ὑπεῖπον

From LSJ
Revision as of 07:29, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεῖπον Medium diacritics: ὑπεῖπον Low diacritics: υπείπον Capitals: ΥΠΕΙΠΟΝ
Transliteration A: hypeîpon Transliteration B: hypeipon Transliteration C: ypeipon Beta Code: u(pei=pon

English (LSJ)

aor. with no pres. in use (ὑπαγορεύω (q.v.) being used instead): A fut. ὑπερῶ Ar.Fr.652: pf. Pass., v. infr. 2:—say or repeat before another, ἐγὼ δ' ὑπερῶ τὸν ὅρκον l.c.
2 say by way of preface, premise, suggest, ὑπειπεῖν τούσδε τοὺς αὐτοὺς λόγους E.Supp. 1171; ὀλίγ' ἄτθ' ὑπειπὼν πρῶτον Ar.V.55; ὥσπερ ἐν ἀρχῇ ὑπείπομεν Th.1.35; τοσοῦτον ὑπειπών D.18.60; οὐδὲν ὑπειπὼν πῶς without suggesting the method, Id.23.53, cf. 60; τοιοῦτος... ὃν ὑπεῖπες Pl.Virt.377d; so ἀκοὴν ὑπειπών, = προειπών (referring to the words of the proclamation, ἀκούετε, λεῴ), E.HF962:—Pass., καθάπερ καὶ ἐξ ἀρχῆς ἦν ὑπειρημένον Is.11.12.
3 subjoin, add, ὑπειπούσης.. ὅτι ἐς ἑσπέραν ἥξοιμι Ar.Pl.997, cf. Lys.Fr. in PHib.1.14.32; ὑπειπὼν τἆλλα ὅτι αὐτὸς τἀκεῖ πράξοι Th.1.90, cf. 2.102; τὸν ἐχθρὸν.. ὑπειπὼν τὸν αὑτοῦ adding the name of his personal enemy, D.25.91; ὑπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοῠνομα Philetaer.1.
4 suggest an explanation, hint, give a clue, ὥστ'.. ἂν.. ὑπείποις S.Aj.213 (anap.); οὑτωσί πως ὑπειπόντα τὸ τοῦ Πιττακοῦ Pl.Prt. 343e.

French (Bailly abrégé)

v. ὑπαγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεῖπον: aor. к ὑπαγορεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεῖπον: ἐλλιπὴς ἀόρ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει (ἀνθ’ οὗ τίθεται ὁ ἐνεστ. ὑπαγορεύω)· μέλλ. ὑπερῶ· πρκμ. ὑπείρηκα. Λέγω ἢ ἐπαναλαμβάνω πρὸ ἑτέρου, Λατ. praeïre verba, ἐγὼ δ’ ὑπερῶ τὸν ὅρκον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 479. 2) λέγω ἐν εἴδει προοιμίου, ἀρχῆς, προτείνω, ὑπαινίττομαι, ὑπεῖπον τοῖσδε τοὺς αὐτοὺς λόγους Εὐρ. Ἱκ. 1171· ὀλίγ’ ἄτθ’ ὑπειπὼν πρῶτον Ἀριστοφάν. Σφ. 55· ὥσπερ ἐν ἀρχῇ ὑπείπομεν Θουκ. 1. 35, πρβλ. 90· τοσοῦτον ὑπειπὼν Δημ. 245. 13 οὐδὲν ὑπειπών, ὅπως ἄν τις ἀποκτείνῃ, χωρὶς νὰ ὑποδεικνύῃ κατὰ ποίας περιστάσεις ἡ ἀνθρωποκτονία δύναται νὰ δικαιολογηθῇ, ὁ αὐτ. 637. 11, πρβλ. 639. 10· τοιοῦτος..., ὃν ὑπεῖπες Πλάτ. περὶ (Ἀρετῆς;) 377D· οὕτω, ἀκοὴν ὑπειπὼν = προειπών, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τὰς λέξεις τῆς προκηρύξεως, ἀκούετε, λεῴ, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 962. - Παθ., καθάπερ καὶ ἐξ ἀρχῆς ἦν ὑπειρημένον Ἰσαῖ. 84. 37. 3) προστίθημι, πρὸς τούτοις λέγω, ὑπειπούσης... ὅτι ἐς ἑσπέραν ἥξοιμι Ἀριστοφ. Πλ. 997· τὸν ἐχθρόν... ὑπειπὼν τὸν αὐτοῦ, προστιθεὶς τὸ ὄνομα τοῦ προσωπικοῦ ἐχθροῦ αὐτοῦ, Δημ. 797. 19· οὕτω πιθανῶς ὁ Meineke ἔδει νὰ διατηρήσῃ τὸ ὑπειπὼν ἐν Φιλεταίρ. «Ἀσκληπ.» 1, ἔνθα ἐξέδωκεν: ἐπειπών. 4) προτείνω ἢ ὑποδηλῶ ἐξήγησίν τινα, ἐξηγοῦμαι, ἑρμηνεύω, ὥστ’... ἄν... ὑπείποις Σοφοκλ. Αἴ. 213· οὑτωσί πως ὑπειπόντα τὸ τοῦ Πιττακοῦ Πλάτ. Πρωτ. 343Ε.

Greek Monolingual

Α
1. λέω ή επαναλαμβάνω κάτι πριν από κάποιον άλλον («ἐγὼ δ' ὑπερῶ τὸν ὅρκον», Αριστοφ.)
2. λέω ως πρόλογο («παισὶν δ' ὑπεῖπον τοῖσδε τοὺς αὐτοὺς λόγους», Ευρ.)
3. λέω κάτι επί πλέον, προσθέτω κάτι («ὑπειπούσης... ὅτι ἐς ἑσπέραν ἥξοιμι», Αριστοφ.)
4. προτείνω μια εξήγηση ή υποδηλώνω, ερμηνεύω («ὥστ'... ἄν... ὑπεῖποις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἶπον. Το ρ. αποτελεί ελλιπή αόρ. χωρίς ενεστώτα, αντί του οποίου χρησιμοποιείται ο ενεστ. του ρ. ὑπαγορεύω.

Greek Monotonic

ὑπεῖπον: αόρ. βʹ, χωρίς ενεστ. σε χρήση (σε θέση ενεστ. χρησιμ. το ὑπαγορεύω)· μέλ. -ὑπ-ερῶ, παρακ. ὑπ-είρηκα·
1. λέω σαν αρχή ή σαν πρόλογο, προτάσσω, αναφέρω εισαγωγικά, προτείνω, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
2. παραθέτω, προσθέτω, σε Αριστοφ., Δημ.
3. προτείνω, δίνω μια εξήγηση, εξηγώ, ερμηνεύω, σε Σοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

[aor2 with no pres. in use, ὑπαγορεύω being used instead fut. ὑπ-ερῶ perf. ὑπ-είρηκα
1. to say as a foundation or preface, to premise, suggest, Eur., Thuc., etc.
2. to subjoin, add, Ar., Dem.
3. to suggest an explanation, explain, interpret, Soph., Plat.