κρίνω

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίνω Medium diacritics: κρίνω Low diacritics: κρίνω Capitals: ΚΡΙΝΩ
Transliteration A: krínō Transliteration B: krinō Transliteration C: krino Beta Code: kri/nw

English (LSJ)

[ῑ], Ep. 3sg. ind. κρίνησι (δια-) f.l. in Theoc.25.46: fut. κρῐνῶ, Ep., Ion. κρῐνέω (δια-) Il.2.387: aor.

   A ἔκρῑνα Od.18.264, etc.: pf.κέκρῐκα Pl.Lg.734c, etc.:—Med., fut. κρῐνοῦμαι E.Med.609, but in pass. sense, Pl.Grg.521e: aor. ἐκρῑνάμην Il.9.521, etc.:—Pass., fut. κρῐθήσομαι A.Eu.677, Antipho 6.37, etc.: aor. ἐκρίθην [ῐ] Pi.N.7.7, etc.; 3pl. κρίθεν Id.P.4.168, ἔκριθεν A.R.4.1462; Ep.opt. κρινθεῖτε (δια-) Il.3.102, part. κρινθείς 13.129, Od.8.48, inf. κρινθήμεναι A.R.2.148: pf. κέκρῐμαι Pi.O.2.30, And.4.35, etc.; inf. κεκρίσθαι (ἀπο-) Pl. Men.75c:—Aeol. κρίννω dub.in IG12(2).278 (Mytil.): aor. ἔκριννε ib. 6.28(Mytil., ἐπ-); inf. κρίνναι ib.526b15:—Thess. pres. inf. κρεννέμεν ib.9(2).517.14 (Larissa):—separate, put asunder, distinguish, ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ . . καρπόν τε καὶ ἄχνας Il.5.501, etc.; κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα 2.362. cf. 446; ἥλιος ἠὼ καὶ δύσιν ἔκρινεν Emp.154.1; κ. τὸ ἀληθές τε καὶ μή Pl.Tht.150b; τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς X. Mem.3.1.9, etc.:—also Med., ἀντία δ' ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ' ἔθεντο χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.55:—Pass., κρινόμενον πῦρ Emp.62.2.    II pick out, choose, ἐν δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il.1.309; ἐκ Λυκίης . . φῶτας ἀρίστους 6.188, cf. Od.4.666, 9.90, 195, 14.217, etc.; κ. τινὰ ἐκ πάντων Hdt.6.129; κρίνασα δ' ἀστῶν . . τὰ βέλτατα A.Eu.487; δίδωμί σοι κρίναντι χρῆσθαι S.OC641, etc.:—Med., κρίνασθαι ἀρίστους to choose the best, Il.9.521, cf. 19.193, Od.4.408, 530, etc.:—Pass., to be chosen out, distinguished, ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι 24.507; esp.in partt., κεκριμένος picked out, chosen, Il.10.417, Od.13.182, al., Hdt.3.31; κρινθείς Il.13.129, Od.8.48; ἀρετᾷ κριθείς distinguished for... Pi.N.7.7; κριθέντων ἐν τοῖς ἱερέοις approved . ., GDI2049.15 (Delph.); ἀσπίδα . . κεκριμένην ὕδατι καὶ πολέμῳ proved by sea and land, AP9.42 (Leon.); ἐν ζῶσι κεκριμένα numbered among... cj. in E.Supp.969 (lyr.); εἰς τοὺς ἐφήβους κριθείς Luc.Am.2.    2 decide disputes, κρίνων νείκεα πολλά Od.12.440; ἔκριναν μέγα νεῖκος . . πολέμοιο 18.264: c.acc. cogn., οἳ . . σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας judge crooked judgements, Il.16.387; κ. δίκας Hdt. 2.129; κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu.433, etc.; πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος ib.682; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; Ar.Ra.805; κ. κρίσιν Pl.R. 36oe; ἄριστα κ. Th.6.39; κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ they decide the question... Id.1.87; μίσει πλέον ἢ δίκῃ κ. Id.3.67; τὸ δίκαιον κ. Isoc.14.10; τῷ τοῦτο κρίνεις; by what do you form this judgement? Ar.Pl. 48; κ. περί τινος Pi.N.5.40, Pl.Ap.35d, Arist.Rh.1391b9, etc.:— Pass., ἀγὼν κριθήσεται A.Eu.677; κἂν ἰσόψηφος κριθῇ (sc. ἡ δίκη) ib. 741: impers., κριθησόμενον a decision being about to be taken, Arr.An. 3.9.6.    b decide a contest, e.g. for a prize, ἀγῶνα κ. Ar.Ra.873; ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ A.Th.414: c. acc. pers., κ. τὰς θεάς decide their contest, i.e. judge them, E.IA72:—Pass., Id.Supp.601(lyr.); αἱ μάχαι κρίνονται ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.3.3.19:—Med. and Pass., of persons, have a contest decided, come to issue, κρινώμεθ' Ἄρηϊ Il.2.385, cf.18.209; ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν . . μένος κρίνηται Ἄρηος Od.16.269; βίηφι κ. Hes.Th.882; dispute, contend, Ar.Nu.66; περὶ ἀρετῆς Hdt.3.120; οὐ κρινοῦμαι . . σοι τὰ πλείονα E.Med.609; δίκῃ περί τινος κρίνεσθαι Th.4.122; κρίνεσθαι μετά τινος v.l. in LXX Jd.8.1, Jb.9.3; πολλαῖς μάχαις κριθείς Nic.Dam.20 J.; compete in games, c. acc. cogn., κριθέντα Πύθια JRS3.295 (Antioch. Pisid.): pf. part., decided, clear, strong, κεκριμένος οὖρος Il.14.19; πόνοι κεκρ. decided, ended, Pi.N.4.1.    c win a battle, τὴν μάχην Ἀννίβας ἔκρινε Plb.3.117.11.    3 adjudge, κράτος τινί S.Aj.443:—Pass., τοῖς οὔτε νόστος . . κρίθη Pi.P.8.84; τὰ κριθησόμενα the sum adjudged to be paid, PLips.38.13 (iv A. D.).    b abs., judge, give judgement, ἄκουσον . . καὶ κρῖνον Ar.Fr.473; ἀδίκως κ. Pherecr.96, cf. Men.Mon.287, 576.    c Medic., bring to a crisis, τὸ θερμὸν φίλιόν [ἐστι] καὶ κρῖνον Hp.Aph.5.22; κ. τὰ νοσήματα Gal.Nat. Fac.1.13, al.:—Pass., of a sick person, come to a crisis, ἐκρίθη εἰκοσταῖος Hp.Epid.1.15 (also impers. in Act., ἔκρινε τούτοισιν ἑνδεκαταίοισιν the crisis came... ib.18); τοῦ πάθους κριθέντος D.S.19.24.    4 judge of, estimate, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων [αὐτόν] judging of him by myself, D.21.154; πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κ. Isoc.4.76:—Pass., ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται Hdt.7.16.α'; εὔνοιακαιρῷ κρίνεται Men.691.    5 expound, interpret in a particular way, τὸ ἐνύπνιον ταύτῃ ἔκριναν Hdt. 1.120, cf. 7.19, A.Pr.485, etc.:—in Med., ὁ γέρων ἐκρίνατ' ὀνείρους Il. 5.150.    6 c. acc. et inf., decide or judge that... Hdt.1.30, 214, Pl. Tht.17od, etc.; κρίνω σὲ νικᾶν A.Ch.903; so, with the inf. omitted, ἀνδρῶν πρῶτον κ. τινά S.OT34; Ἔρωτα δ' ὅστις μὴ θεὸν κρίνει μέγαν E.Fr.269; τὴν πόλιν ἀθλιωτάτην ἔκρινας Pl.R.578b; ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε . . σοφόν Philem.228:—Pass., Ἑλλήνων ἕνα κριθέντ' ἄριστον S.Ph. 1345, cf. Th.2.40, etc.    7 decide in favour of, prefer, choose, κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον A.Ag.47<*>, cf. Supp.396 (both lyr.); τὴν ἐλπίδα τῆς τύχης πάρος S.Tr.724; τινὰ πρό τινος Pl.R.399e, cf. Phlb.57e; τι πρός τι Id.Phd.110a (Pass.); εἴ σφε κρίνειεν Πάρις E.Tr.928, cf. Ar.Av. 1103, Ec.1155; choose between, δύ' ἔσθ' ἃ κρῖναι τὸν γαμεῖν μέλλοντα δεῖ, ἤτοι προσηνῆ γ' ὄψιν ἢ χρηστὸν τρόπον Men.584.    8 c.inf.only, determine to do a thing, UPZ42.37(ii B. C.), Ep.Tit.3.12, 1 Ep.Cor.2.2, etc.; ζῆν μεθ' ὧν κρίνῃ τις ἄν (sc. ζῆν) with whom he chooses to live, Men.506; but τὸ βιάζεσθαι οὐκ ἔκρινε D.S.15.32.    9 form a judgement of a thing, μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος Men.Mon.333.    III in Trag., question, αὐτὸν . . ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς S.Tr.195; εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις ib.388; καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ' Id.Ant.399; μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Id.Aj.586; σέ τοι, σὲ κρίνω Id.El.1445.    2 bring to trial, accuse, D.2.29, 18.15, 19.233; κ. θανάτου judge (in matters) of life and death, X.Cyr.1.2.14; κ. τινὰ προδοσίας Lycurg.113; περὶ προδοσίας Isoc.15.129; κ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Lat. repetundarum, Plu.Caes. 4:—Pass., to be brought to trial, Th.6.29; θανάτου (δίκῃ add. cod. B) Id.3.57; Λεωκράτους τοῦ κρινομένου Lycurg.1; κρίνομαι πρὸς Σωφρόνην; Men.Epit.529; τρὶς κρίνεται παρ' ὑμῖν περὶ θανάτου D.4.47; ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν θανάτου Id.21.64: c. gen. criminis, κρίνεσθαι δώρων Lys.27.3: κ. ἐπ' ἀδικήματι Plu.2.241e: abs., ὁ κεκριμένος Aeschin.2.159.    3 pass sentence upon, condemn, D.19.232:— Pass., to be judged, condemned, κακούργου . . ἐστι κριθέντ' ἀποθανεῖν Id.4.47; μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε Ev.Matt.7.1; τὰ κεκριμένα the judgement of a court, PRyl.76.8 (ii A. D.). (κρῐ-ν-yω ἐ-κρῐ-ν-σα, cf. Lat. cerno (from *cr[icaron]-n-), crībrum (from *crei-dhrom).)

Greek (Liddell-Scott)

κρίνω: ῑ, Ἐπικ. γ΄ ὑποτ. κρίνησι (ἴδε διακρίνω): μέλλ. κρῐνῶ, Ἐπικ. κρῐνέω (δια-) Ἰλ.· ἀόρ. ἔκρῑνα Ὀδ., Ἀττ.· πρκμ. κέκρῐκα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κρῐνοῦμαι Εὐρ. Μήδ. 609, ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Πλάτ. Γοργ. 521Ε, πρβλ. διακρίνω, ἀόρ. ἐκρινάμην, Ὅμ., κτλ. ― Παθ., μέλλ. κρῐθήσομαι Τραγ., Ἀττ.· ἀόρ. ἐκρίθην ῐ Πίνδ., Ἀττ.· Ἐπικ. εὐκτ. κρινθεῖτε (δια-) Ἰλ., μετοχ. κρινθεὶς Ἰλ. Ν. 129, Ὀδ. Θ. 48· πρκμ. κέκρῐμαι Πίνδ., Ἀττ.· ἀπαρ. κεκρίσθαι (ἀπο-) Πλάτ. Μένων 75C· ― Αἰολ. κρίννω μετὰ διπλοῦ ν, Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγραφ. 2. σ. 189. (Ἐκ τῆς √ΚΡΙ, ὅθεν καὶ αἱ λέξ. κριτής, κρίσις, κρῖμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kar, kir-âmi (effundo, spargo)· Λατ. cerno, cre-vi, cri-brum (πρβλ. κρίμνον), cri-men, cer-tus· Ἀγγλο-Σαξον. hrid-der (sieve)· ― ἀλλ’ ὑπάρχει λόγος νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἡ ῥίζα ἦτο ΣΚΑΡ, πρβλ. Σανσκρ. apa-skar-as = σκώρ, σκατός, (excrementum), πρὸς τὸ Λιθ. skir-iù (separo, eligo).) Χωρίζω, «ξεχωρίζω», ἀποχωρίζω, θέτω κατὰ μέρος, ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ… καρπὸν τ’ ἄχνας τε Ἰλ. Ε. 501, κτλ.· κρῖν’ ἄνδρας κατὰ φῦλα Β. 362, πρβλ. 446· κρ. τὸ ἀληθές τε καὶ μὴ Πλάτ. Θεαίτ. 150Β· τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακοὺς Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 9, κτλ. ΙΙ. ἐκλέγω, ἐς δ’ ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσι Ἰλ. Α. 309· ἐκ Λυκίης... φῶτας ἀρίστους Ζ. 118, πρβλ. Ὀδ. Δ. 666., Ι. 90, 195., Ξ. 217, κτλ.· οὕτω, κρ. τινὰ ἐκ πάντων Ἡρόδ. 6. 129· κρίνασα δ’ ἀστῶν… τὰ βέλτατα Αἰσχύλ. Εὐμ. 487· δίδωμί σοι κρίναντι χρῆσθαι Σοφ. Ο. Κ. 641, κτλ.· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κρίνασθαι ἀρίστους, ἐκλέγειν τοὺς ἀρίστους, Ἰλ. Ι. 521, πρβλ. Τ. 193, Ὀδ. Δ. 408, 530, κτλ. ― Παθ. ἐκλέγομαι, διακρίνομαι, ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι Ω. 507· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μετοχ. κεκριμένος καὶ κρινθεὶς ἐπὶ τῆς σημασ. ἐκλελεγμένος, ἐκλεκτός, Ἰλ. Κ. 417, Ὀδ. Ν. 182., Π. 248, κτλ. (πλὴν ἐν Ἰλ. Ξ. 19, ἴδε κατωτ. 2)· ἀρετᾷ κριθείς, διακριθεὶς ἐπὶ ἀρετῇ..., Πινδ. Ν. 7. 10· ἀσπίδα... κεκρ. ὕδατι καὶ πολέμῳ, διακριθεὶς κατὰ ξηρὰν καὶ θάλασσαν, Ἀνθ. Π. 9. 42· ― ἐν ζῶσι κεκριμένα (ἢ κρινομένα), ἐναρίθμιος μεταξὺ τῶν ζώντων, κατὰ Δινδ. καὶ Ναύκ. ἀντὶ ἀριθμουμένα, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ..., Εὐρ. Ἱκέτ. 969· εἰς τοὺς ἐφήβους κριθεὶς Λουκ. Ἔρωτ. 2· ― κατὰ μέσ. ἀόρ., κοῦροι… κρινάσθων, ἂς ἐκλεχθῶσιν, Ὀδ. Θ. 35. 2) ἐκφέρω κρίσιν, ἀπόφασιν περὶ ἐρίδων, κρίνων νείκεα πολλὰ Μ. 440· ἔκριναν μέγα νεῖκος… πολέμοιο Σ. 264· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας, «οἳ ἂν βιαίως κρίνωσιν ἐν τῇ ἀγορᾷ δίκας διεστραμμένας καὶ ἀδίκους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Π. 387· οὕτω, κρ. δίκην Ἡρόδ. 2. 129, Αἰσχύλ. Εὐμ. 433.· πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος αὐτόθι 682· κρινεῖ δὲ δή τις ταῦτα; Ἀριστοφ. Βάτρ. 805· κρ. κρίσιν Πλάτ. Πολ. 360Ε· ἄριστα κρ. Θουκ. 6. 39· κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ, ἀποφασίζουσι τὸ ζήτημα..., ὁ αὐτ. 1. 87· μίσει πλέον ἢ δίκῃ κρ. ὁ αὐτ. 3. 67· τὸ δίκαιον κρ. Ἰσοκρ. 298D· τῷ τοῦτο κρίνεις; πόθεν κρίνεις τοῦτο; πόθεν σχηματίζεις ταύτην τὴν κρίσιν; Ἀριστοφ. Πλ. 48· ὡσαύτως, κρ. περί τινος Πινδ. Ν. 5. 73, Πλάτ. Ἀπολ. 35D, Ἀριστ., κτλ.· ― παθ., ἀγὼν κριθήσεται Αἰσχύλ. Εὐμ. 677· κἂν ἰσόψηφος κριθῇ (δηλ. ἡ δίκη) αὐτόθι 741· ἀπρόσωπ., ὡς ἐν τῇδε τῇ μάχῃ κριθησόμενον, ἔμελλε νὰ κριθῇ, ν’ ἀποφασισθῇ, Ἀρρ. Ἀν. 3. 9, 6. β) ἀποφασίζω ἀγῶνα, π. χ. διὰ βραβεῖον, Σοφ. Αἴ. 443, Ἀριστοφ. Βάτρ. 873· ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Αἰσχύλ. Θήβ. 414, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 601· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ὁ τὰς Θεὰς κρίνας, περὶ τοῦ Πάριδος, ὁ αὐτ. Ι. Α. 72· ― Παθ. καὶ. Μέσ., ἐπὶ προσ., φθάνω εἰς ἀποτέλεσμα, κρίνασθαι Ἄρηι Ἰλ. Β. 385, πρβλ. Σ. 209, κτλ.· ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν… μένος κρίνηται Ἄρηος, «ἔστι κρίνεσθαι μένος Ἄρεως, ὅτε σύμμιξις πολέμου γένηται, τότε γὰρ διακρίνεται τὸ τῶν μερῶν μένος» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 269, πρβλ. Ἡσιόδ. Θ. 882· καθόλου, φιλονεικῶ, ἐρίζω, μάχομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 66· περί τινος Ἡρόδ. 3. 120· οὐ κρινοῦμαι... σοὶ τὰ πλείονα Εὐρ. Μήδ. 609· δίκῃ κρίνεσθαι Θουκ. 4. 122· οὕτω, κρίνεσθαι μετά τινος Ἑβδ. (Ἰουδ. Η΄, 1)· ― ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., διακεκριμένος, καθαρός, ἰσχυρός, οὖρον κεκριμένον, ὡς τὸ εὐκρινής, Ἰλ. Ξ. 19· ὡσαύτως, πόνοι κεκρ., ἀποφασισμένοι, τετελεσμένοι (πρβλ. decisa negotia, Ὁράτ.), Πινδ. Ν. 4. 2· αἱ μάχαι κρίνονται… ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Κύρ. 3. 3, 19. 3) δι’ ἀποφάσεως παραχωρῶ, δίδω, κράτος τινὶ Σοφ. Αἴ. 443· ― Παθ., τοῖς οὔτενόστος ἐκρίθη Πινδ. Π. 8. 120. β) ἀπολ., κρίνω, ἐκφέρω κρίσιν ἢ ἀπόφασιν, ἄκουσον... καὶ κρῖνον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 398· ἀδίκως κρίνειν Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 287, 576. γ) παρ’ Ἰατρ., φέρω εἰς κρίσιν, εἰς κρίσιμον σημεῖον, τὸ θερμὸν φίλιόν ἐστι καὶ κρῖνον Ἱππ. Ἀφ. 1253· ἐν τῷ παθ., ἐπὶ νοσοῦντος, φθάνω εἰς κρίσιμον κατάστασιν, ἐκρίθη εἰκοσταῖος ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 1. 951· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς νόσου, ὁ αὐτ. ἐν 954· τοῦ πάθους κριθέντος Διόδ. 19. 24. 4) κρίνω περί τινος, ὡς καὶ νῦν, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων αὐτόν, κρίνων περὶ αὐτοῦ ἐξ ἐμαυτοῦ, Δημ. 564. 17· κρ. πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν Ἰσοκρ. 56Β. ― Παθ., ἴσον παρ’ ἐμοὶ κέκριται Ἡρόδ. 7. 16, 1· εὔνοια καιρῷ κρίνεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 143. 5) ἑρμηνεύω, ταύτῃ ἔκριναν τὸ ἐνύπνιον Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 7. 19, Αἰσχύλ. Πρ. 485, κτλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ γέρων ἐκρίνατ’ ὀνείρους Ἰλ. Ε. 150. 6) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ ἀποφαίνομαι ὅτι, θεωρῶ..., Ἡρόδ. 1. 30, 214, Πλάτ., κτλ.· κρίνω σε νικᾶν Αἰσχύλ. Χο. 903· οὕτω καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., ἄνδρα πρῶτον κρ. τινὰ Σοφ. Ο. Τ. 34· Ἔρωτα δ’ ὅστις μὴ θεὸν κρίνει μέγαν Εὐρ. Ἀποσπ. 271· τὴν πόλιν ἀθλιωτάτην ἔκρινας Πλάτ. Πολ. 578Β· ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε…, σοφὸν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 40e· ― Παθ., Ἑλλήνων κριθεὶς ἄριστος Σοφ. Φιλ. 1345, πρβλ. Θουκ. 2. 40, κτλ. 7) ἀποφασίζω ὑπέρ τινος, προτιμῶ, προκρίνω, κρίνω δ’ ἄφθονον ὄλβον Αἰσχύλ. Ἀγ. 471, πρβλ. Ἱκέτ. 396· τὴν ἐλπίδα τῆς τύχης πάρος Σοφ. Τρ. 724· τινὰ πρό τινος Πλάτ. Πολ. 399Ε, πρβλ. Φίληβ. 57Β· τι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 110Α· εἴ σφε κρίνειεν Πάρις Εὐρ. Τρῳ. 928, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1102, Ἐκκλ. 1155. 8) μετ’ ἀπαρ. μόνον, εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ πράξω τι, Ἐπιστ. π. Τίτ. γ΄, 12, πρβλ. Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, β΄, 2, Διόδ. 15. 32· ζῆν μεθ’ ὧν κρίνῃ τις (δηλ. ζῆν), μεθ’ ὧν προτιμᾷ νὰ ζῇ, Μένανδρ. ἐν «Φιλαφέλφοις» 5. 9) σχηματίζω κρίσιν περί τινος, μὴ κρῖν’ ὁρῶν τὸ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Μονοστ. 333, πρβλ. Ἄδηλ. 58. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ἐρωτῶ, αὐτόν... ἅπας λεὼς κρίνει παριστὰς Σοφ. Τρ. 195· εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις αὐτόθι 388· καὶ κρῖνε κἀξέλεγξε ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 399· μὴ κρῖνε, μὴ ’ξέταζε ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 586· σέ τοι, σὲ κρίνω ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1445. 2) φέρω εἰς κρίσιν, ὡς τὸ κατηγορέω, Λυκοῦργ. 147. 43, πρβλ. Δημ. 26. 18., 230. 7., 413. 25, κτλ.· κρ. θανάτου, κρίνω, δικάζω ἐν ζητήμασι περὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14· κρ. τινὰς προδοσίας Λυκοῦργ. 164. 7· περὶ προδοσίας Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 137· κρ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Λατ. repetundarum, Πλουτ. Καῖσ. 4· ― Παθ., κρίνομαι, φέρομαι εἰς δίκην, δικάζομαι, θανάτου κρίνεσθαι (ἴδε ἐν λ. θάνατος), Θουκ. 3. 57, πρβλ. 6. 29· τρὶς κρίνεται παρ’ ὑμῖν περὶ θανάτου Δημ. 53. 27· ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν θανάτου ὁ αὐτ. ἐν 535. 10· μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, κρίνεσθαι δώρων Λυσ. 178. 7, πρβλ. Λυκοῦργ. 164. 6· ὡσαύτως, κρ. ἐπ’ ἀδικήματι Πλούτ. 241Ε· ἀπολ., ὁ κεκριμένος, Λατ. reus, Αἰσχίν. 49. 80· ἐντεῦθεν, 3) ἐκφέρω ἀπόφασιν καταδικαστικήν, καταδικάζω, ὡς τὸ κατακρίνω, Σοφ. Τρ. 724, Δημ. 413. 16, Κ. Δ.· ― Παθ., δικάζομαι, καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, κακούργου... ἐστι κριθέντ’ ἀποθανεῖν Δημ. 52. 2 (;). ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 56-57.

French (Bailly abrégé)

f. κρινῶ, ao. ἔκρινα, pf. κέκρικα;
Pass. ao. ἐκρίθην, pf. κέκριμαι;
I. séparer :
1 trier : καρπόν τε καὶ ἄχνας IL séparer l’épi et la barbe ; ἄνδρας κατὰ φῦλα IL séparer les guerriers par tribus;
2 distinguer : τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς XÉN les bons et les méchants ; Pass. ἵνα κρίνονται ἄριστοι OD où se distinguent les plus braves;
3 choisir : τινα ἐκ πάντων HDT qqn entre tous ; préférer : ἄφθονον ὄλβον ESCHL un bonheur exempt d’envie ; τινα πρό τινος, choisir qqn de préférence à un autre;
II. p. suite
1 décider, trancher ; νεῖκος OD une querelle ; δίκην juger un procès ou prononcer un jugement, une sentence ; κρ. περί τινος, décider de qch ; abs. décider (une question, une contestation, etc.) ; avec un acc. de pers. : κρ. τὰς θεάς EUR juger les déesses, décider leur contestation ; avec une prop. inf. : κρίνω σε νικᾶν ESCHL je décide que c’est toi le vainqueur ; au sens judic. poursuivre en justice, accuser : περὶ προδοσίας ISOCR poursuivre qqn pour trahison ; κρ. θανάτου XÉN juger une cause capitale ; Pass. κρίνεσθαι θανάτου THC ou περὶ θανάτου DÉM être jugé pour un crime capital ; ὁ κρίνων, l’accusateur ou le juge ; ὁ κρινόμενος, l’accusé ; juger, condamner ; Pass. être condamné : ὁ κεκριμένος ESCHN le condamné;
2 décider, résoudre, expliquer, interpréter : ἐνύπνιον HDT un songe;
3 p. ext. juger, estimer, apprécier ; Pass. être jugé, estimé (le meilleur, le plus brave, etc.);
4 en gén. adjuger;
5 juger, càd faire entrer dans la phase décisive ou critique : οὖρος κεκριμένος IL vent qui souffle dans une direction déterminée;
6 mettre en jugement ; interroger, questionner (cf. ἀνακρίνω);
Moy. κρίνομαι (f. κρινοῦμαι, ao. ἐκρινάμην, pf. κέκριμαι);
1 décider, trancher une contestation pour soi : Ἄρηϊ IL décider sa querelle par un combat ; περί τινος, disputer sur qch ; τινός τινι EUR discuter sur qch avec qqn ; δίκῃ THC décider sa querelle par un procès;
2 juger, interpréter : ὀνείρους IL des songes.
Étymologie: R. Κρι, trier, cf. lat. cerno, cribrum.

English (Autenrieth)

imp. κρῖνε, pass. perf. part. κεκριμένος, aor. κρινθέντες, mid. aor. ἐκρίνατο, subj. κρίνωνται, inf. κρίνασθαι, part. κρῖνάμενος: I. act., separate, καρπόν τε καὶ ἄχνᾶς, Il. 5.501; hence of arranging troops, Il. 2.446; then select, Il. 6.188; freq. the pass., Il. 13.129, Od. 13.182; decide (cernere), νεῖκος, θέμιστας, Od. 18.264, Il. 16.387; οὖρος κεκρι- μένος, a ‘decidedwind, Il. 14.19.—II. mid., select or choose for oneself; Od. 4.408, Od. 8.36; get a contest decided, ‘measure oneself’ in battle, κρίνεσθαι Ἄρηι (decernere proelio), Il. 2.385; abs. Od. 24.507, cf. Od. 16.269; of ‘interpreting’ dreams, Il. 5.150.