φοβέομαι
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
φέβομαι or φοβέομαι, poet. Pass., only pres. and impf., to be put to flight, flee in terror, οἱ δ' ἐφέβοντο κατὰ μέγαρον Od.22.299; ἔνθα καὶ ἔνθα φέβοντο Il. 15.345; ἔνθα καὶ ἔνθα διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι 8.107; αἴ κε φέβωμαι πληθὺν ταρβήσας 11.404; μένον ἔμπεδον οὐδὲ φέβοντο 5.527; ὑπ' Ἀργείοισι φέβοντο 11.121; πεδίονδε φέβεσθαι A.R. 3.1345: c. acc., flee from, φεβώμεθα Τυδέος υἱόν Il.5.232. (Cf. φόβος, φοβέω, φοβερός, Lith. bègti 'run'.)
German (Pape)
[Seite 1259] nur im praes. u. impf. gebräuchliche poet. Stammform von φοβέομαι, fliehen, flüchten; Hom. bes. in der Il.; Gegensatz von διώκειν 8, 107; μένον ἔμπεδον, οὐδ' ἐφέβοντο 5, 527, u. öfter; vor Einem, ὑπό τινι, 11, 121; auch mit dem acc., Einen fliehen, meiden, 5, 232.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐφεβόμην;
s'effrayer ; fuir : ὑπό τινι être mis en fuite par qqn ; τινα fuir devant qqn.
Étymologie: R. Φεβ, effrayer.
Russian (Dvoretsky)
φέβομαι: (только praes. и impf.) бежать в страхе: φ. τινα Hom. бежать от кого-л.; φ. ὑπό τινι Hom. быть обращенным кем-л. в бегство.
Greek (Liddell-Scott)
φέβομαι: ποιητ. παθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. = φοβέομαι, τρέπομαι εἰς φυγὴν φεύγω πεφοβημένος, οἱ δ’ ἐφέβοντο κατὰ μέγαρον Ὀδ. Χ. 299· ἔνθα καὶ ἔνθα φέβοντο Ἰλ. Ο. 345· ἔνθα καὶ ἔνθα διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Θ. 107· οὐδ’ ἐφέβοντο Ε. 527, πρβλ. Μ. 136· ὑπό τινι, ἕνεκα φόβου διά τινα, Λ. 121· μετ’ αἰτ., φεύγω, τρέπομαι εἰς φυγὴν ἔμπροσθέν τινος, φεβώμεθα Τυδέως υἱὸν Ε. 232. (Ἐκ τῆς ÖΦΕΒ παράγονται καὶ τὸ φόβος, φοβέω, φοβερός· πρβλ. Σανσκρ. bhî, bibh-êni (timeo), bha-yayâmi (cerreo), bhîs, bha-yam (terror), bhî-mas (formidolosus)· Ἀρχ. Γερμ. bibên, bi-binôn (tremere)· Σλαυ. boj-ati se· Λιθ. bij-āu, bij-όti (timere), bij-us (timor).
English (Autenrieth)
ipf. (ἐ)φέβοντο: flee, flee from. (Il.)
Greek Monolingual
φοβοῦμαι, φοβέομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, φοβέω, Α
1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια βροχή» δ. «νὰ μὴν φοβᾶσ' εἰς ποταμὸν ξερὸν νά κινδυνεύσῃς», Πρόδρ.
ε. «φοβεῖσθαι τοὺς ἄνω θεούς», Πλάτ.
στ. «φοβοῦμαι δ' ἔπος τόδ' ἐκβαλεῖν», Αισχύλ.)
2. κατέχομαι από φόβο μήπως συμβεί κάτι (α. «φοβάται μην πεθάνει» β. «φοβάμαι πως δεν θα αντέξω άλλο» γ. «φοβηθεὶς μὴ μετάσχοι τῆς τύχης», Αριστοφ.
δ. «ἐφοβεῖτο, ὅτι ὀφθήσεται ἔμελλε», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι (α. «φοβάμαι για την υγεία του» β. «φοβούμαι για το παιδί μου»)
2. υποψιάζομαι κάτι δυσάρεστο («φοβάμαι ότι αυτός είναι ο ένοχος»)
3. φρ. «ούτε θεό φοβάται, ούτε ανθρώπους ντρέπεται» — είναι εντελώς αναιδής, ανήθικος ή άδικος άνθρωπος
4. παροιμ. φρ. α) «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» — να δυσπιστείς πάντοτε, να μην έχεις ποτέ εμπιστοσύνη σε παλαιούς εχθρούς σου, έστω και αν επιδεικνύουν καλές διαθέσεις, Βεργίλ.)- «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη» — δηλώνει αμοιβαίο φόβο
αρχ.
ενεργ.
1. (στον Όμ.) τρέπω σε φυγή («Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ», Ομ. Ιλ.)
2. φοβίζω («μὴ φίλους φόβει», Αισχύλ.)
3. (με δοτ. μέσου ή οργάνου) φοβίζω κάποιον με κάτι («οὔτ' ἄγαν φοβεῖν λόγοις», Αισχύλ.)
5. φρ. α) «φοβούμαι φόβον» — αισθάνομαι φόβο (Πλάτ.)
β) «φοβεῖσθαι τὸ ἀποθνήσκειν» — φόβος για τον θάνατο (Πλάτ.)
γ) «φοβοῦμαι ἔκ τινος» — φοβούμαι για κάποια αιτία (Σοφ.)
δ) «φοβοῦμαι ἀπό τινος» — φοβάμαι κάποιον (ΠΔ και ΚΔ)
ε) «φοβοῦμαι εἴς τι ή πρός τι» και «φοβοῦμαι ἐπί τινι» — καταλαμβάνομαι από φόβο για κάτι
στ) «φοβοῦμαι ἀμφί τινι» και «φοβοῦμαι [τι] περί τινος» και «φοβοῦμαι ὑπέρ τινος» — φοβάμαι για κάποιον
ζ) «φοβοῦμαι περί τι» και «φοβοῦμαι πρός τινα» — φοβάμαι για κάτι ή για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικός τ. ενεστ. αιτιώδους σημ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ- του ρ. φέβομαι (πρβλ. ποθῶ: θέσσασθαι: πόθος)].
Α
(ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ' ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhēgw- «φεύγω μακριά από κάτι» και αντιστοιχεί με τα: λιθουαν. běgti «τρέχω», λεττ. bēga «φυγή», αρχ. σλαβ. běžatĭ «φεύγω», ρωσ. begu «τρέχω, φεύγω». Αρχική σημ. του ρ. φέβομαι είναι η σημ. «τρέπομαι σε φυγή, φεύγω» και χρησιμοποιείται κυρίως αναφορικά προς τον πανικό και τη φυγή κατά την ώρα της μάχης, από όπου προήλθε και η σημ. «φεύγω από φόβο» και επομένως «είμαι φοβισμένος», η οποία επικράτησε και για όλη την οικογένεια αυτή (πρβλ. φόβος, φοβοῦμαι, φοβερός). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελληνική συχνά η έννοια του φόβου δηλώνεται με τ. οι οποίοι αναφέρονται στα αποτελέσματα, στους τρόπους εκδήλωσης του φόβου, πρβλ. φοβοῦμαι «τρέπομαι σε φυγή», τρέμω «πάλλομαι με γρήγορες κινήσεις από φόβο», φρίττω «ταράζομαι, τρεμουλιάζω, ανατριχιάζω», βδύλλω «φοβάμαι» (< ρ. βδέω «πέρδομαι») και τα νεοελλ. παγώνω, κερώνω κ.λπ. Η οικογένεια του ρ. φέβομαι πρέπει να διακριθεί σημασιολογικά από αυτήν της λ. δέος, η οποία δηλώνει στην Αρχαία κυρίως την αγωνία, την ανησυχία, την ταραχή μπροστά σε ένα δίλημμα ή σε κάποια δυσκολία (βλ. και λ. δέος). Τέλος, το ρ. φέβομαι δεν χρησιμοποιήθηκε γενικώς, παρά μόνο στον Όμηρο και σε ορισμένους άλλους επικ. ποιητές, ενώ, αντίθετα, μεγάλη επίδοση γνώρισαν οι σχηματισμένοι από την ετεροιωμένη βαθμίδα τ. φοβ- (πρβλ. φόβος, φοβούμαι, φοβερός), οι οποίοι διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].
Greek Monotonic
φέβομαι: Παθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. = φοβέομαι, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια τρομοκρατημένος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
= φοβέομαι] only in pres. and imperf.]
Pass. to be put to flight, flee affrighted, Hom.
Frisk Etymology German
φέβομαι: {phébomai}
Forms: nur Präs. und Ipf.
Grammar: v.
Meaning: ‘(in wildem Laufe) fliehen, flüchten’ (Hom., A. R.).
Derivative: Davon als Kausativ -Iterativ (später als Denominativ aufgefaßt) φοβέω, -έομαι, auch m. ἐκ-, κατα-, ὑπερ-, προ- u.a., in die Flucht jagen, scheuchen bzw. fliehen, flüchten, in die Flucht geschlagen werden (Hom.), in Schrekken setzen bzw. ‘(sich) fürchten’ (nachhom.) mit φόβημα (ἐκ-) n. Schrecknis (S. in lyr., Sch.), ἐκ- ~ ησις f. Erschrekken (Hdn., Sch., H.), -ητικός (ἐκ-, προ-) furchtsam, abschrekkend (Arist. u.a.), -ητρον (ἐκ-) n. Schreckbild, Scheuche, schreckliches Ereignis (Hp., LXX, Ev. Luk., AP). Als Vorderglied in Φοβεσιστράτη Bein. der Athena (Ar. Eq. 1177) nach ἑλκεσι-, ἀλφεσι-, ταμεσι- u.a., auch Φοβέστρατος ib. (Hes. Th. ap. Chrysipp. Stoic., EM797, 54) nach Ἀρχε- u.a. (nicht alte Formen mit Schwyzer 443 m. A. 11, 721 m. A. 8 nach Schulze und Specht). — Verbalnomen φόβος m. Flucht (ep. poet. seit Il.), Furcht (nachhom.; wahrscheinlich auch Λ 544 u. a.); oft als Hinterglied, z.B. περί-, ἔκ-, ἔμ-, ὑπέρφοβος, z.T. Rückbildungen aus ἐκφοβέω, -έομαι usw. Davon φοβερός furchtbar, furchtsam (ion. att.) mit φοβερότης f. Furchtbarkeit, -ίζω in Furcht setzen, -ισμός m. (LXX). Zur Bed. von φόβος bei Hom. Trümpy Fachausdrücke 218ff., J. Harkemanne Rech. de phil. et de ling. 1 (Louvain 1967) 47 ff. m. reicher Lit.; vgl. noch Schadewaldt Herm. 83, 129 ff. Durch φόβος Furcht wurde das alte δέος (mit δείδω) ersetzt. — Zu φόβη s. bes.
Etymology: Neben dem thematischen φέβομαι mit normalem Kurzvokal stehen im Baltischen und Slavischen langvokalige (urspr. athematische?) Formen: lit. bė́gu, Inf. begti laufen, rennen (begìmas Laufen, Flucht), lett. bę̂gu, bêgt laufen, refl. bêgtiês fliehen (bę̄ga Flucht, bêglis Flüchtling), slav., z.B. aksl. běžǫ, běžati ’φεύγειν’, russ. begú, bežátь laufen, fliehen; idg. somit bhē̆gʷ- (Fick BB 6, 215; weitere Lit. bei WP. 2, 148 f., Pok. 116, Fraenkel s. bė́gti, Vasmer s. bežátь). Van Windekens Lex. étym. 96 und Orbis 11, 192 will auch toch. A pkänt entfernt bzw. pukäl, B pikul Jahr heranziehen; wenig überzeugend.
Page 2,998-999
Chinese
原文音譯:fobšw 賀卑哦
詞類次數:動詞(93)
原文字根:懼怕 相當於: (יָרֵא) (יָרֵא)
字義溯源:害怕,怕,畏懼,恐懼,懼怕,不敢,懼,恐懼,敬畏,敬重,尊敬;源自(φόβος)=恐懼,可怕),而 (φόβος)出自(φαῦλος)Y*=在懼怕中)。參讀 (εὐλαβέομαι)同義字
同源字:1) (ἀφόβως)無懼地 2) (ἐκφοβέω)非常吃驚 3) (ἔκφοβος)嚇呆了 4) (φοβερός)可怖的 5) (φοβέομαι / φοβέω)害怕 6) (φόβητρον)可怕的事 7) (φόβος)恐懼
出現次數:總共(94);太(17);可(12);路(24);約(5);徒(13);羅(3);林後(2);加(2);弗(1);西(1);來(4);彼前(3);約壹(1);啓(6)
譯字彙編:
1) 怕(20) 太1:20; 太10:28; 太14:27; 太28:5; 可5:36; 可6:50; 路1:30; 路5:10; 路8:50; 路23:40; 路24:36; 約6:20; 約9:22; 徒18:9; 徒27:17; 徒27:29; 來11:23; 來11:27; 彼前3:14; 啓2:10;
2) 敬畏(9) 可6:20; 路1:50; 徒10:22; 徒10:35; 徒13:16; 徒13:26; 西3:22; 啓11:18; 啓15:4;
3) 懼怕(9) 可12:12; 路2:10; 路9:34; 路12:7; 路18:2; 約12:15; 羅11:20; 羅13:3; 啓1:17;
4) 害怕(9) 太17:6; 太17:7; 太27:54; 太28:10; 可10:32; 路1:13; 約19:8; 徒27:24; 彼前3:6;
5) 他們懼怕(4) 路8:25; 路20:19; 路22:2; 徒5:26;
6) 他們⋯害怕(3) 可5:15; 路8:35; 約6:19;
7) 你們⋯怕(3) 太10:26; 太10:28; 路12:4;
8) 我⋯怕(2) 路19:21; 林後11:3;
9) 應當敬畏(2) 彼前2:17; 啓14:7;
10) 他們⋯懼(2) 可4:41; 路2:9;
11) 害怕了(2) 徒16:38; 徒22:29;
12) 他們怕(2) 太21:46; 可11:32;
13) 他就害怕(1) 太14:30;
14) 你們⋯懼怕(1) 太10:31;
15) 我們怕(1) 太21:26;
16) 懼怕的人(1) 約壹4:18;
17) 敬畏他(1) 啓19:5;
18) 他怕(1) 太14:5;
19) 我⋯懼怕(1) 路18:4;
20) 我⋯害怕(1) 加4:11;
21) 我必⋯懼怕(1) 來13:6;
22) 他⋯敬畏(1) 徒10:2;
23) 他們⋯怕(1) 徒9:26;
24) (他)就怕(1) 太2:22;
25) 你⋯懼怕(1) 路12:32;
26) 就當畏懼(1) 來4:1;
27) 他們不敢(1) 路9:45;
28) 當怕的(1) 路12:5;
29) 恐懼(1) 可5:33;
30) 她們害怕(1) 可16:8;
31) 不敢(1) 可9:32;
32) 當怕(1) 路12:5;
33) 正要怕(1) 路12:5;
34) 因怕(1) 加2:12;
35) 敬重(1) 弗5:33;
36) 我怕(1) 林後12:20;
37) 就當懼怕(1) 羅13:4;
38) 我就害怕(1) 太25:25;
39) 畏懼(1) 可11:18