ἐπιτελέω
English (LSJ)
fut.
A -τελῶ SIG229.17 (Erythrae, iv B.C.), Dor.3pl. fut. -τελεσσεῦντι Annuario 4/5.225.27 (Rhodes, ii B.C.), 3pl. pf. -τετελέκαντι SIG1158.3 (Delph., iii B.C.):—complete, finish, accomplish, ἐ. τὰ ἐπιτασσόμενα Hdt.1.115, cf. 51,90 ; τὰς ἐντολάς ib.157 ; τὸν προκείμενον ἄεθλον ib. 126 ; ἀποδείξιας Archyt.4 ; ἐ. ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν Th.1.70 ; ταῦτα τοῖς ἔργοις ἐ. Isoc.2.38 ; πόλεμον Plb.1.65.2 ; esp. of the fulfilment of oracles, visions, etc., Hdt.1.13 (Pass.), al. ; εὐχήν ib.86 ; ἃ ὑπέσχετο Th.1.138:—Med., τὴν κρίσιν ἐπιτελέσασθαι get it completed, Pl.Phlb. 27c ; καλὴν καὶ σεμνὴν πρᾶξιν -τετελεσμένος Plb.15.22.1:—Pass., ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ that it may be brought to pass, Decr. ap. D.18.29 ; of movements, Hero Aut.19.5 ; [παθήματα] τῇ ἀδελφότητι ἐ. IEp.Pet.5.9. 2 bring to perfection, τὴν γένεσιν Arist.GA741b5, cf. HA539a33:—Pass., Id.GA758b26. 3 Pass. in Logic, of a syllogism, to be made perfect, by reduction to the first figure, Id.APr. 28a5,41b4. II discharge a religious duty, θυσίας Hdt.2.63, Thphr. ap.Porph.Abst.2.16, Inscr.Prien.108.27 (ii B.C.) ; τὰ νομιζόμενα τοῖς θεοῖς PAmh.2.35.50 (ii B.C.) ; νηστείας καὶ ὁρτάς Hdt.4.186 ; λατρείας Ep.Hebr.9.6(so in Med., εὐωχίαν ἐπετελέσατο Inscr.Prien.113.61 (i B.C.)) : abs., sacrifice, τινί Ael.VH12.61. 2 celebrate, τὴν τοῦ Κυνὸς ἐ. ἐπιτολήν Olymp. in Mete.113.14. III pay in full, ἀποφορήν Hdt. 2.109 ; πεντακόσια τάλαντα βασιλέϊ τὸν ἐπέτειον φόρον Id.5.49, cf. 82, 84 ; ἐπιμήνια Id.8.41 : metaph. in Med., ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως to have to pay, be subject to, the burdens of old age, X.Mem.4.8.8 ; ἐ. θάνατον have to pay the debt of death, Id.Ap.33:—Pass., ἡ δίκη.. τοῦ φόνου.. ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο was paid in full by.., Hdt.9.64. IV impose upon, ἀσεβείας δίκην τινί Pl.Lg.910d.
German (Pape)
[Seite 990] (s. τελέω), vollenden, ausführen, τὰ ἐπιτασσόμενα Her. 1, 51; τὸν προκείμενον ἄεθλον ibd. 126; ὡς ἐπετελέσθη τὸ οἴκημα 2, 121, 1; μαθὼν τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον, in Erfüllung gehen, 2, 152; ἐπιτελέσαι ἃ ὐπέσχετο, sein Versprechen erfüllen, Thuc. 1, 138; ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει 2, 95; ἐπετετέλεστο τὸ τεῖχος 7, 2; ἔργῳ 1, 70, wie ἅττ' ἄν σοι λογιζομένῳ φαίνηται βέλτιστα, ταῦτα τοῖς ἔργοις ἐπιτέλει Isocr. 2, 38; ἱκανοὶ ὄντες ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν Plat. Gorg. 491 b; auch im med., κάλλιον τὴν κρίσιν ἐπιτελεσαίμεθα Phil. 27 c; ἐπιτελεσθέντος τοῦ λόγου Isocr. 5, 23; ὅπως ἡ εἰρήνᾷ ἐπιτελεσθῇ, zu Stande komme, Dem. 18, 29; Sp. – Bes. von Opfern, verrichten, darbringen, Her. 1, 167. 2, 37 und oft; εὐχήν 1, 86; ὁρτάς, Feste feiern, u. ä.; Sp., wie D. Hal. 2, 30; χοάς 2, 52; ohne den Zusatz, ἐπετέλουν αὐτῷ, Ael. V. H. 12, 61; γάμον, Hochzeit ausrichten, Ath. XIII, 576 a; ἀποφορήν, φόρον, Tribut abtragen, Her. 2, 109. 5, 49. – Bei Plat. Legg. X extr. οἱ νομοφύλακες τὴν τῆς ἀσεβείας δίκην τούτοις ἐπιτελούντων, Strafe auferlegen u. vollziehen. – Med., τὰ τοῦ γήρως ἐπιτελεῖσθαι, das Alter, die Lasten des Alters über sich nehmen, Xen. Mem. 4, 8, 8; Sp.; τὰς δίκας D. Hal. 10, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελέω: μέλλ. -έσω, ἐκτελῶ, ἐπιτ. τὰ ἐπιτασσόμενα Ἡρόδ. 1. 175, πρβλ. 51. 90· τὰς ἐντολάς αὐτόθι 157· τὸν προκείμενον ἆθλον αὐτόθι 126· ἐπ. ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν Θουκ. 1. 70· τοῖς ἔργοις ἐπ. Ἰσοκρ. 22C: ― κυρίως ἐπὶ τῆς ἐκπληρώσεως χρησμῶν, ὀπτασιῶν, κτλ., ἐπ. φήμην, χρηστήριον, ὄψιν Ἡρόδ. 1. 13, κ. ἀλλ.: ἐπὶ εὐχῶν ἢ ὑποσχέσεων, αὐτόθι 86., 2. 63, Θουκ. 1. 138: ― Μέσ., τὴν χρῆσιν ἐπιτελέσασθαι Πλάτ. Φίλ. 276C· ἐπὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, ἐπ. πόλεμον Πολύβ. 1. 65, 2: ― Παθ., ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ Ψήφισμα παρὰ Δημ. 235. 4. 2) φέρω εἰς τελειότητα, τὴν γένεσιν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 8, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 7: Παθ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 9, 8 κ. ἀλλ.· ἐπὶ συλλογισμοῦ, γίνομαι τέλειος διὰ τῆς ἀναγωγῆς εἰς τὸ πρῶτον σχῆμα, ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 5. 16., 1. 23, 11, κ. ἀλλ. II. τελῶ θρησκευτικὸν καθῆκον, θυσίας Ἡρόδ. 2. 63· νηστείας καὶ ὁρτὰς ὁ αὐτ. 4. 186, πρβλ. 1. 167., 2. 122: ― ἀπολ., προσφέρω θυσίαν, τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 61. ΙΙΙ. ἀποτίνω, καταβάλλω, πληρώνω, ἀποφορὴν Ἡρόδ. 2. 109· πεντήκοντα τάλαντα βασιλέϊ τὸν ἐπέτειον φόρον ὁ αὐτ. 5. 49, πρβλ. 5. 82, 84· ἐπιμήνια 8. 41· μεταφ. ἐν τῷ Μέσ., εἰ δὲ βιώσομαι πλείω χρόνον, ἴσως ἀναγκαῖον ἔσται τὰ τοῦ γήρως ἐπιτελεῖσθαι, νὰ πληρώνω τὰ χρέη (οὕτως εἰπεῖν) τοῦ γήρατος, νὰ ὑποστῶ τὰ βάρη αὐτοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 8· οὐδὲ πρὸς τὸν θάνατον ἐμαλακίσατο, ἀλλ’ ἱλαρῶς καὶ προσεδέχετο αὐτὸν καὶ ἐπετελέσατο, καὶ ἐπλήρωσε τὸ πρὸς αὐτὸν χρέος του, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33: ― Παθ., ἡ δίκη… τοῦ φόνου… ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο, ἀπετετίνετο ὑπό…, Ἡρόδ 9. 64. IV. ἐπιβάλλω εἴς τινα, δίκας τινί, Λατ. poenas irrogare aliqui, Πλάτ. Νόμοι ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐπιτελέσω, ao. ἐπετέλεσα, pf. ἐπιτετέλεκα;
1 exécuter, accomplir : τι qch ; ὰ ἐπιτασσόμενα HDT les ordres ; ἐπ. φήμην, χρηστήριον HDT accomplir un oracle;
2 acquitter (une dette, etc.) : ἐπ. ἀποφορήν HDT acquitter une contribution ; θυσίαν PLUT, θυσίας HDT accomplir un sacrifice, des sacrifices ; ἑορτάς HDT célébrer des fêtes ; abs. faire un sacrifice : ἐπ. τινι offrir un sacrifice à un dieu;
Moy. ἐπιτελέομαι-οῦμαι mettre à exécution, accomplir, réaliser : τὸν θάνατον XÉN subir la mort ; τὰ τοῦ γήρως XÉN subir les inconvénients de la vieillesse.
Étymologie: ἐπί, τελέω.
Spanish
cumplir, llevar a cabo, proporcionar, cumplirse
English (Strong)
from ἐπί and τελέω; to fulfill further (or completely), i.e. execute; by implication, to terminate, undergo: accomplish, do, finish, (make) (perfect), perform(X -ance).
English (Thayer)
ἐπιτελῶ; future ἐπιτελέσω; 1st aorist ἐπετελεσα; (present middle and passive ἐπιτελοῦμαι);
1. to bring to an end, accomplish, perfect, execute, complete: substantively, τό ἐπιτελέσαι, τί, R G); τάς λατρείας, to perform religious services, discharge religious rites, θρησκείας, Herodotus 2,37; ὁρτας, 4,186; θυσίαν, θυσίας, 2,63; 4,26; Herodian, 1. 5,4 (2edition, Bekker); λειτουργίας, Philo de som. i. § 37). Middle (in Greek writings to take upon oneself: τά τοῦ γήρως, the burdens of old age, Xenophon, mem. 4,8, 8; θάνατον, Xenophon, Apology 33; with the force of the act.: τί, Polybius 1,40, 16; 2,58, 10) to make an end for oneself, i. e. to leave off (cf. παύω): τῇ σαρκί, so as to give yourselves up to the flesh, stop with, rest in it, are ye perfected in etc., cf. Meyer).
2. to appoint to, impose upon: τίνι παθήματα, in passive τήν δίκην, Plato, legg. 10 at the end).
Greek Monotonic
ἐπιτελέω: μέλ. -έσω,
I. εκτελώ, αποπερατώνω, εκπληρώνω, πληρώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· ιδίως, λέγεται για την εκπλήρωση χρησμών, οραμάτων, ευχών, όρκων ή υποσχέσεων, στον ίδ.
II. εκτελώ θρησκευτικό καθήκον, σε Ηρόδ.
III. αποπληρώνω, καταβάλλω, στον ίδ.· μεταφ., στη Μέσ., ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως, να πληρώνω, να υφίσταμαι τα βάρη των γηρατειών, σε Ξεν.· ἐπ. θάνατον, είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω το χρέος του θανάτου, στον ίδ.