μετά

From LSJ
Revision as of 13:06, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετά Medium diacritics: μετά Low diacritics: μετά Capitals: ΜΕΤΑ
Transliteration A: metá Transliteration B: meta Transliteration C: meta Beta Code: meta/

English (LSJ)

[ᾰ, but ᾱ in S.Ph.184 (s. v. l., lyr.)], poet. μεταί, dub., only in μεταιβολία; Aeol., Dor., Arc. πεδά (q.v.): Prep. with gen., dat., and acc. (Cf. Goth.

   A mip, OHG. miti, mit 'with'.)    A WITH GEN. (in which use μ. gradually superseded σύν, q.v.),    I in the midst of, among, between, with pl. Nouns, μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων Od.10.320; μ. δμώων πῖνε καὶ ἦσθε 16.140; τῶν μέτα παλλόμενος Il.24.400; πολλῶν μ. δούλων A.Ag.1037; μ. ζώντων εἶναι S.Ph.1312; ὅτων οἰκεῖς μέτα Id.OT414; μ. τῶν θεῶν διάγουσα Pl.Phd.81a (but κεῖσθαι μ. τινός with one, S.Ant.73): sts. the pl. is implied, μετ' οὐδενὸς ἀνδρῶν ναίειν, i.e. among no men, Id.Ph.1103 (lyr.), etc.    II in common, along with, by aid of (implying a closer union than σύν), μ. Βοιωτῶν ἐμάχοντο Il.13.700, cf. 21.458; συνδιεπολέμησαν τὸν πόλεμον μ. Ἀθηναίων IG12.108.7; μ. ξυμμάχων ξυγκινδυνεύσειν Th.8.24, cf. 6.79, etc.; μ. τῆς βουλῆς in co-operation with the council, IG12.91.10: in this sense freq. (not in ll., Od., Pi., rare in early Gr.) with sg., μετ' Ἀθηναίης with, i.e. by aid of, Athena, h.Hom. 20.2; μ. εἷο Hes.Th.392; μ. τινὸς πάσχειν, δρᾶν τι, A.Pr.1067 (anap.), S.Ant.70; μ. τινὸς εἶναι to be on one's side, Th.3.56; μ. τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι X.Cyr.2.4.7; μ. τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Pl.Ap.32b: generally, with, together with, with Subst. in sg. first in Hdt. (in whom it is rare exc. in the phrase οἱ μ. τινός, v. infr.), as κοιμᾶσθαι μ. τινός 3.68, Timocl.22.2; εὕδειν μ. τινός Hdt.3.84; οἱ μ. τινός his companions, Id.1.86, al., Pl.Prt.315b: freq. with Prons., μετ' αὐτοῦ S. Ant.73; μετ' ἐμοῦ Ar.Ach.661 (anap.), etc.: less freq. of things, στέγη πυρὸς μ. S.Ph.298; μ. κιθάρας E.IA1037 (lyr.); μ. τυροῦ Ar.Eq.771, etc.; τὴν δίαιταν μεθ' ὅπλων ἐποιήσαντο Th.1.6, cf. E.Or.573; ὄχλος μ. μαχαιρῶν καὶ ξύλων Ev.Matt.26.47: indicating community of action and serving to join two subjects, Κλεομένης μετὰ Ἀθηναίων C. and the Athenians, Th.1.126: with pl. Verb, Δημοσθένης μ. τῶν ξυστρατήγων σπένδονται Id.3.109, etc.; of things, in conjunction with, ἰσχύν τε καὶ κάλλος μετὰ ὑγιείας Pl.R.591b; γῆρας μ. πενίας ib.330a.    III later, in one's dealings with, ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς μετ' αὐτῶν Act.Ap. 14.27; ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ' αὐτοῦ Ev.Luc.10.36; τί ἡμῖν συνέβη μ. τῶν ἀρχόντων PAmh.2.135.15 (ii A.D.): even of hostile action, σὺ ποιεῖς μετ' ἐμοῦ πονηρίαν LXX Jd.11.27, cf. 15.3; πολεμῆσαι μ. τινός Apoc.12.7, cf. Apollod.Poliorc.190.4 codd. (but μ. may be a gloss), Wilcken Chr.23.10 (v A.D.), OGI201.3 (Nubia, vi A. D.): to denote the union of persons with qualities or circumstances, and so to denote manner, τὸ ἄπραγμον . . μὴ μ. τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, etc.; ἱκετεῦσαι μ. δακρύων Pl.Ap.34c; οἴκτου μέτα S.OC1636; μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ . . ἐλλείπομεν Th.1.120, cf. IG22.791.12; μ. ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70; ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται ib.103, etc.; ψυχὴν ὁσίως βεβιωκυῖαν καὶ μετ' ἀληθείας Pl.Grg.526c, cf. Phdr.249a, 253d; also, by means of, μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν X.Mem. 3.5.8; γράφε μ. μέλανος PMag.Lond.121.226.    2 serving to join two predicates, γενόμενος μ. τοῦ δυνατοῦ καὶ ξυνετός, i.e. δυνατός τε καὶ ξυνετός, Th.2.15; ὅταν πλησιάζῃ μ. τοῦ ἅπτεσθαι Pl.Phdr. 255b.    IV rarely of Time, μ. τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, for ἅμα, Th.1.6; μετ' ἀνοκωχῆς during... Id.5.25.    B WITH DAT., only poet., mostly Ep.:    I between, among others, but without the close union which belongs to the genitive, and so nearly = ἐν, which is sts. exchanged with it, μ. πρώτοισι . . ἐν πυμάτοισι Il.11.64:    1 of persons, among, in company with, μετ' ἀθανάτοισι Il.1.525; μετ' ἀνθρώποις B.5.30; μ. κόραισι Νηρῆος Pi.O.2.29; μ. τριτάτοισιν ἄνασσεν in the third generation (not μ. τριτάτων belonging to it), Il.1.252; of haranguing an assembly, μετ' Ἀργείοις ἀγορεύεις 10.250, etc.; between, of two parties, φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν 4.16.    2 of things, μ. νηυσίν, ἀστράσι, κύμασιν, 13.668, 22.28, Od.3.91; δεινὸν δ' ἐστὶ θανεῖν μ. κύμασιν Hes. Op.687; χαῖται δ' ἐρρώοντο μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Il.23.367; αἰετὼ . . ἐπέτοντο μ. π. ἀ. Od.2.148.    3 of separate parts of persons, between, μ. χερσὶν ἔχειν to hold between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 184, S. Ph.1110 (lyr.), etc.; τὸν μ. χ. ἐρύσατο Il.5.344; ὅς κεν . . πέσῃ μ. ποσσὶ γυναικός, of a child being born, 'to fall between her feet', 19.110; so μ. γένυσσιν, γαμφηλῇσιν, 11.416, 13.200; μ. φρεσί 4.245, etc.    II to complete a number, besides, over and above, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μ. τοῖσιν ἐλέγμην I reckoned myself to be with them a fifth, Od.9.335, cf. Il.3.188; Οὖτιν . . πύματον ἔδομαι μ. οἷς ἑτάροισι last to complete the number, i.e. after, Od.9.369, cf. A.Pers.613, Theoc.1.39, 17.84.    III c. dat. sg., only of collect. Nouns (or the equivalent of such, μεθ' αἵματι καὶ κονίῃσιν Il.15.118), μ. στροφάλιγγι κονίης 21.503; στρατῷ 22.49; μ. πρώτῃ ἀγορῇ 19.50, etc.; μετ' ἀνδρῶν . . ἀριθμῷ Od.11.449; μετ' ἄλλῳ λαῷ A.Ch.365 (lyr.).    C WITH ACCUS.,    I of motion, into the middle of, coming into or among, esp. where a number of persons is implied, ἵκοντο μ. Τρῶας καὶ Ἀχαιούς Il.3.264; μ. φῦλα θεῶν 15.54, cf. Od.3.366, al.; μ. μῶλον Ἄρηος Il.16.245; μ. λαὸν Ἀχαιών 5.573, al.; μ. στρατόν, μεθ' ὅμιλον, μεθ' ὁμήγυριν, 5.589, 14.21, 20.142: so of birds, ὥς τ' αἰγυπιὸς μ. χῆνας (though this may be referred to signf. 2), 17.460; of things, εἴ τινα φεύγοντα σαώσειαν μ. νῆας 12.123; με μ. . . ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει plunges me into them, 2.376; of place, μ. τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων 6.511; δράγματα μετ' ὄγμον πῖπτον into the midst of the furrow, 18.552.    2 in pursuit or quest of, of persons, sts. in friendlysense, βῆ ῥ' ἰέναι μ. Νέστορα went to seek Nestor, Il.10.73, cf. 15.221: sts. in hostile sense, βῆναι μ. τινά to go after, pursue him, 5.152, 6.21, al.; also of things, πλεῖν μ. χαλκόν to sail in quest of it, Od.1.184; ἵκηαι μ. πατρὸς ἀκουήν in search of news of thy father, 2.308, cf. 13.415; οἴχονται μ. δεῖπνον Il.19.346; πόλεμον μέτα θωρήσσοντο they armed for the battle, 20.329; ὡπλίζοντο μεθ' ὕλην prepared to seek after wood, 7.418, cf. 420; μ. δούρατος ᾤχετ' ἐρωήν 11.357; μ. γὰρ δόρυ ᾔει οἰσόμενος 13.247.    II of sequence or succession,    1 of Place, after, behind, λαοὶ ἕπονθ', ὡς εἴ τε μ. κτίλον ἕσπετο μῆλα like sheep after the bell-wether, Il.13.492, cf. Od.6.260, 21.190, h.Ven.69; ἔσχατοι μ. Κύνητας οἰκέουσι Hdt.4.49; μ. τὴν θάλασσαν beyond, on the far side of the sea, Theo Sm.p.122 H.    2 of Time, after, next to, μ. δαῖτας Od.22.352; μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος after Hector thy death is at the door, Il.18.96; μ. Πάτροκλόν γε θανόντα 24.575, cf. Hdt. 1.34; μετ' εὐχάν A.Ag.231 (lyr.), etc.; μ. ταῦτα thereupon, there-after, h.Merc.126, etc.; τὸ μ. ταῦτα Pl.Phlb.34c; τὸ μ. τοῦτο Id.Criti. 120a; μετ' ὀλίγον ὕστερον shortly after, Id.Lg.646c; μ. μικρόν Luc. Demon.8; μ. ἡμέρας τρεῖς μ. τὴν ἄφεδρον Dsc.2.19; μ. ἔτη δύο J.BJ 1.13.1; μ. τρίτον ἔτος Thphr.HP4.2.8; μ. χρυσόθρονον ἠῶ after daybreak, h.Merc.326: but μετ' ἡμέρην by day, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Pl.Phdr.251e, etc.; μεθ' ἡμέραν, opp. νύκτωρ, E.Ba.485; μ. νύκτας Pi.N.6.6; μ. τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν after the boy or girl has attained the age of six years, Pl.Lg.794c.    3 in order of Worth, Rank, etc., next after, following Sup., κάλλιστος ἀνὴρ . . τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.674, cf. 7.228, 12.104, Od.2.350, Hdt.4.53, X.Cyr.7.2.11, etc.; κοῦροι οἳ . . ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας Od.4.652, cf. Isoc.9.18: where Sup. is implied, ὃς πᾶσι μετέπρεπε . . μ. Πηλεΐωνος ἑταῖρον Il.16.195, cf. 17.280, 351; μ. μάκαρας next to the gods, A.Th. 1080 (anap.); also μάχεσθαι μ. πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων to be inferior in fighting to many... Philostr.Her.6.    III after, according to, μ. σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ as you and I wish, Il.15.52; μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν 18.321; μετ' ἴχνια βαῖνε Od.2.406.    IV generally, among, between, as with dat. (B.I), μ. πάντας ὁμήλικας ἄριστος best among all, Il.9.54, cf. Od.16.419; μ. πληθύν Il.2.143; μ. τοὺς τετελευτηκότας including those who have died, PLond.2.260.87 (i A.D.); μ. χεῖρας ἔχειν Hdt.7.16. β', Th.1.138, POxy.901.9 (iv A.D.), cf. X.Ages.2.14, etc.    D μετά with all cases can be put after its Subst., and is then by anastrophe μέτα, Il.13.301, but not when the ult. is elided, 17.258, Od.15.147.    E abs. as ADV., among them, with them, Il.2.446,477, etc.; with him, οὐκ οἶον, μ. καὶ Γανυμήδεα A.R.3.115.    II and then, next afterwards, opp. πρόσθε, Il.23.133.    III thereafter, 15.67, Hdt.1.88, 128,150, A.Ag.759 (lyr.), etc.; μ. γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ one feels pleasure even in troubles, when past, Od.15.400; μ. δέ, for ἔπειτα δέ, Hdt.1.19, Luc.DMort.9.2, etc.    F μέτα, -μέτεστι, Od.21.93, Parm.9.4, Hdt.1.88,171, S.Ant. 48,etc.    G IN COMPOS.:    I of community or participation, as in μεταδίδωμι, μετέχω, usu. c. gen. rei.    2 of action in common with another, as in μεταδαίνυμαι, μεταμέλπομαι, etc., c. dat. pers.    II in the midst of, of space or time, as in μεταδήμιος, μεταδόρπιος 1; between, as in μεταίχμιον, μεταπύργιον.    III of succession of time, as in μεταδόρπιος 2, μετακλαίω, μεταυτίκα.    IV of pursuit, as in μεταδιώκω, μετέρχομαι.    V of letting go, as in μεθίημι, μεθήμων.    VI after, behind, as in μετάφρενον, opp. πρόσθε.    VII reversely, as in μετατρέπω, μεταστρέφω.    VIII most freq. of change of place, condition, plan, etc., as in μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβουλεύω, μεταγιγνώσκω, etc.

German (Pape)

[Seite 141] (mit μέσος verwandt, wie mit u. mitten, vgl. μέτασσαι, μεταξύ), poet. auch μεταί, äol. u. dor. πεδά, Adverbium und Präposition.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
A. adv.
I. au milieu, parmi : μετὰ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη IL au milieu (d’eux) est Athénè aux yeux brillants ; μετὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων IL au milieu (d’eux) est le puissant Agamemnon;
II. par derrière;
1 avec idée de lieu par derrière, à la suite : μετὰ Τυδέος υἱὸν ἔπουσαν IL (Athénè) qui accompagne en le suivant le fils de Tydée ; μετὰ νῶτα βαλών IL (où fuis-tu) le dos tourné (à l’ennemi) ? πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ’ ὔμμες OD moi le premier, vous ensuite ; πρόσθε μὲν ἱππῆες, μετὰ δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν IL en avant marchent les guerriers montés sur des chars, par derrière suivait la nuée des guerriers à pied;
2 avec idée de temps ensuite : ἕζετ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ’ ἰὸν ἕηκεν IL ensuite il s’assit à l’écart loin des vaisseaux, puis lança un trait ; suivi de δέ : μετὰ δέ, et ensuite;
3 en faisant se succéder, en remplaçant : μετὰ δὴ βουλεύαι ; HDT reviens-tu sur ta résolution ? litt. prends-tu une résolution qui succède à celle que tu avais prise ?;
B. prép. avec le gén., le dat. et l’acc. :;
• GÉN. « avec », càd :
1 au milieu de, parmi : μετὰ δμώων πῖνε καὶ ἦσθε OD il buvait et mangeait au milieu de ses serviteurs ; καθήμενον μετὰ τῶν ἄλλων PLAT assis au milieu des autres;
2 en communauté avec;
3 d’accord avec : μετὰ καιροῦ THC selon l’occasion ; μετὰ τοῦ ἀδικουμένου ἔσεσθαι XÉN on sera du côté de celui à qui on ferait du mal;
4 avec accompagnement de : γῆρας μετὰ πενίας PLAT la vieillesse avec la pauvreté ; outre : γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ δυνατός THC (ce prince) qui joignit à la sagesse la puissance;
• DAT. poét.
1 au milieu de, parmi, entre, dans : ἔχειν μετὰ χερσί ou ἴσχειν SOPH avoir ou tenir entre les mains ; μετὰ γαμφηλῇσιν IL ou μετὰ γένυσσιν IL (aiguisant ses défenses) dans litt. entre ses mâchoires ; avec un sg. collectif : μετὰ στρατῷ IL au milieu de l’armée ; μεθ’ αἵματι καὶ κονίῃσι IL au milieu du sang et de la poussière;
2 avec : μετ’ ἄλλῶ λαῷ ESCHL avec le reste du peuple ; μετὰ καὶ τοῖσι OD que cela s’ajoute à tous ces maux;
3 d’accord avec, selon : μετὰ πνοιῇσ’ ἀνέμοιο IL, OD au gré du vent litt. selon le souffle du vent;
4 pour : μετ’ ἀθανάτοισι IL pour les immortels ; μετ’ ἀμφοτέροισι IL (afin qu’il arrive pour le mieux) pour les deux partis;
• ACC.
1 après, à la suite de : ποταμὸς μέγιστος μετὰ Ἴστρον HDT le fleuve le plus grand après l’Ister ; avec idée de temps μετὰ τοῦτον τὸν χρόνον PLAT après ce temps;
2 entre, parmi : μετὰ χεῖρας ἔχειν HDT avoir entre les mains ; μεθ’ ὁμήλικας OD entre ceux de ton âge ; μετ’ Aἰθιοπῆας IL parmi ou chez les Éthiopiens ; fig. τινα μετ’ ἔριδας καὶ νείκεα βάλλειν, jeter qqn au milieu des querelles et des disputes;
3 vers : σφαῖραν ἔρριψε μετ’ ἀμφίπολον OD elle lança la balle vers une suivante;
4 avec idée de temps pendant : μεθ’ ἡμέραν HDT pendant le jour;
Rem. I. μετά se place qqf en poésie, après son rég. et s’accentue alors μέτα;
II. il s’emploie poét. p. μέτεστι, et s’accentue également μέτα : avec un dat. : τί δ’ Ἑλένης παρθένῳ τῇ σῇ μέτα ; EUR quoi de commun entre Hélène et la vierge qui est ta fille ? cf. πάρα p. πάρεστι;
En composition μετά marque;
1 (μετά, avec) la communauté ou la participation : μεταδίδωμι, μετέχω, etc. ; l’action en commun avec qqn : μεταδαίνυμαι, μεταίτιος, etc.
2 (μετά, entre) : μεταίχμιον, μεταπύργιον, etc.
3 (μετά, après) la succession : μετάφρενον, etc. ; la poursuite : μεταδιώκω, μετέρχομαι, etc. ; la succession dans le temps : μεταυτίκα, μετέπειτα, etc. ; l’action de laisser aller : μεθίημι, etc. ; l’idée de à rebours : μεταστρέφω, μετατρέπω ; le changement de lieu ou de condition : μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβουλεύω, etc.
Étymologie: cf. skr. mithu « ensemble ».

English (Autenrieth)

amid, among, after.—I. adv. (here belong all instances of ‘tmesis’), μετὰ δ' ἰὸν ἕηκεν, let fly an arrow among them (the ships), Il. 1.48, Od. 18.2 ; πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ' ὔμμες, afterward, Od. 21.231, and so of time, Od. 15.400: denoting change of position, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει, ‘had passed over the meridian’; μετὰ δ' ἐτράπετ, ‘turned around’; μετὰ νῶτα βαλών, Od. 12.312, Α 1, Il. 8.94. The relation of the adv. may be specified by a case of a subst., thus showing the transition to the true prepositional use, μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω, ‘let this be added to those and be among them,’ Od. 5.224.—II. prep., (1) w. gen., along with; μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων, μάχεσθαι μετά τινος, ‘in league with,’ Od. 10.320, Il. 13.700.—(2) w. dat., amid, among, between, in; μετὰ χερσὶν ἔχειν, ‘in the hands,’ Il. 11.184, Od. 3.281 ; μετὰ γένυσσι, ποσσί, ‘between,’ Il. 11.416, Il. 19.110 ; μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο πέτεσθαι, i. e. as fast as the winds, Od. 2.148 ; Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισιν, the lastamong’ his mates, the position of honor in being eaten, Od. 9.369.—(3) w. acc., denoting motion, among, towards, to, after, μετ' Αἰθιοπῆας ἔβη, μετὰ μῶλον Ἄρηος, σφαῖραν ἔρριψε μετ ἀμφίπολον, βῆναι μετά τινα, Il. 1.423, Il. 7.147, ζ 11, Il. 5.152, and sometimes of course in a hostile sense; so fig., βάλλειν τινὰ μετ' ἔριδας, ‘plunge in,’ ‘involve in,’ Il. 2.376; sometimes only position, without motion, is denoted, Il. 2.143; of succession, after, next to, whether locally or of rank and worth, μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα, Il. 13.492; κάλλιστος ἀνὴρ μετὰ Πηλείωνα, Il. 2.674; then of time, purpose, conformity, or adaptation, μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα, ‘after the death of P.’; πλεῖν μετὰ χαλκόν, ‘after,’ i. e. to get bronze; μετὰ σὸν κῆρ, ‘after,’ i. e. to suit thy heart, Il. 24.575, Od. 1.184, Ο 52, Il. 18.552, Od. 2.406, Il. 11.227 .—μέτα = μέτεστι, Od. 21.93.