Ἄρης
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
ὁ, Ep.gen. Ἄρεος, Att.
A Ἄρεως A.Th.64, E.El.1258; but Ἄρεος (never contr.) is required by the metre in A.Th.115 (lyr.), S.OC947, Ant. 125 (lyr.), El. 1423 (lyr.), E.Heracl.275, El.950, Fr.16; dat. Ἄρεϊ, contr. Ἄρει; acc. Ἄρεα S.OT190 (lyr.), Att. Ἄρη (never Ἄρην, which is not found in Attic Inscrr. and is never required by the metre; Ἄρη' is the true reading in Il.5.909, Hes.Sc.59, cf. AP7.237 (Alph.), D.S. 5.72); voc. Ἄρες, Ep. (metri gr.) Ἆρες:—Ion. and Ep. declens. Ἄρης, ηος, ηι, ηα: Aeol. Ἄρευς, ευος, ευα, ευι, ευ, Sapph.66, Alc. 28 ff.:—Ares: in Trag., the god of destruction generally, S. OT190, etc.; ἐς Οἰδίπου παῖδε . . Ἄρης κατέσκηψ' Ar.Fr.558; in Com., Ἄρεως νεοττός = chicken of Ares, Id.Av.835.
2 the planet Mars, Arist. Cael.292a5, Cleom.1.11.59, etc.; Ἄρεος ἡμέρα D.C.37.19.
II in Poets, Appellat. for war, slaughter, ξυνάγωμεν Ἄρηα Il.2.381; Ἄρη μείξουσιν S.OC1046 (lyr.); χρονίῳ σὺν Ἄρει Pi.P.11.36; Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄρης τιθασός, A.Eu.862,355; θηλυκτόνῳ Ἄρει δαμέντων Id.Pr.861; ναύφαρκτος Ἄρης Id.Pers.951 (lyr.); λιθόλευστον Ἄρη = death by stoning, S.Aj.254(lyr.); ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσι, of a mortal wound, Il.13.569.
2 warlike spirit, A.Ag.78, E.Ph. 134; κἀν γυναιξὶν . . Ἄρης ἔνεστιν S.El.1242; οὔτ' ὄλβος οὔτ' Ἄρης Id.Ant. 952; μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντας Ἄρης A.Ag.48; Ἄρη βλέπειν Ar.Pl.328, Timocl.12.7: in Prose, ἔμφυτος Ἄρης Gorg.Fr.6.
3 the sword, ὀξὺς Ἄρης Il.7.330, cf. AP7.531 (Antip. Thess.), Plu.2.23c.
III epithet of Zeus, as the avenger of perjury, in oaths, IG5(2).343c (Arc.); of Ἐνυάλιος, ibid., Poll.8.106. (Akin to ἀρή, q.v.) [ᾰ in Hom., but α of voc. may be long, e.g. Ἆρες, Ἄρες βροτολοιγέ Il.5.31, and gen. Ἄρηος 2.767, Call.Jov.77 (s.v.l.), Ἄρεος A.R.3.1187, dat. Ἄρηϊ Id.2.991: in Trag., regularly ᾰ, but A. uses ᾱ even in dialogue, as Th.244, 469; and S. in lyr., Aj.252,614, Ant.139.]
Spanish (DGE)
-εως, ὁ
• Alolema(s): eol. Ἄρευς Alc.70.8
• Prosodia: [ᾰ- pero en Hom. medida larga en arsis Il.5.31, y post. en otras posiciones, S.Ai.254, El.96]
• Morfología: [voc. Ἄρες Il.5.31, Luc.DDeor.1.2, Ἆρες Il.5.31; ac. Ἄρηα Il.2.381, 5.909, Hes.Th.922, AP 5.238 (Maced.), Ἄρεα Epic.Alex.Adesp.SHell.940.11, Nonn.D.5.135, át. Ἄρη E.IA 283, AP 9.59 (Antip.Thess.), eol. Ἄρευα Alc.330; gen. Ἄρηος Hes.Op.145, jón. Ἄρεω Archil.239, Ἄρεος E.Alc.498, Supp.660, eol. Ἄρευος Alc.372; dat. Ἄρηι Hes.Th.933, 936, Ἄρεϊ Hdt.4.59, Ἄρει A.Pr.861, Plu.Rom.2, eol. Ἄρευι Alc.400, Sapph.111.5]
I 1 Ares hijo de Zeus y Hera, dios de la guerra, la peste, etc. Il.2.479, 5.31, Archil.9.2, 108, 239, Alc.70.8, Sapph.111.5, Semon.2.13, Simon.70, Hdt.l.c., Pi.O.9.76, B.5.130, 13.146, S.El.96, Pl.R.390c, Lg.671e, Call.Fr.194.49, Nonn.D.2.217
• como garante del juramento (identificado c. Zeus) IG 5(2).343.42 (Orcómeno IV a.C.)
• Ἄρηος ἄλσος = bosque dedicado a Ares en la Cólquide donde se guardaba el vellocino de oro, Apollod.1.9.1
• Ἄρεος αὐλή = la corte de Ares Nonn.D.41.148, como trad. de Marte, Plu.Rom.2.
2 Ἄρεως ἀστήρ = el planeta Marte Pl.Epin.987c, cf. Arist.Cael.292a5, Cleom.1.11.59
• o simplemente Ἄρης Vett.Val.2.31.
3 Ἄρεος ἡμέρα el día de Ares, el martes D.C.37.19.1, Ἄρης = martes, AP 9.491 (Theo).
4 geog. Ἄρηος νῆσος = isla de Ares en la costa del Ponto Euxino, morada de las aves de Ares, A.R.2.1230, tb. llamada Ἀρητιάς, q.u.
• Ἄρεος κρήνη = fuente de Ares en Tebas, prob. el actual arroyo Paraporti, E.Supp.660 (cf. Ἀρητιάς II 2), Ἄρεως πόλις = ciudad de Ares antiguo n. de Anfípolis, Harp.s.u. Ἀμφίπολις.
5 mús. Ἄρεος νόμος = un nomo dedicado a Ares Plu.2.1141b.
II fig.
1 de pers. Ἄρης Μακεδών de Alejandro Magno, epigr. en Plu.Dem.30, παῖς Ἄρεως del hijo de Mario, Plu.Mar.46.
2 meton. de Ares como dador de muerte acción de dar muerte, muerte χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν Pi.P.11.36, θηλυκτόνῳ Ἄρει δαμέντων A.Pr.861, λιθόλευστον Ἄρη = muerte por lapidación S.Ai.254
• acción de herir, herida ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄ. ἀλεγεινός Il.13.569.
3 guerra, batalla ξυνάγωμεν Ἄρηα Il.2.381, συνοίσομεν ὀξὺν Ἄρεα Tyrt.1.15, Ἄρη μείξουσιν S.OC 1046, Ἄ. ἐμφύλιος = guerra civil A.Eu.862, Ἰβηρικὸς ... Ἄρης = guerra en Hispania, GDRK 22.1ue.3.
4 conjunto de guerreros de donde ναύφαρκτος Ἄ. = flota A.Pers.951, ὁ Μυρμιδὼν Ἄ. = el belicoso contingente de los mirmidones E.IA 237, λευκήρετμον δ' Ἄρη Τάφιον = la flota de blancos remos de los tafios E.IA 283.
5 valor guerrero de los viejos Ἄ. οὐκ ἐνὶ χώρᾳ A.A.78, de las mujeres κἀν γυναιξὶν ὡς Ἄ. ἔνεστιν S.El.1243
• ἔμφυτος ἄρης = espíritu guerrero Gorg.B 6
• βλέπειν ... Ἄρη = mirar con mirada belicosa Ar.Pl.328
• grito de guerra μέγαλ' ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη A.A.48, ἐφθέγξαντο δυσηχέος Ἄρεος αὐλοί = y resonaron las flautas del lúgubre Ares, GDRK 34.3.
6 arma ἐσκέδασ' ὀξὺς Ἄρης Il.7.330, AP 7.531 (Antip.Thess.).
• Diccionario Micénico: a-re.
• Etimología: Prob. de la misma raíz de 2 ἀρή, 1 ἄρος ‘desgracia’.
German (Pape)
[Seite 350] ὁ, Ares, s. nom. propr., steht oft appellativisch für Krieg, Mord, δεινὸς ὁ προς χώρων Ἄρης Soph. O. C. 1065; λιθόλευστος. Steinigungstod, Ai. 247; von Seuchen, O. R. 190; kriegerischer Muth, καὶ ἐν γυναιξὶν Ἄρης ἔνεστι El. 1235, u. so bei andern Dichtern.
French (Bailly abrégé)
gén. -εως ou -εος;
voc. Ἄρες, dat. -ει, acc. -η ou -ην;
I. Arès :
1 fils de Zeus et d'Héra, dieu de la guerre;
2 dans les Tragiques et les Comiques, dieu de la guerre ou de la ruine, auteur des fléaux, des pestes;
II. p. ext. poét.
1 guerre, carnage ; ὁ Μυρμιδὼν Ἄρης EUR la bataille, càd l'armée des Myrmidons ; humeur belliqueuse;
2 meurtre en gén. ; mort violente : λιθόλευστος Ἄρης SOPH la mort par lapidation ; Ἄρεως ὄχθος ATT colline d'Arès, càd du meurtre, ainsi appelée parce qu'on y avait établi le tribunal qui connaissait du meurtre (l'aréopage), d'où la légende que le Meurtre en personne (Ἄρης) fut d'abord jugé en ces lieux (cf. Ἄρειος πάγος);
3 blessure mortelle.
Étymologie: pê de la R. Ἀρ enlever, détruire, faire périr, cf. αἴρω.
English (Slater)
Ἄρης (ᾰρης, Ἄρεος, Ἄρει) god of war Συράκοσαι, βαθυπολέμου τέμενος Ἄρεος (P. 2.2) “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ᾰρει” Zeus speaks (N. 10.84) “υἱὸν χεῖρας Ἄρε τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” (Hermann: Ἄρει χεῖρας codex: τ add. Boeckh) (I. 8.37) generally, war, battle, slaughter οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς (O. 9.76) μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης (O. 10.15) ἐν δ' Ἄρης ἀνθεῖ νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.10) καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει (P. 5.85) ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.14) ἀλλὰ χρονίῳ σὺν ᾰρει πέφνεν τε ματέρα (P. 11.36) χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον (πολέμων ἦσαν ἔμπειροι. Σ.) (I. 4.15) καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ i. e. in the seafight at Salamis against the Persians (I. 5.48) χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν (I. 7.25)
Greek Monotonic
Ἄρης: ὁ, γεν. Ἄρεως, ποιητ. Ἄρεος· δοτ. Ἄρεϊ, συνηρ. Ἄρει· αιτ. Ἄρεα, συνηρ. Ἄρη· κλητ. Ἄρες, Επικ. Ἄρες· Ιων. και Επικ. κλίση Ἄρηος, -ηος, -ηϊ, -ηα·
I. ο Άρης, καλείται από τους Λατίνους Mars, γιος του Δία και της Ήρας, θεός του πολέμου και των σφαγών, επίσης της καταστροφής και του λοιμού, σε Όμηρ., Τραγ.
II. 1. στους ποιητές, ως προσηγορικό, πόλεμος, μάχη, διαφωνία, σφαγή, φόνος, ξυνάγωμεν Ἄρηα, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄρης τιθασός, εμφύλιος πόλεμος.
2. φιλοπόλεμο, πολεμόχαρο πνεύμα, σε Τραγ. (η √ΑΡ εμφανίζεται επίσης στη λέξη ἀρετή, η πρώτη ιδέα της ανδρείας (vir-tus), είμαι θαρραλέος, γενναίος στο πόλεμο) [ᾰ σε Όμηρ., εκτός από κλητ. Ἆρες· σε Αισχύλ. μακρό ή βραχύ].
Russian (Dvoretsky)
Ἄρης: εως и εος, эп.-ион. ηος ὁ
1 Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.: θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.: Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος;
2 война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.;
3 воинственность, воинский дух (Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.);
4 войско (ὁ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.);
5 убийство (λιθόλευστος Ἄ. Soph.);
6 ранение, рана (Ἄ. ἀλεγεινός Hom.);
7 меч (βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.);
8 гибель, мор (Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.);
9 планета Марс (ὁ ἀστὴρ ὁ Ἄρεος Arst.).
Frisk Etymological English
Ἄρεως
Grammatical information: On the flexion Schwyzer 576
Meaning: the god of war; also god of vengeance and oaths (Arcadia, Athens etc., s. Kretschmer Glotta 11, 195ff.); metonym. for war (Trümpy Fachausdrücke 152f.).
Dialectal forms: Myc. dat. are, adj. are(i)jo; PN are(i)mene. Boeot. Lesb. Ἄρευς
Derivatives: Fem. Ἄρεια in Arc. τὰν Ἀθάναν τὰν Ἄρειαν; adj. Ἄρειος, Ion. Ἀρήϊος, Lesb. Ἀρεύϊος (Ζεὺς Ἄρειος Epirus, Ἄρειος πάγος Athens, deriv. Ἀρεοπαγίτης). Name Ἀρητάδης (Bechtel Namenstud. 11).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The ancient grammarians and lexicographers (e. g. EM 140) connected ἀρή Schaden, Unheil, Verderben, cf. ἄρος βλάβος ἀκούσιον H. The connection is improbable: IE origin of such a name is not to be expected. On the flection Schulze Q.454ff., Bechtel (above) and Kretschmer Glotta 15, 197
Middle Liddell
short α in Hom., except in voc. Ἆρες: in Aesch. long or short.]
I. Ares, called by the Latins Mars, son of Zeus and Hera, god of war and slaughter, also of strife and pestilence, Hom., Trag.
II. in Poets, as appellat., war, battle, discord, slaughter, ξυνάγωμεν Ἄρηα Il; Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄ. τιθασός civil war, Aesch.
2. warlike spirit, Trag. [The Root !αρ, appears also in ἀρετή, the first notion of goodness (virtus) being that of manhood, bravery in war.]
Frisk Etymology German
Ἄρης: Ἄρεως usw. (zur Flexion Schwyzer 576),
{Árēs}
Forms: böot. lesb. Ἄρευς,
Meaning: der griech. Kriegsgott, auch Rache- und Schwurgott (Arkadien, Athen usw., s. Kretschmer Glotta 11, 195ff.), metonymisch für Krieg (Trümpy Fachausdrücke 152f.).
Derivative: Davon das Femininum Ἄρεια in ark. τὰν Ἀθάναν τὰν Ἄρειαν und das Adjektiv Ἄρειος, ion. Ἀρήϊος, lesb. Ἀρεύϊος (Ζεὺς Ἄρειος Epirus, Ἄρειος πάγος Athen). Außerdem der Name Ἀρητάδης (Bechtel Namenstud. 11).
Etymology: Vgl. noch Kretschmer Glotta 15, 197. Wahrscheinlich mit den alten Grammatikern und Lexikographen (z. B. EM 140) zu ἀρή Schaden, Unheil, Verderben, vgl. noch mit Schulze Q. 454ff. ἄρος· βλάβος ἀκούσιον H. Die Stammbildung ist indessen noch nicht aufgeklärt: weder der Versuch von Schulze l. c., die verschiedenen Flexionsformen auf verschiedene Stammformen zurückzuführen, noch die Hypothese Bechtels l. c., darin (wie in ἀρή) einen alten ē-Stamm zu sehen, kann als überzeugend betrachtet werden. — Verfehlt Fennell ClassRev. 13, 306; Ehrlich KZ 38, 90ff.
Page 1,138
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ὁ Ares dios que encubre, bajo un nombre oculto, plantas y sustancias mágicas αἷμα Ἄρεως· ἀνδράχνη sangre de Ares es verdolaga P XII 420 γόνος Ἄρεως· τρίφυλλον semen de Ares es trébol P XII 441
Translations
af: Ares; als: Ares; an: Ares; ar: آريز; arz: اريس; ast: Ares; azb: آرئس; az: Ares; bar: Ares; be_x_old: Арэс; be: Арэс; bg: Арес; bn: আরেস; bpy: আরেস; br: Ares; bs: Ares; ca: Ares; cs: Arés; cy: Ares; da: Ares; de: Ares; diq: Ares; el: Άρης; en: Ares; eo: Areso; es: Ares; et: Ares; eu: Ares; fa: آرس; fi: Ares; fr: Arès; ga: Airéas; gl: Ares; he: ארס; hi: एरीस; hr: Ares; hu: Arész; hy: Արես; ia: Ares; id: Ares; io: Ares; is: Ares; it: Ares; ja: アレース; jv: Ares; ka: არესი; kk: Арес; ko: 아레스; ky: Арес; la: Ares; lb: Ares; lt: Arėjas; lv: Arejs; mk: Арес; ml: അറീസ്; mr: ॲरीज; ms: Ares; my: အဲရီးဇ်; nds: Ares; nl: Ares; nn: Ares; no: Ares; oc: Arès; pa: ਆਰੇਸ; pl: Ares; pt: Ares; ro: Ares; ru: Арес; sco: Ares; sh: Ares; simple: Ares; si: ඒරිස්; sk: Ares; sl: Ares; sq: Aresi; sr: Арес; sv: Ares; sw: Ares; ta: எரெசு; th: แอรีส; tl: Ares; tr: Ares; tt: Ares; uk: Арес; vep: Ares; vi: Ares; vls: Ares; war: Ares; wuu: 阿瑞斯; zh_min_nan: Ares; zh_yue: 阿雷斯; zh: 阿瑞斯