἔτρωσεν ἀνὴρ θνητὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 361· ἐντεῦθεν, κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν, διὰ τοῦ διὰ τῆς τρώσεως γενομένου τραύματος, Ξ. 518. οὕτω καί, τὸ ξίφος διανταίαν [πληγήν].. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640. 2) ἐνίοτε καθόλου, τιτρώσκω, ὡς τὸ βάλλω, διὰ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 684· διὰ βελῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 199· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 373. (Ἐκ. τοῦ οὐτάω πιθ. παράγεται τὸ ὠτειλή).

English (Autenrieth)

imp. οὔταε, ipf. οὔταζον, aor. οὔτασα, οὔτησα, iter. οὐτήσασκε, aor. 2 οὖτα, iter. οὔτασκε, inf. οὐτάμεν(αι), pass. ipf. οὐτάζοντο, perf. οὔτασται, part. οὐτασμένος and, with irreg. accent, οὐτάμενος: stab, wound by cutting or thrusting (αὐτοσχεδίην, αὐτοσχεδόν), thus opp. to βάλλειν, hit with a missile, Il. 11.659, ; ἕλκος, ‘inflict’ a wound, Il. 5.361; hence οὐταμένη ὠτειλή, Ξ, Il. 17.86.

Greek Monolingual

οὐτάω και οὔτημι και οὐτάζω (Α)
1. χτυπώ με όπλο, τραυματίζω (α. «πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέι χαλκῷ» Ομ. Ιλ.
β. «οὖτα δὲ δουρὶ παρ' ὀμφαλόν», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπώ με το χέρι και τραυματίζω («Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ», Ομ. Ιλ.)
3. πλήττω με κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη λ. ὠτειλή «τραύμα» (πρβλ. οὐταμένην ὠτειλήν), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ.].

Greek Monotonic

οὐτάω: Επικ. προστ. οὔτᾰε· Ιων. παρατ. οὔτασκον· αόρ. αʹ οὔτησα, Ιων. οὐτήσασκον — Παθ., μτχ. αορ. αʹ οὐτηθείς· (επίσης, όπως αν προερχόταν από το οὔτημι), Επικ. γʹ ενικ. αορ. οὖτᾰ, απαρ. οὐτάμεναι, οὐτάμεν· μτχ. (με Παθ. σημασία) οὐτάμενος,
1. τραυματίζω, πληγώνω, χτυπώ με οποιοδήποτε είδος όπλου· οὖτα δὲ δουρί, οὐτάω ἔγχεϊ, χαλκῷ κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως αντίθ. προς το βάλλω, τραυματίζω χτυπώντας ή σύροντας, στο ίδ.· πρβλ. οὐτάζω· κατ' οὐταμένην ὤτειλήν, από τραύμα που προκλήθηκε από χτύπημα, στο ίδ.· τὸ ξίφος διανταίαν (πληγὴν) οὐτᾷ, σε Αισχύλ.
2. μερικές φορές, γενικά, χτυπώ, πλήττω, όπως το βάλλω, σε Ευρ.

Middle Liddell

[forms generated as if both from οὐτάω and from οὔτημι.] part οὐτάμενος in passive sense.]
1. to wound, hurt, hit with any kind of weapon, οὖτα δὲ δουρί, οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῶι, etc., Il.; properly opp. to βάλλω, to wound by striking or thrusting, Il.; cf. οὐτάζω; κατ' οὐταμένην ὠτειλήν by the wound inflicted, Il.; τὸ ξίφος διανταίαν [πληγήν] οὐτᾶι Aesch.
2. sometimes, generally, to wound, like βάλλω, Eur.

Frisk Etymology German

οὐτάω: {outáō}
Forms: (nur Ipv. οὔταε χ 356; 3. sg. οὐτᾷ A. Ch. 640 [lyr.] coni. Hermann), οὐτάζω, Aor. οὐτάσαι, -ῆσαι, -ηθῆναι, Fut. -άσω, -ήσω, Prät. 3. sg. οὖτα, Inf. οὐτάμεν(αι), Ptz. -άμενος, Perf. Pass. οὔτασται
Grammar: v.
Meaning: verwunden, verletzen (ep. seit Il., auch Trag.).
Derivative: Davon ἄουτος, ἀνούτατος unverwundet, νεούτατος frisch verwundet (ep. seit Il.), später auch -ητος (Nik., Nonn.). ἀνουτητί Adv. ohne zu verwunden, ohne Wunde (Χ 371 Q.S.).
Etymology: Als gemeinsame Grundlage der obigen Formen sind wahrscheinlich die athematischen οὖτα, -άμεν(αι), -άμενος anzunehmen, die jedenfalls als Aoriste fungieren. Daran schlossen sich einerseits οὔταε und (wenn richtig) οὐτᾷ, wozu οὐτῆσαι, -ηθῆναι, -ήσω, anderseits der σ-Aorist οὐτάσαι, wozu -άσω, -άζω, -ασται. Einzelheiten m. Lit. bei Schwyzer 682 u. 734, Chantraine Gramm. hom. 1, 356, 380, 410 f.; zum Gebrauch bei Hom. noch Trümpy Fachausdrücke 92 ff. — Morphologisch und etymologisch dunkel. Oft (Fick, Curtius u.a.) mit ὠτειλή (οὐταμένην ὠτειλήν Ξ 518, P 86) und mit ἀάω verbunden, s. dd. m. Lit. (u.a. Solmsen Unt. 298f.). Für nivhtgr. Herkunft u.a. Meister HK 229.
Page 2,449-450

Translations

hit

Afar: oogore; Albanian: dëkoj; Arabic: ضَرَبَ‎; Hijazi Arabic: ضرب‎; Armenian: խփել, հարվածել; Aromanian: agudescu, bat; Azerbaijani: vurmaq, çırpmaq; Basque: jo; Belarusian: біць, пабі́ць; удараць, ўдараць, ударыць, ўдарыць; Bengali: আঘাত করা; Bulgarian: удрям, ударя, бия; Burmese: ရိုက်; Catalan: colpejar, batre, pegar, copejar; Cherokee: ᎬᏂᎭ; Chinese Cantonese: 打擊, 打击; Mandarin: 打擊, 打击; Czech: praštit, uhodit, udeřit; Danish: slå; Dutch: raken, treffen, slaan; Esperanto: frapi, bati, trafi; Estonian: lööma; Finnish: iskeä, lyödä; French: frapper, battre; Galician: golpear, bater; Georgian: დარტყმა, რტყმა; German: schlagen, treffen, stoßen; Greek: χτυπώ; Ancient Greek: τύπτω, πλήσσω, βάλλω, τυγχάνω, οὐτάω, τοξεύω, ἀκοντίζω; Hebrew: הרביץ‎; Higaonon: naigo; Hindi: मारना; Hungarian: üt; Icelandic: slá; Ido: frapar; Indonesian: pukul; Irish Old Irish: benaid; Italian: colpire, picchiare, battere; Jamaican Creole: lick; Japanese: 打つ, 叩く; Kambera: palu; Kazakh: ұру, соғу; Khmer: វាយ; Korean: 치다; Kyrgyz: уруу; Lao: ຕີ; Latgalian: sist, laubt, dyurēt; Latin: ferio, battuo, pello; Latvian: sist, iebelzt; Lithuanian: smogti, mušti; Macedonian: удира, бие; Malay: pukul; Malayalam: അടിക്കുക; Mongolian Cyrillic: цохих; Nanai: дуктэ-; Nepali: ठोक्नु; Norman: paffer; Norwegian Bokmål: slå; Nynorsk: slå; Old Church Slavonic Cyrillic: бити; Old English: slēan; Oriya: ମାରିବା; Pashto: خرپول‎; Persian: زدن‎; Polish: uderzać, uderzyć; Portuguese: golpear, bater; Quechua: maqay; Romanian: lovi, bate; Romansch: batter, pitgar; Russian: ударять, ударить, стучать, стукнуть, бить, побить; Saho: oogore; Sanskrit: तुदति; Scottish Gaelic: buail; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀дарити, би̏ти, за̀бити, опиздити; Roman: ùdariti, bȉti, zàbiti, opízditi; Shor: шабарға; Slovak: udrieť, biť; Slovene: udariti, bíti; Sorbian Lower Sorbian: biś, deriś; Spanish: golpear, pegar, batir, dar; Sundanese: tinggang; Swedish: slå, slå till; Tajik: задан‍; Ternate: tero; Tetum: baku; Thai: ตี; Tok Pisin: paitim, kilim; Turkish: vurmak; Turkmen: urmak; Ugaritic: 𐎎𐎃𐎕; Ukrainian: вдаряти, вдарити, бити; Urdu: مارنا‎; Uyghur: ئۇرماق‎; Uzbek: urmoq; Vietnamese: đập, đánh; Volapük: flapön, leflapön; Welsh: taro; Yiddish: שלאָגן‎; Zealandic: slae