μῖσος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
εος, τό,
A hate, hatred:
I Pass., hate borne one, A.Ag. 1413, etc.; μ. ἐμποιεῖν Pl.R.351d; μῖσος ἔχειν πρός τινος incur a man's hatred, Id.Lg.691d; μῖσος φέρεσθαι And.2.9.
2 Act., hate felt against another, grudge, τὸ Τροίας μ. ἀναφέρων πατρί E.Or.432, cf. Th.4.128; μῖσος ἐντέτηκέ μοι S.El.1311, cf. Pl.Mx.245d; ἔχθρα καὶ μῖσος ἀλλήλων X.Mem.3.5.17; μισεῖν τινα μῖσος ἐξαίσιον Aristaenet.1.22.
II of persons, hateful object, = μίσημα, A.Ag.1411 (lyr.), S.Ant.760; especially in addresses, ὦ μῖσος Id.Ph.991, E.Med. 1323.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 haine, aversion : μῖσος ἔχειν τινός THC éprouver de la haine pour qqn ou qch ; μῖσος ἔχειν τινός ESCHL, παρά τινος LUC être haï de qqn;
2 objet de haine.
Étymologie: DELG ?
German (Pape)
τό, Haß, Feindschaft; δικάζεις φυγὴν ἐμοὶ καὶ μῖσος ἀστῶν, Aesch. Ag. 1387; τὸν σφῷν τὸ δεινὸν μῖσος ἐμβεβληκότα, Soph. O.C. 1394; τὸ Τροίας μῖσος ἀναφέρων πατρί, Eur. Or. 432. Auch der verhaßte Gegenstand, der Abscheu einflößt; Aesch. Ag. 1385; Soph. Phil. 979, Ant. 756; Eur. Med. 1323; Thuc. 1.103. μ, ἔχειν τινός, Jem. hassen, 4.128; μῖσος ἔχειν πρός τινος, gehaßt werden von Einem, Plat. Legg. III.691d; καὶ ἔχθραι, XI.935a; μίση καὶ μάχας ἐν ἀλλήλοις παρέχει, Rep. I.351d; Folgde, ἐν μίσει εἶναι, Pol. 7.3.2; auch μῖσος ἔχειν παρά τινος, Luc. adv. ind. 16.
Russian (Dvoretsky)
μῖσος: εος τό
1 ненависть, отвращение (μίση τε καὶ ἔχθραι Plat.): μ. ἔχειν τινός Thuc. ненавидеть кого(что)-л., но тж. Aesch. быть ненавидимым кем-л.; μ. ἔχειν πρὁς τινος Plat. или παρά τινος Luc. быть предметом чьей-л. ненависти; ὑπὸ μίσους Arph. из ненависти;
2 предмет ненависти или предмет отвращения: ὦ μ.! Soph. ах ты ужасный человек!; ἄγετε τὸ μ. Soph. приведите эту преступницу (т. е. Антигону).
Greek (Liddell-Scott)
μῖσος: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μισεῖν, ἀπέχθεια· ἑπομένως, Ι. Παθ., τὸ μισεῖσθαι, Τραγ.· μῖσος ἐμποιεῖν Πλάτ. Πολ. 351D· μ. ἔχειν πρός τινος, μισεῖσθαι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691D· μ. φέρεσθαι Ἀνδοκ. 21. 2. 2) ἐνεργ., ἡ πρός τινα ἀπέχθεια, ἀποστροφή, μ. τινός τινι, ἀπέχθεια ἣν αἰσθάνεταί τις ἐναντίον τινός, Εὐρ. Ὀρ. 432, πρβλ. Θουκ. 4. 128· μῖσος ἐντέτηκέ μοι Σοφ. Ἠλ. 1311, πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 245D· μ. ἀλλήλων Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀντικείμενον μίσους, πρᾶγμα μισητόν, = μίσημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1411, Σοφ. Ἀντ. 760· ἰδίως ὅταν ἀποτείνῃ τις τὸν λόγον πρός τινα, ὦ μῖσος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 991, Εὐρ. Μήδ. 1323· πρβλ. ἔχθος ΙΙ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μῖσος)
1. έχθρα
-ή, -ό
(Μ μισός, -ή, -όν)
αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς
νεοελλ.
1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι»)
2. φρ. α) «μισό-μισό» ή «μισό και μισό» — ανακατωμένο ή μοιρασμένο στα δύο
β) «τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια» — λέγεται σε κάποιον που είναι προβληματισμένος με κάτι ως προτροπή για αμεριμνησία
γ) «με μισό παπούτσι» — πάμπτωχος
δ) «είναι μισό μερτικό» — είναι μικρόσωμος
ε) «είναι μισός άνθρωπος» — είναι ανάπηρος
στ) «έμεινε μισός» — αδυνάτισε πολύ
ζ) «στα μισά» — στο μέσον («έμεινε στα μισά του δρόμου»)
η) «μισή μερίδα» — λέγεται για ανθρώπους αδύναμους, μικρόσωμους ή πνευματικά ανεπαρκείς
θ) «μισά-μισά» — λέγεται στην εξ ημισείας μοιρασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ήμισυς].
Greek Monotonic
μῖσος: τό,
I. 1. μίσος, απέχθεια,
II. Παθ., κάτι που προκαλεί μίσος, γίνεται αντικείμενο μίσους, σε Τραγ., Πλάτ.
2. Ενεργ., το μίσος που νιώθουμε για κάποιον άλλο, έχθρα, σε Ευρ.
III. λέγεται για πρόσωπα, αντικείμενο μίσους, = μίσημα, στους Τραγ.
Middle Liddell
μῖσος, εος, τό,
hate, hatred: and so,
I. pass. hate borne one, a being hated, Trag., Plat.
2. act. hate felt against another, a grudge, Soph., etc.; μ. τινός τινι felt by one against another, Eur.
II. of persons, a hateful object, = μίσημα, Trag.
English (Woodhouse)
detestation, hatred, object of abhorrence, object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing
Mantoulidis Etymological
Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: μισέω -ῶ, μίσημα, μίσηθρον (=μαγικό μέσο πού ξεσήκωνε τό μῖσος γιά κάποιον), μισητά, μισητής, μισητικός, μισητός, εὐμίσητος, καί τά σύνθετα μισάνθρωπος, μισογύνης, μισόλογος, μισοπόνηρος.
Lexicon Thucydideum
odium, hatred, 1.25.3, 1.96.1. 1.103.4, 2.64.5. 3.67.5, 4.128.5. 5.27.2, 5.95.1, 6.17.6.
Translations
hatred
Abkhaz: агәаӷ; Afrikaans: haat; Albanian: urrejtje; Arabic: بُغْض, كَرَاهِيَة, كُرْه, بَغْضَاء; Egyptian Arabic: كره, كراهية, بغض; Moroccan Arabic: كره; Aragonese: odio, quimera; Armenian: ատելություն; Assamese: ঘিণ, আখেজ; Asturian: odiu; Azerbaijani: nifrət; Basque: herra, gorroto; Belarusian: нянавісць; Bengali: নফরৎ, আখেজ, ঘেন্না, ঘিন, ঘৃণা; Breton: kas, kasoni; Bulgarian: омраза, ненавист; Burmese: ပဋိဃာတ်; Catalan: odi; Cherokee: ᎠᏓᎾᏆᏘᏍᏗ; Chinese Mandarin: 恨, 仇恨, 憎惡, 憎恶, 憎恨, 怨恨, 厭惡, 厌恶; Czech: nenávist, zášť; Danish: had; Dutch: haat; Elfdalian: at; Esperanto: malamo; Estonian: viha; Faroese: hatur; Fijian: veicati; Finnish: viha; French: haine; Galician: odio, xenreira; Georgian: სიძულვილი, მძულვარება, ზიზღი; German: Hass; Gothic: 𐍆𐌹𐌾𐌰𐌸𐍅𐌰, 𐌽𐌴𐌹𐌸; Greek: μίσος, έχθρα, απέχθεια; Ancient Greek: ἀπέχθεια, ἔχθος, ἔχθρα, μῖσος, μίσημα, στύγος; Greenlandic: uumissuineq, qinngarsuineq; Hawaiian: inaina; Hebrew: שנאה; Hiligaynon: kadúmut; Hindi: घृणा, घिन, दुश्मनी, नफ़रत; Hungarian: gyűlölet; Icelandic: hatur; Indonesian: kebencian; Interlingua: odio; Irish: fuath, gráin; Italian: odio, risentimento; Japanese: 憎しみ, 憎悪, 嫌悪, 厭悪, 嫌厭; Kazakh: ғадауат, жек көрушілік; Khmer: ស្អប់ខ្ពើម, សេចក្ដីស្អប់; Korean: 증오심; Kurdish Central Kurdish: قین; Kyrgyz: жек көрүүчүлүк, жаман көрүүчүлүк; Lao: ເວນ; Latin: odium, invidia; Latvian: naids, ienaids; Lithuanian: neapykanta; Lombard: odi; Low German: Hat; Macedonian: омраза; Malay: benci, kebencian; Malayalam: വെറുപ്പ്, വിദ്വേഷം; Maori: mauāhara, ahikauri; Marathi: द्वेष; Middle English: hate, hatrede, hete; Mongolian Cyrillic: хорсол, занал, үзэн ядалт; Mongolian: ᠬᠣᠷᠤᠰᠤᠯ, ᠵᠠᠨᠤᠯ, ᠦᠵᠡᠨ; ᠶᠠᠳᠠᠯᠲᠠ; Northern Sami: vašši; Norwegian: hat; Occitan: òdi; Old English: hete; Old Norse: hatr; Oromo: jibba; Persian: نفرت, زیغ; Plautdietsch: Hot; Polish: nienawiść; Portuguese: ódio; Quechua: chiqniy; Romanian: ură; Romansch: odi; Russian: ненависть; Sanskrit: द्वेष, घृणा; Scottish Gaelic: gràin, fuath; Serbo-Croatian Cyrillic: мржња; Roman: mržnja; Slovak: nenávisť, zášť; Slovene: sovraštvo; Sorbian Upper Sorbian: hida; Spanish: odio; Swahili: chuki; Swedish: hat; Tajik: душманӣ, нафрат; Thai: ความเกลียด, ความชัง; Tocharian B: rser, wer; Tok Pisin: pasin birua; Turkish: nefret, iğrenti, tiksinti; Turkmen: ýigrenç; Ukrainian: ненависть; Urdu: گھرنا, گھن, دشمنی, نفرت; Uyghur: نەپرەت; Uzbek: nafratlanish; Vietnamese: sự ghét, sự căm thù; Walloon: haeyeme, hinne; Welsh: casineb; Yiddish: האַס, שׂינאה; Zazaki: zeri mendış, nefret
grudge
Albanian: mëllë; Arabic: بُغْض, ضَغِينَة; Bashkir: үпкә; Bulgarian: недоволство, неприязън; Burmese: အာဃာတ; Catalan: rancor, rancúnia; Chinese Mandarin: 怨恨; Czech: zášť, nevraživost, averze; Danish: nag, uvilje; Dutch: rancune, wrok; Estonian: vimm sg; Finnish: kauna, närä; French: rancune; Galician: xenreira, rancor; German: Groll, Neid; Greek: μνησικακία, άχτι, μανιάτικο; Ancient Greek: κότος, μῖσος; Hiligaynon: kadúmut, kahíkaw; Hindi: डाह; Hungarian: neheztelés, harag, ellenérzés, ellenszenv; Irish: olc, fala; Italian: rancore, risentimento, astio; Japanese: 恨み,怨; Ladino: garez, rankor; Macedonian: горчина, огорченост, злоба, непријателство, лутина; Malay: dendam; Maori: ahikauri, ngaukino; Norwegian Bokmål: nag; Old English: æfþanc; Polish: uraza; Portuguese: rancor, ressentimento; Quechua: chiqniy; Romanian: pică, pizmă, ranchiună; Russian: неприязнь, обида, злоба; Sanskrit: असूया; Serbo-Croatian: kivnost, resentiman, kivnja; Spanish: rencor, manía; Swedish: agg; Tagalog: hinanakit; Telugu: పగ; Turkish: kin, hınç, garez; Welsh: cenfigen, gwenwyn; Yiddish: פֿאַריבל