ἐπικίνδυνος
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
ἐπικίνδυνον,
A in danger, insecure, Hdt.6.86.ά; ἐ. ἦν μὴ λαμφθείη Id.7.239; πρόσοδοι D.36.11; ἐν ἐπικινδύνῳ, opp. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ, Th.1.137.
2. dangerous, διδάσκαλοι Gorg.Pal.4 (Comp.); στρατεῖαι Pl.R.467d; ἀρρωστίαι Phld.Ir.p.29 W.; δεινὴ καὶ ἐπικίνδυνος ἔρις Pl.Lg. 736c, cf. X.Mem.4.6.10; ἐπικινδοτέρα πρᾶξις Id.An.1.3.19; τινί to one, Hp.Aph.4.16, Th.3.54; ἐπικίνδυνόν [ἐστι] = there is danger, Arist.HA 588a10.
3. Adv. ἐπικινδύνως = with danger, τίκτειν Hp.Aph.5.55; at one's risk, Th.3.37; in a precarious state or in a critical state, κεῖσθαι S.Ph.502; ἔχειν E.Fr.682.
German (Pape)
[Seite 949] mit Gefahr verbunden, gefährlich, καὶ δεινὴ ἔρις Plat. Legg. V, 736 c; στρατεῖαι Rep. V, 467 d, in Gefahr schwebend; ἡ Ἰωνίη, entgegengesetzt dem ἀσφαλῶς ἱδρυμένη, Her. 6, 86, 1, wie auch bei Dem. 10, 72 ἀσφαλές entgegengesetzt ist; βίος Lys. 5, 2, wie τὸν βίον καθιστάναι 7, 32; – ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφθείη, es war Gefahr, war zu fürchten, daß, Her. 7, 239; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ μὲν ἐμοί, ἐκείνῳ δὲ ἐν ἐπικινδύνῳ ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο Thuc. 1, 137. – Adv. ἐπικινδύνως, Thuc. 3, 37 u. A.; Soph. vrbdt ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, Alles ist voller Gefahren, Phil. 500.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'est pas en sûreté, précaire : ἐν ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον ἦν μή HDT il était à craindre que;
2 dangereux, périlleux;
Cp. ἐπικινδυνότερος.
Étymologie: ἐπί, κίνδυνος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπικίνδυνος, -ον) κίνδυνος
1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα»)
2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.)
3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη εγχείρηση, ασθένεια» κ.λπ.)
4. αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η θέση του είναι επισφαλής («αυτή η επιχείρηση μού φαίνεται επικίνδυνη»)
5. φρ. «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα.
επίρρ...
επικινδύνως, -α
με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί αμέσως τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
Greek Monotonic
ἐπικίνδῡνος: -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, επικίνδυνος, επισφαλής, αβέβαιος, ακροσφαλής, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπο, ἐπικίνδυνος ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο μήπως καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. -νως, σε αβέβαιη ή κρίσιμη κατάσταση, σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου ευθύνη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικίνδῡνος:
1 находящийся в опасности, под угрозой (ἡ Ἰωνίη Her.; βίος Lys.; μόρια τοῦ σώματος Arst.);
2 внушающий опасение: ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφθείη Her. существовало опасение, как бы его не поймали;
3 сопряженный с опасностью, опасный (στρατεία Plat.; ἔρις Xen., Plat.).
Middle Liddell
ἐπι-κίνδῡνος, ον
in danger, dangerous, insecure, precarious, Hdt., Thuc., etc.; of a person, ἐπικίνδυνος ἦν μὴ λαμφθείη was in danger of being taken, Hdt.:— adv. -νως, in a precarious or critical state, Soph.: at one's risk, Thuc.
English (Woodhouse)
critical, dangerous, hazardous, insecure, precarious, causing danger, in danger
Lexicon Thucydideum
periculosus, dangerous, 2.63.2, 3.54.4,
COMP. 4.92.5, [vulgo commonly ἐπικινδυνωτ.] periculum, danger, 1.137.4.
Translations
dangerous
Afrikaans: gevaarlik; Albanian: i rrezikshëm; Amharic: አደገኛ; Arabic: خَطِر; Egyptian Arabic: خطير; Armenian: վտանգավոր; Asturian: peligrosu; Azerbaijani: təhlükəli; Basque: arriskutsu; Belarusian: небяспечны; Breton: dañjerus; Bulgarian: опасен, рискован; Catalan: perillós; Cherokee: ᎦᏂᏰᎬ, ᎦᎾᏰᎩ; Chinese Cantonese: 危險, 危险; Mandarin: 危險, 危险; Min Nan: 危險, 危险; Czech: nebezpečný; Danish: farlig; Dutch: gevaarlijk, gevaarlijke; Elfdalian: farlin; Esperanto: danĝera; Estonian: ohtlik; Faroese: vandamikil, hættisligur; Finnish: vaarallinen; French: dangereux, périlleux, périculeux; Friulian: periculôs; Galician: perigoso; Georgian: საშიში, სახიფათო; German: gefährlich; Greek: επικίνδυνος; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀπερίοπτος, δεινός, δυσεπίβολος, δύσχιμος, ἐπίκαιρος, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, θανάσιμος, κινδυνώδης, παράβολος, παρακινδυνευτικός, σφαλερός, ὑπολέθριος, χαλεπός; Greenlandic: navianartoq, ulorianartoq; Haitian Creole: danjere; Hawaiian: makaʻuloa, weliweli ʻia; Hebrew: מסוכן \ מְסֻכָּן; Hindi: ख़तरनाक, जोखिमी; Hungarian: veszélyes; Icelandic: hættulegur; Ido: danjeroza; Indonesian: berbahaya, bahaya; Interlingua: periculose; Irish: dáinséarach, contúirteach; Italian: pericoloso; Japanese: 危険, 危ない; Javanese: mbebayani; Khmer: មានគ្រោះថ្នាក់; Korean: 위험하다; Ladino: perikolozo, peligrozo, sekanali, sekanozo, danjerozo, rizikozo; Lao: ມີອັນຕະລາຍ; Latin: periculosus; Latvian: bīstams; Lithuanian: pavojingas; Luxembourgish: geféierlech; Macedonian: опасен; Malay: berbahaya; Maltese: perikolużi; Maori: mōrearea; Marathi: घातक; Mirandese: peligroso; Mongolian: аюултай; Norman: dangéreux; Northern Sami: váralaš; Norwegian Bokmål: farlig, farefull; Nynorsk: farefull; Occitan: dangeirós; Old English: frēcne; Persian: خطرناک; Plautdietsch: roakboa; Polish: niebezpieczny, groźny; Portuguese: perigoso; Romanian: periculos; Romansch: privlus, prigulus, prievlus, privlous; Russian: опасный, рискованный; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏па̄сан; Roman: ȍpāsan; Sicilian: dannìuru, piriculusu, priculusu; Slovak: nebezpečný; Slovene: nevárən; Spanish: peligroso; Sumerian: 𒆗; Swedish: farlig, farligt; Tagalog: mapanganib, delikado; Telugu: ప్రమాదకరమైన; Thai: วิกฤต, อันตราย; Turkish: tehlikeli; Turkmen: howply; Ukrainian: небезпечний; Urdu: جوکھمی, خطرناک; Uyghur: خەتەرلىك; Vietnamese: nguy hiểm; Walloon: dandjreus, riskeus; Welsh: peryglus; Yiddish: געפֿערלעך, סכּנהדיק; Yoruba: léwu
precarious
Bulgarian: несигурен, ненадежден; Catalan: precari; Chinese Cantonese: 不穩嘅, 危險嘅, 朝不保夕嘅; Czech: nejistý, prekérní, ošidný; Dutch: vervaarlijk, onzeker; Finnish: vaarallinen; French: précaire; German: prekär, unsicher, gefährdet; Greek: ακροσφαλής, επισφαλής; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀνωμαλής, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, περιστατικός, σφαλερός, σχετικός; Korean: 다루기 어려운; Latin: precarius; Norwegian Bokmål: prekær; Nynorsk: prekær; Plautdietsch: roakboa; Portuguese: precário; Russian: опасный, рискованный, ненадёжный, шаткий; Spanish: precario; Swedish: prekär