περαίνω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαίνω Medium diacritics: περαίνω Low diacritics: περαίνω Capitals: ΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: peraínō Transliteration B: perainō Transliteration C: peraino Beta Code: perai/nw

English (LSJ)

Pi.P.10.28, Philol.1, etc.; poet. πειραίνω Arat.24 : also impf.

   A ἐπείραινε Pi.I.8(7).25 : fut. περᾰνῶ Ar.Pl.563, Pl.Lg.672e; Ion. -ανέω, 3sg.-εῖ, Hp.Hat.Puer.15, Meliss.5: aor. ἐπέρᾱνα S.Aj.22, Pl. Tht.207c; Ion. aor. part. πειρήνας h.Merc.48:—Med., pres., Th.7.43 : fut. περᾰνοῦμαι (δια-) Pl.Phlb.53c : aor. ἐπερᾱνάμην (δι-) E.Hel.26, Pl.Lg.900b:—Pass., fut. περανθήσομαι Gal.UP4.12 (περασθήσομαι is corrupt in Crito ap.Stob.3.3.63): aor. ἐπεράνθην X.HG3.2.19, Pl. Grg.501c, etc.: pf. 3sg. πεπέρανται Id.R.502e, Arist.Cael.273a4 ; poet. πεπείρανται Od.12.37, S.Tr.581 ; imper. πεπεράνθω Pl.Lg.736b ; inf. -άνθαι Id.Grg.472b, Arist.Sens.445b23, -άσθαι Id.Xen.977b3 (s. v.l.) ; part. πεπερασμένος Zeno Eleat.3, Pl.Prm.145a, Arist.APo. 82b32, al.: (πέρας):—bring to an end, finish, accomplish, Hom. only in Pass. (v. infr.); π. ἄταν A.Ch.830 (lyr.); πρᾶγος π. rem transigere, S. Aj.22; πρᾶγμα καὶ χρησμοὺς θεοῦ E.Ion 1569 ; ἐλπίδα, δόκησιν, Id.Andr.1062, Or.636 ; π. τινὰ πρὸς ἔς χατον πλόον bring him to the end of his voyage, Pi.P.10.28 ; π. δίκας τινί Id.I.8(7).25; without δίκην, finish the business, D.38.24 ; π. τὰ δέοντα X.Cyr.4.5.38 ; τὸ προσταχθέν ib.5.3.50 ; ἐπέραινεν ἐφ' οἷς ἐμισθώθη D.18.149 ; π. ὁδόν Ar.Ra. 403 ; πολλήν (sc. θάλασσαν) Arat.289:—Pass., to be brought to an end, finished, πάντα πεπείρανται Od.12.37, cf. S.Tr.581 ; περαίνεται δὴ τοὔργον A.Pr.57, etc.; to be fulfilled, accomplished, χρησμός, τὰ λόγια περαίνεται, E.Ph.1703, Ar.V.799; ἡ συμμαχία ἐπεραίνετο X.HG 7.4.3 ; ἔργῳ π. Id.An.3.2.32.    2 limit, Iamb.Comm.Math.3 :— elsewh. Pass., to be limited or finite, τὸ ὅλον πεπεράνθαι Arist.Ph.207a16 ; πεπέρανται [ὁ οὐρανός] Id.Cael.273a4; esp. in part. πεπερασμένος, opp. ἄπειρος, π. μέγεθος, χρόνος, Id.Ph.266b22, Cael.272a15.    3 in speaking, π. μῦθον, λόγον, proceed with a discourse, A.Th.1056, E.Med. 701 ; εἰπὲ καὶ π. πάντα A.Pers.699 ; π. ὅ τι λέγεις Ar.Pl.648 : abs., περὶ σωφροσύνης ἤδη . . περανῶ ib.563, cf. Ra.1283 ; πέραιν' ὥσπερ ἤρξω Pl.Prt.353b ; πέραινε· σωθείης δὲ . . Men.65.5.    4 recite from beginning to end, ἰαμβεῖον Ar.Ra.1170, cf. D.19.245 ; τραγῳδίαν Antiph.1.6, cf. 85.4; νόμον Pl.Ti.29d ; recount, relate, E.Ion362, IT781.    5 abs., effect one's purpose, esp. with a neg., οὐδὲν π. come to no issue, make no progress, περαίνει δ' οὐδὲν ἡ προθυμία Id.Ph.589, cf. Th.6.86, Lys.8.8 ; ἰατρευόμενοι . . οὐδὲν περαίνουσι Pl.R.426a ; ἵνα τι περαίνωμεν ib.346a ; περαίνειν ἤδη ὥρα X.An.3.2.32.    6 draw a conclusion, infer, διὰ τοῦ ἀδυνάτου π. by a reductio ad impossibile, Arist.APr. 41a23 ; ὁ περαίνων [λόγος], a kind of syllogism, D.L.7.44 ; περὶ τῶν π. λ., title of work by Chrysippus:—freq. in Pass., τὸ ἐν πλείοσι σχήμασι . . περαινόμενον the conclusion which is drawn, Arist.APr. 42b30, etc.; περαίνεται c. acc. et inf., it is inferred that... Muson.Fr.1p.2H., cf. Phld.Rh.1.137 S.    II sens. obsc., Artem.1.80, D.L.2.127:—Pass., Com.Adesp.14, AP11.339, D.L.l.c.    III intr., reach, penetrate, δι' ὤτων A.Ch.57(lyr.); εἰς τὸν ἐγκέφαλον Arist.HA492a21 ; πρὸς [τὴν καρδίαν] Id.PA666a13 ; εἰς τὸ ἔξω Id.GA716b28 : abs., penetrate, Id.HA497a10.    2 come to an end, τὸ πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνει the finite always comes to some limit, Id.Ph.203b21, cf. Xen.977b6 ; end in... εἴς τι E.Fr.340, cf. Pl.Men.76a, Plu. Arat.52, etc.; ἡ ὁδὸς π. ἐπὶ τὸ στρατόπεδον Id.Cat.Ma.13.    IV pierce, h.Merc.48.

German (Pape)

[Seite 562] (vgl. πειραίνω), aor. ἐπέρανα, – 1) beendigen, vollenden, vollbringen; μῦθον, Aesch. Spt. 1042; auch ohne diesen Zusatz, εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα, Pers. 685; περαίνων ἐπίμομφον ἄταν, Ch. 817; περαίνεται δὴ τοὖργον κοὐ ματᾷ τόδε, Prom. 57; πρᾶγος ἄσκοπὁν ἔχει περάνας, Soph. Ai. 22; περαίνει οὐδὲν ἡ προθυμία, Eur. Phoen. 592; πέραιν' ὅπως λέγεις, Or. 1118 (vgl. Plat. πέραινε ὥςπερ ἤρξω, fahre fort und führe die Rede zu Ende, wie du anfingst, Prot. 353 a, wie τὸν λόγον, Tim. 29 d); πέραινε, ὧν σ' ἀνιστορῶ πέρι, Ion 362; u. pass., χρησμὸς Λοξίου περαίνεται, Phoen. 1697, wie περαίνεται τὰ λόγια Ar. Vesp. 799; u. in Prosa: οὐδὲν ἔτι περανεῖ, Thuc. 6, 86; u. im pass., 6, 70; τὰ δέοντα, Xen. Cyr. 4, 5, 38; τὸ προσταχθέν, 5, 3, 50; Plat. περαίνουσι τὸ σφέτερον αὐτῶν ἕκαστοι, Soph. 243 a, u. öfter; auch absolut, οὐκ ἂν φθάνοις περαίνων, führe es nur aus, Phaed. 100 c; αὐτὸς πέρανον, Prot. 360 d; πεπεράνθαι, Gorg. 472 b; καὶ τετελευτηκέναι, Men 75 e; καὶ πεπερασμένον καὶ ἄπειρον πλήθει, Parm. 145 a; vgl. Pol. 4, 40, 6; – οὐδὲν περαίνουσιν, sie bringen Nichts zu Stande, Plat. Rep. IV, 426 a, u. öfter; vor sich bringen, erreichen, οὐδὲν τῶν προὔργου περαίνων, Pol. 5, 19, 5. Bei Posidipp. Ath. III, 87 e herbeischaffen. – 2) durchbohren; auch im obscönen Sinne, sowohl γυναῖκα, κόρην, beschlafen, als von männlicher Unzucht, Sp., wie Clem. Al.; τὸν αἰτίαν ἔχοντα περαίνεσθαι, D. L. 4, 34, vgl. 2, 127; Suid. erkl. συνουσιάζειν; vgl. Anth. XI, 339. – 3) intrans., sich wohin erstrecken, wohin reichen; περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον, Pind. P. 10, 28; Sp., wie εἴς τι, Arist. u. öfter Plut. Aehnlich περαῖνον δι' ὤτων, was tief in die Ohren eingedrungen ist, Aesch. Ch. 55. – Bei S. Emp. adv. log. 2, 428 ff. stehen τὰ περαίνοντα den ἀπέραντα gegenüber.

Greek (Liddell-Scott)

περαίνω: ποιητ. ὡσαύτως πειραίνω, Πινδ. Ι. 8 (7). 50, Ἄρατ. 24· μέλλ. περᾰνῶ Ἀριστοφ. Πλ. 563. Πλάτ., Ἰων. -ανέω, Ἱππ. 237 ἐν τέλ.: ἀόρ. ἐπέρᾱνα Σοφ. Αἴ. 22, Πλάτ. - Μέσ., ἐνεστ., Θουκ. 7. 43: μέλλ. περᾰνοῦμαι (δια-) Πλάτ. Φίληβ. 53C· ἀόρ. ἐπερᾱνάμην (δι-) Εὐρ. Ἡλ. 26, Πλάτ., κτλ. - Παθ., μέλλ. περανθήσομαι Γαλην., -ασθήσομαι Κρίτων παρὰ Στοβ. 43. 29· ἀόρ. ἐπεράνθην Ξεν., κτλ.· πρκμ. γ´ ἑνικ. πεπέρανται Πλάτ. Πολ. 502Ε, Ἀριστ. ποιητ. πεπείρανται Ὀδ. Μ. 37, Σοφ. Τρ. 581· προστακτ. πεπεράνθω Πλάτ. Νόμ. 736Β· ἀπαρ. -άνθαι Παρμ. παρ᾿ Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 12, Πλάτ. Γοργ. 472Β, Ἀριστ.· -άσθαι Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 3, 6· μετοχ. πεπερασμένος Πλάτ. Παρμ. 145Α, 158Ε, καὶ συχν. παρ᾿ Ἀριστ.: (πέρας). Φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, ἐκτελῶ, ὁ Ὅμ. μόνον ἐν τῷ παθ., (ἴδε κατωτ.)· ἄταν π. Αἰσχύλ. Χ. 830· πρᾶγος π., rem transigere, Σοφ. Αἴ. 22· πρᾶγμα καὶ χρησμοὺς θεοῦ Εὐρ. Ἴων. 1569· ἐλπίδα, δόκησιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1062, Ὀρ. 636· π. τινὰ πρὸς ἔσχατον πλοῦν, φέρειν αὐτὸν εἰς τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ, Πινδ. Π. 10. 45· π. δίκας τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 50· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ δίκην, δίδω τέλος εἴς τι, τελειώνω, ἀποδόντες τὰ τρία τάλαντα περαίνετε Δημ. 991. 24· π. τὰ δέοντα Ξεν. Κύρ. 4. 5, 38· τὸ προσταχθὲν αὐτόθι 5. 3, 50· ἐπέρανεν ἐφ᾿ οἷς ἐμισθώθη Δημ. 277. 4· π. ὁδὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 401. - Παθ., φέρομαι εἰς πέρας, τελειώνομαι, πάντα πεπείρανται Ὀδ. Μ. 37, πρβλ. Σοφ. Τρ. 581· περαίνεται δὴ τοὖργον Αἰσχύλ. Π. 57, κτλ.· πληροῦμαι, ἐκτελοῦμαι, χρησμός, τὰ λόγια περαίνεται Εὐρ. Φοίν. 1703, Ἀριστοφ. Σφ. 799· ἡ συμμαχία ἐπεραίνετο Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 3· ἔργω π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 32. β) τὸ παθ. ἐν τῇ φιλοσ. γλώσσῃ σημαίνει περιορίζομαι ἐντὸς ὡρισμένων ὁρίων, εἶμαι περιωρισμένος ἢ πεπερασμένος, τὸ ὅλον πεπεράνθαι Παρμ. παρ᾿ Ἀριστ. ἐν Φυσ. 3. 6, 12· πεπέρανται ὁ οὐρανὸς ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 1. 5, 19, κτλ.· μάλιστα ἐν τῇ μετοχ. πεπερασμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπειρος, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 8. 10, π. Οὐρ. 1. 5, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ὁμιλίας, π. μῦθον, λόγον, τελειώνω τὸν λόγον, λήγω, παύομαι λέγων, Αἰσχύλ. Θήβ. 1051, Εὐρ. Μήδ. 701, Πλάτ. Τίμ. 29D· εἰπὲ καὶ π. πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 699· π. ὅ τι λέγεις Ἀριστοφ. Πλ. 648· - ἀπολ., περὶ σωφροσύνης ἤδη…περανῶ αὐτόθι 563, πρβλ. Βατρ. 1284· πέραιν᾿ ὥσπερ ἤρξω Πλάτ. Πρωτ. 353Β· πέραινε· σωθείης δὲ νῦν Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 5. 3) ἐπαναλαμβάνω ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ἰαμβεῖον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1170, πρβλ. Δημ. 417. 16· τραγῳδίαν περαίνω Σοφοκλέους Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1· - διηγοῦμαι, Εὐρ. Ἴων 362, πρβλ. Ι. Τ. 782. 4) ἀπολ., ὡσαύτως, ἐκτελῶ τὸν σκοπόν μου, μάλιστα μετ᾿ ἀρνήσ., οὐδὲν περαίνω, φθάνω εἰς οὐδὲν ἀποτέλεσμα, οὐδὲν κατορθώνω, ἀλλ᾿ ἀνάλωται χρόνος οὐν μέσῳ μάτην, περαίνει δ᾿ οὐδὲν ἡ προθυμία Εὐρ. Φοίν. 589, Θουκ. 6. 86, Λυσ. 113. 5· ἰατρευόμενοι… οὐδὲν περαίνουσι Πλάτ. Πολ. 426Α, πρβλ. 316Α. 5) ἐξάγω συμπέρασμα, συμπεραίνω, διὰ τοῦ ἀδυνάτου π. Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 23, 8· συχν. ἐν τῷ παθ., τὸ ἐν πλείοσι σχήμασι… περαινόμενον, τὸ ἐξαγόμενον συμπέρασμα, αὐτόθι 26, 1, κτλ.· ὁ περαίνων (ἐξυπ. λόγος), εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 44. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., π. γυναῖκα, κόρην, ὡς τὸ τρυπᾶν, Ἀνθ., Π. 11. 339. Ἀρτεμίδ. 1. 78· - Παθ., Διογ. Λ. 2. 117. 2) ὡς τὸ περάω, διαπερῶ, θάλασσαν Ἄρατ. 289. ΙΙΙ. ἀμεταβ., φθάνω ἢ εἰσδύομαι, δι᾿ ὤτων Αἰσχύλ. Χο. 55· εἰς ἢ πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 2., 4. 8, 9, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 76Α· εἰς τὸ ἔξω Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 1. 3, 4· ἀπολ., εἰσδύομαι, χωρῶ περαιτέρω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 15. ΙV. ἀμεταβ., ἔρχομαι εἰς πέρας, τὸ πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνει, φθάνει πάντοτε εἴς τι ὅριον, Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 11, πρβλ. Ξενοφάν. 3, 6· - φθάνωἀπολήγω εἰς…, εἴς τι Εὐρ. Ἀποσπ. 341, πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 52, κτλ.· ἡ ὁδὸς π. ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 13. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 388, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α´, σ. 548-549.

French (Bailly abrégé)

f. περανῶ, ao. ἐπέρανα, pf. inus.
Pass. f. περανθήσομαι, ao. ἐπεράνθην, pf. πεπέρασμαι;
faire ou aller jusqu’au bout, d’où
I. tr. 1 achever, accomplir, mener à terme, terminer, acc. ; Pass. être mené à bonne fin, se terminer, s’achever, s’accomplir;
2 particul. achever un discours, un récit, un raisonnement, etc. acc.;
II. intr. pousser jusqu’au bout, d’où
1 s’étendre jusqu’à, pénétrer jusqu’à, gén.;
2 aboutir à, avec εἰς ou ἐπί et l’acc..
Étymologie: πέραν.

English (Slater)

περαίνω, πειραίνω
   a attain ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον (P. 10.28)
   b conclude (Αἰακός) ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε (Tricl.: ἐπεραίνε cod.) (I. 8.24)
   c frag. ]περαίνοις [ Πα. 7C. 8.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α
1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, το αποπερατώνω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, -η, -ον
βλ. πεπερασμένος
αρχ.
1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.)
2. (για έγγραφα ή συγγράμματα) α) αναγιγνώσκω, απαγγέλλω από την αρχή ώς το τέλος («τὸν δὲ δὴ νόμον ἡμῑν ἐφεξῆς πέραινε», Πλάτ.)
β) αναφέρω, εκθέτω με συντομία
3. πραγματοποιώ έναν σκοπό, φτάνω σε κάποιον αποτέλεσμα
4. εξάγω συμπέρασμα, συμπεραίνω («διὰ τοῡ ἀδυνάτου περαίνειν», Αριστοτ.)
5. (αμτβ.) φτάνω σε κάποιο τέρμα, απολήγω κάπου, έχω κάποια όρια
6. διαπερνώ, διατρυπώ κάτι
7. βινώ
β. εισδύομαι, τρυπώνω, μπαίνω («δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῑνον», Αριστοτ.)
9. φρ. «περαίνων λόγος» — είδος συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας.