χειροτονέω
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
A stretch out the hand, for the purpose of giving one's vote in the assembly, περὶ τῶν ἀνδρῶν Plu.Phoc.34; μὴ χ. vote against the motion, Luc.Deor.Conc.9:—but mostly, II c. acc. pers., elect, prop. by show of hands, Ar.Ach.598, Av.1571, etc.; εἰς τὴν ἀγορὰν χ. τοὺς ταξιάρχους... οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον D.4.26; c. dupl. acc., στρατηγὸν χ. τινά X.HG6.2.11, cf. Isoc.8.50:—Pass., to be elected, Ar.Ach.607; ἐπὶ τοῦτ' ἐχειροτονήθησαν, ἵνα . . Lys.28.14; χ. ἔκ τινων Pl.Lg.763e; χ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως Decr. ap. D.18.115: c. acc. cogn., χ. τὴν ἀρχὴν τὴν ἐπὶ τῷ θεωρικῷ Aeschin.3.24, cf. Ar.Ec. 517 (anap.); χειροτονηθεὶς ἢ λαχών Pl.Plt.300a, cf. Aeschin.1.106. b later, generally, appoint, Ph.2.112; of the Jewish High Priest, J.AJ13.2.2; τὸν ὑπὸ τοῦ θεοῦ κεχειροτονημένον βασιλέα ib.6.13.9, cf. 7.9.3; appoint to an office in the Church, πρεσβυτέρους Act.Ap.14.23, cf. 2 Ep.Cor.8.19 (Pass.). 2 c. acc. rei, vote for a thing, Ar.Ec.297 (lyr.), 797, lsoc.7.84; γνώμας D.18.248: c. inf., ὁ δῆμος ἐχειροτόνησεν ἐξεῖναι . . πέμπειν voted to send, Aeschin. 2.13, cf. IG12.57.29, 63.4:—Pass., κεχειροτόνηται ὕβρις τὸ πρᾶγυ' εἶναι it is voted, ruled to be... D.21.216. III span with the hand, τὸ αἰδοῖον Artem.1.78 (ap.Suid.; χειροκοπεῖν codd.).
German (Pape)
[Seite 1347] die Hand ausstrecken; bes. in der Volksversammlung durch Aufheben der Hand abstimmen, erwählen, beschließen; τινά, Ar. Ach. 573. 582 u. oft; Plat. Legg. VI, 755 c 756 a; τινὰ στρατηγόν, Xen. Hell. 6, 3. 11; u. oft im pass., wie Lys. 12, 44; χειροτονηθέντα ἢ λαχόντα ἐκ τύχης Plat. Polit. 300 a; τὰς ἐμὰς γνώμας ἐχειροτόνει, stimmte für sie, beschloß sie, Dem. 18, 248; ταῦτα, Isocr. 7, 84; ἐχειροτονήθη Δημοσθένης τὴν ἀρχήν, Aesch. 3, 14; οἱ ἐπὶ τὸ θεωρικὸν κεχειροτονημένοι, 25.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτονέω: ἐκτείνω ἢ ὑψώνω τὴν χεῖρα ὅπως ψηφοφορήσω ἐν τῇ Ἀθηναίων ἐκκλησίᾳ, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 19, κλπ.· περί τινος Πλουτ. Φωκ. 34· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. προσώπου, ψηφίζομαι ὑπέρ τινος, ἐκλέγω κυρίως δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 598, Ὄρν. 1571, κλπ.· εἰς τὴν ἀγορὰν χ. τοὺς ταξιάρχους.., οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον Δημ. 47. 16· μετὰ διπλ. αἰτ., στρατηγὸν χ. τινὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 11, Ἰσοκρ. 169D. - Παθητ., ἐκλέγομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 607· χειροτονεῖσθαι ἐπὶ τοῦτο, ἵνα..Λυσί. 189. 39· χ. ἔκ τινων Πλάτ. Νόμ. 763Ε· χ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 13· μετὰ συστοίχου αἰτ., χ. τὴν ἀρχὴν τὴν ἐπὶ τῷ θεωρικῷ Αἰσχίν. 57. 19, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 517· τὸ χειροτονηθῆναι, δηλ. αἱρεθῆναι διὰ χειροτονίας (ἀνατάσεως τῶν χειρῶν) ἀντετίθετο τῷ λαχεῖν, δηλ. ἐκλεχθῆναι διὰ κλήρου, χειροτονηθεὶς ἢ λαχὼν Πλάτ. Πολιτικ. 300Α, πρβλ. Αἰσχίν. 15, 11. β) μεταγεν. καθόλου, διορίζω, Φίλων 2. 112· διορίζω εἰς ἀξίωμα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 23, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. η΄, 19· ἐπὶ χειροτονίας κληρικῶν, Ἰγνάτ. 705, 725, Ἀθανάσ. Ι, 260· ἴδε χειροτονία ΙΙ. 2. 2) μετ’ αἰτ. πράγματος, ψηφοφορῶ διά τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 297, 797, Ἰσοκρ. 157Α, Δημ. 309. 27· οὕτω μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ δῆμος ἐχειροτόνησεν ἐξεῖναι..πέμπειν, δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἀπεφάσισε να.., Αἰσχίν. 29 ἐν τέλει. - Παθητ., κεχειροτόνηται ὕβρις εἶναι τὸ πρᾶγμα, ἔχει ὁρισθῇ διὰ χειροτονίας ὅτι τὸ πρᾶγμα τοῦτο εἶναι ὕβρις, Δημ. 583. 25. ΙΙΙ. διεγείρω τι διὰ τῆς χειρός, «χειροτονεῖν τὸ αἰδοῖον, τουτέστιν αἰσχρῶς ἀνακινεῖν καὶ ἀποσπερματίζειν» Σουΐδ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. χειροτονήσω, ao. ἐχειροτόνεσα, pf. κεχειροτόνηκα, etc.
tendre la main pour voter, d’où
1 voter à main levée;
2 nommer par un vote à main levée : τινα, qqn : τινα στρατηγόν XÉN qqn général ; Pass. être élu à main levée : ἐχειροτονήθη Δημοσθένης τὴν ἀρχήν ESCHN Démosthène fut investi par un vote à main levée de la charge de ; ἔκ τινων PLAT être élu par qqes-uns;
3 décider ou décréter par un vote à main levée, acc..
Étymologie: χειροτόνος.
English (Strong)
from a comparative of χείρ and teino (to stretch); to be a hand-reacher or voter (by raising the hand), i.e. (generally) to select or appoint: choose, ordain.
English (Thayer)
χειροτόνω: 1st aorist participle χειροτονησας; 1st aorist passive preposition χειροτονηθείς; (from χειρότονος extending the hand, and this from χείρ and τείνω); from (Aristophanes), Xenophon, Plato, Isocrates down;
a. properly, to vote by stretching out the hand (cf. Xenophon, an. 3,2, 33 ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀνατεινάτω τήν χεῖρα. ἀνετειναν ἅπαντες).
b. to create or appoint by vote: τινα, one to have charge of some office or duty, passive, to elect, appoint, create: τινα, Passow, under the word, p. 2440{a}; χειροτονεῖσθαι ὑπό Θεοῦ βασιλέα, Philo de praem. et poen. § 9; (βασιλέως ὕπαρχος ἐχειροτονειτο, de Josephus, § 41); Josephus, Antiquities 6,4, 2; (7,11, 1; of the choice of Jonah as high priest, 13,2, 2; cf. Hatch in Dict. of Chris. Antiq., under the word, Ordination, p. 1501{b}; Harnack on ' Teaching' etc. 15,1 [ET]).). (Compare: προχειροτονέω.)
Greek Monotonic
χειροτονέω: μέλ. -ήσω (χειρότονος)·
I. σηκώνω ψηλά το χέρι μου με σκοπό να ψηφίσω, σε Πλούτ., Λουκ.
II. 1. με αιτ. προσ., ψηφίζω κάποιον, εκλέγω, κυρίως με ανάταση των χεριών, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εκλέγομαι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· χειροτονηθῆναι, εκλογή με ανάταση χειρών, αντίθ. προς το λαχεῖν, εκλογή με κλήρο, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., ψηφίζω για κάτι, σε Δημ.· ομοίως, με απαρ., ψηφίζω να..., σε Αισχίν. — Παθ., κεχειροτόνηται ὕβρις εἶναι, ψηφίστηκε, ορίστηκε, αποφασίστηκε ότι είναι ύβρις, σε Δημ.