εὐφραίνω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
Ep. ἐϋφρ-, fut. Att.
A εὐφρᾰνῶ A.Ch.742, etc., Ion. and Ep. εὐφρανέω Il.5.688, ἐϋφρανέω 7.297: aor. 1 εὔφρᾱνα or ηὔφρ-Simon. 155.12, Pi.I.7(6).3, E.Or.217, etc.; Ep. εὔφρηνα Il.24.102, subj. ἐϋφρήνῃς 7.294:—Pass., with fut. Med. εὐφρᾰνοῦμαι X.Smp.7.5; Ion. 2sg. εὐφρανέαι (v.l. -έεαι) Hdt.4.9; also Pass. εὐφρανθήσομαι Ar.Lys. 165, Aeschin.1.191, Men.Pk.68: aor.1 εὐφράνθην or ηὐ- Pi.O.9.62, Ar. Ach.5: (εὔφρων):—cheer, gladden, εὐφρανέειν ἄλοχον Il.5.688; ἐϋφραίνοιτε γυναῖκας Od.13.44; ἀνδρὸς ἐϋφραίνοιμι νόημα 20.82; εὐ. θυμόν τινος Pi.I.7(6).3; νόον, φρένα, A.Ch.742, Supp.515; [τινὰ] ἐπέεσσι Il. 24.102; τινὰ δι' ἀρετήν Pl.Mx.237a; τινά τι Agatho 12; πλεῖστα X. Mem.2.4.6. II Pass., make merry, enjoy oneself, εὐφραίνεσθαι ἕκηλον Od.2.311, cf. Hdt.4.9, Ev.Luc.16.19, etc.; τινι at or in a thing, Pi.P.9.16, Ar.Nu.561, Pl.Lg.796b; ἐπί τινι Ar.Ach.5, X.Smp.7.5, Aeschin.1.191; ἔν τινι X.Hier.1.16; διά τινος ib.8; ἀπό τινος ib.4.6: c. part., εὐφράνθη ἰδών was rejoiced at seeing, Pi.O.9.62, cf. Men.Pk. 68; εἰ πεπαυμένος μηδέν τι μᾶλλον ἢ νοσῶν εὐφραίνεται S.Aj.280, cf. E.Med.36; τὰ ἐμὰ εὐ. enjoy a pleasure in my stead, Luc.DMar.13.2.
French (Bailly abrégé)
impf. εὔφραινον, f. εὐφρανῶ, ao. ηὐφρανα, pf. inus.
Pass. f. εὐφρανθήσομαι, ao. εὐφράνθην;
réjouir, charmer : τινα qqn ; Pass. être charmé ; avec un part. être charmé de.
Étymologie: εὖ, φρήν.
English (Autenrieth)
(φρήν), fut. εὐφρανέω, aor. εὔφρηνα: cheer, gladden, mid., take one's pleasure, Od. 2.311.
English (Slater)
εὐφραίνω (εὐφραίνοισιν: aor. εὔφρᾶνας: aor. pass. εὐφράνθη; εὐφρανθεῖσα.)
a act. delight τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; (I. 7.3) ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 1.
b pass., be delighted εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν (O. 9.62) Ναὶς εὐφρανθεῖσα Πηνειοῦ λέχει Κρέοισ' ἔτικτεν (i. e. τῇ τοῦ Πηνειοῦ μίξει Σ.) (P. 9.16)
c dub. frag. ]ευφρᾳ[ ?fr. 333e. 2.
Spanish
English (Strong)
from εὖ and φρήν; to put (middle voice or passively, be) in a good frame of mind, i.e. rejoice: fare, make glad, be (make) merry, rejoice.
English (Thayer)
passive, present ἐυφραίνομαι; imperfect εὐφραινόμην (ἠυφραίνω (cf. WH's Appendix, p. 162)); 1st aorist εὐφράνθην and L T Tr WH ηὐφράνθην (εὐδοκέω, at the beginning); 1future εὐφρανθήσομαι; (εὖ and φρήν); in the Sept. very often actively for שִׂמַּח to make joyful, and passive for שָׂמַח to be joyful, sometimes for רָנַן to sing; in Greek writings from Homer down; to gladden, make joyful: τινα, λύπειν). Passive to be glad, to be merry, to rejoice: absolutely, ἐν τίνι, to rejoice in, be delighted with, a thing, Xenophon, Hier. 1,16); ἐπί τίνι, L T Tr WH (for ἐπ' αὐτήν); of the merriment of a feast, λαμπρῶς added, to live sumptuously: Homer, Odyssey 2,311; Xenophon, Cyril 8,7, 12).
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) εύφρων
1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ.
β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.)
2. και μέσ. ευφραίνομαι
αισθάνομαι ευφροσύνη, γεμίζω χαρά (α. «απ' την άνοιξη, που εγύρισε, ουρανός και γης ευφράνθη», Σολωμ.
β. «ἔχαιρεν εὐφραινόμενος ὥσπερ ἐν παραδείσῳ», Διγεν. Ακρ.
γ. «αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις», Ηρόδ.)
μσν.
ευχαριστιέμαι, χαίρομαι («μόλις εἶδον πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῑστον καὶ δράξας εἰς τὰς χεῑράς μου ηὔφρανε ἡ καρδία μου», Πρόδρ.).