παραμυθία

From LSJ
Revision as of 08:49, 28 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμῡθία Medium diacritics: παραμυθία Low diacritics: παραμυθία Capitals: ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Transliteration A: paramythía Transliteration B: paramythia Transliteration C: paramythia Beta Code: paramuqi/a

English (LSJ)

ἡ, A encouragement, exhortation, Pl.R.450d, Phld.Ir.p.65 W.(pl.); reassurance, gentle persuasion, Pl.Phd.70b, Lg.720a. 2 consolation, Id.Ax. 365a, Arr.Epict.1.1.18; diversion, distraction, Pl.Sph.224a. 3 relief from, abatement of, φθόνου Plu.Them.22; τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων Id.Dio 52, etc.; ταλαιπωρούντων παραμυθία[1] = the relief of those who toil in hardship (of sleep), Secundus, Sententiae 13.4 explanation, solution of a difficulty, παραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν Plu. 2.395f, cf. 929f, Simp.in Ph.361.19. 5 excuse, ἔχειν τινὰ παραμυθίαν Longin.4.7, cf. Hermog.Id.1.11, al.

German (Pape)

[Seite 490] ἡ, das Zureden, die Ermunterung, Ermahnung, Überredung; ἡ τῶν ὄχλων κήλησις καὶ παρ. Plat. Euthyd. 290 a; Phaed. 70 b u. öfter, u. A. – Trost, Linderung, Plat. Ax. 385 a; auch im Ggstz von σπουδή, Erholung, Soph. 224 a; Plut. u. a. Sp., παραμυθίαν οὐ μικρὰν ἔχω, Luc. Nigr. 7. Auch Entschuldigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραμυθία: ἡ, τὸ παρθαρρύνειν, προτροπή, Πλάτ. Πολ. 450D ὡσαύτως, κατάπεισις, ἀποδεικτικὴ συζήτησις, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 70Β, Νόμ. 720Α. 2) παρηγορία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 365Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 18· -ὡσαύτως ἄνεσις, ἡσυχία, Πλάτ. Σοφιστ. 224Α. 3) ἀνακούφισις ἀπό τινος, κατάπτωσίς τινος, Πλουτ. Θεμ. 22· τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 52, κλ.· μείωσις, ἐλάττωσις, ὁ αὐτ. 2. 395F· δικαιολογία, ἔχειν τινα π. Λογγῖν. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 395.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. parole d’exhortation, d’où
1 propr. exhortation, encouragement;
2 action d’apaiser ou en gén., d’atténuer, réconfort;
II. action de persuader.
Étymologie: παραμυθέομαι.

English (Strong)

from παραμυθέομαι; consolation (properly, abstract): comfort.

English (Thayer)

παραμυθιας, ἡ (παραμυθέομαι), in classical Greek any address, whether made for the purpose of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and consoling; once in the N. T., like the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to consolation, comfort: Plato, Ax., p. 365a.; Aeschines dial. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, dial. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the end.)

Greek Monolingual

ἡ, ΝΜΑ παραμυθούμαι
καθετί που γίνεται ή λέγεται για να ανακουφίσει τον πόνο, ιδίως τον ψυχικό, παρηγοριά
αρχ.
1. προτροπή, παρακίνηση
2. αποδεικτική συζήτηση, δηλαδή συζήτηση με την οποία ο ομιλητής πείθει εντελώς τον ακροατή
3. αναψυχή, τέρψη
4. ανακούφιση, καταπράυνση
5. λύση δυσκολίας, διασάφηση απορίας, εξήγησηπαραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν», Πλούτ.)
6. δικαιολογία.

Greek Monotonic

παραμῡθία: ἡ,
1. ενθάρρυνση, προτροπή, πειθώ, σε Πλάτ.
2. παρηγορία, αναψυχή, στον ίδ.
3. ανακούφιση από λυπηρό συναίσθημα, απαλλαγή, φθόνου, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραμυθία -ας, ἡ [παραμυθέομαι] aanmoediging, aansporing. bemoediging. verlichting:. παραμυθία τῶν πόνων verlichting van de inspanningen Plut. Dion 52.3; τὰ μὲν παραμυθίας, τὰ δὲ καὶ σπουδῆς χάριν sommige dingen ter ontspanning, andere als serieuze bezigheid Plat. Sph. 224a.

Russian (Dvoretsky)

παραμῡθία:
1) уговаривание, увещевание (τῶν ὄχλων Plat.);
2) доказательство (τοῦτο οὐκ ὀλίγης παραμυθίας δεῖται Plat.);
3) ослабление, облегчение (τῶν πονων καὶ τῶν κινδύνων Plut.);
4) развлечение, увеселение (παραμυθίας χάριν Plat.);
5) успокоение, утешение Plat., NT.

Middle Liddell

παραμῡθία, ἡ, [from παραμῡθέομαι]
1. encouragement, exhortation, persuasion, Plat.
2. consolation, diversion, Plat.
3. relief from, abatement of, φθόνου Plut.

Chinese

原文音譯:paramuq⋯a 爬拉-祕提阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-閉
字義溯源:撫慰,安慰,激勵,勉勵;源自(παραμυθέομαι)=接近安慰);由(παρά)*=旁,出於)與(μῦθος)*=虛語)組成。參讀 (παράκλησις)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 安慰(1) 林前14:3

English (Woodhouse)

consolation, exhortation, soothing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

References

  1. Some versions have ἐπιθυμία instead and the reference is 19 instead of 13. See here