Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάω

From LSJ
Revision as of 14:17, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάω Medium diacritics: μάω Low diacritics: μάω Capitals: ΜΑΩ
Transliteration A: máō Transliteration B: maō Transliteration C: mao Beta Code: ma/w

English (LSJ)

v. μαίομαι, μέμονα, μῶμαι.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. au sens d'un prés. *μέμααpl. μέμαμεν, μέματε, μεμάασι ; 2ᵉ duel μέματον ; impér. 3ᵉ sg. μεμάτω ; part. μεμαώς, gén. μεμαῶτος, mais acc. μεμαότα et pl. μεμαότες (pour la formation de ce part. cf. βεβαώς, γεγαώς) ; pqp. 3ᵉ pl. μέμασαν;
1 être passionné, ardent : πρόσσω IL, ἀντικρύ IL s'élancer avec ardeur en avant, en face ; ἐγχείῃσι IL s'élancer avec les lances;
2 désirer vivement, être impatient de, gén. ou inf.;
Moy. μάομαι, μῶμαι (> inf. μῶσθαι, part. μώμενος, fém. dor. μωμένα) rechercher, désirer, souhaiter, acc. ou inf..
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

μάω: (только pf. в знач. praes. μέμαα) - см. μάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μάω: (ἴδε ἐν τέλ.)· τὸ ἐνεργ. εὕρηται μόνον ἐν τῷ πρκμ. μέμαα μετὰ σημασ. ἐνεστ., ἀλλὰ καὶ οὗτος ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. (ἐν Θεοκρ. 25. 64· ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ μεμόνει ἀντὶ μέμαεν), ἀντὶ δὲ τοῦ ἑνικ. παραλαμβάνεται τὸ μέμονα, ας, ε· γ΄ πληθ. μεμάᾱσι Ἰλ. Κ. 208. 236, κ. ἀλλ· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τοῖς προηγουμένοις τύποις, β΄ δυϊκ. μέμᾰτον Θ. 413, α΄ πληθ. μέμᾰμεν Ι. 641, β΄ πληθ. μέμᾰτε Η. 160, γ΄ ἑν. προστακτ. μεμάτω Υ. 355· γ΄ πληθ. ὑπερσ. μέμᾰσαν Ν. 337· ἀλλὰ συχνότατα μετοχ. μεμᾰὼς (μεμᾱὼς μόνον ἐν Ἰλ. Π. 734)· ὅπερ (παρ’ Ὁμ.) διατηρεῖ τὸ ω ἐν ταῖς λοιπαῖς πτώσεσι, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, πλὴν ἐν Ἰλ. Β. 818., Ν. 197, ἔνθα ἔχομεν μεμαότες, μεμαότε [μετὰ ᾱ χάριν τοῦ μέτρου]· θηλ. μεμᾰυῖα, πρβλ. βεβαώς, γεγαώς. Θερμῶς ἐπιθυμῶ, ποθῶ, σπεύδω, συχνὸν παρ’ Ὁμ. - Συντάσσεται: κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ὅμ., Πινδ. Ν. 1. 64· σπανιώτερον μετὰ μέλλ., μεμαῶτες... θώρηκας ῥήξειν Ἰλ. Β. 543· ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες Ὀδ. Ω. 395· ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπαρ. ὡσαύτως παραλείπεται, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοὶ (ἐξυπ. ἕταροί σοι γενέσθαι) Ἰλ. Κ. 236· - συχν. ὡσαύτως μετὰ γεν., πρόθυμος διά τι, μεμαυῖ’ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Ε. 732· μεμαῶτε... θουρίδος ἀλκῆς Ν. 197· - συχνάκις ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., πῇ μέματον; ποῦ σπεύδετε; Θ. 413· πρόσσω μεμαυῖαι, σπεύδουσαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Λ. 615· ἀντικρὺ μεμαὼς Ν. 187· ἰθὺς μεμαῶτι Χ. 284· οὕτω μετὰ δοτικῆς ὀργάνου, μεμαότες ἐγχείῃσι Β. 818· καὶ ἀπολ., πρὸς δήλωσιν ὁρμητικῆς, ταχείας ἐνεργείας, βῇ ῥ’ ἀν’ ὁδὸν μεμαὼς ἔβη, μετὰ σπουδῆς, Κ. 339, πρβλ. Λ. 239 ἆλτ’ ἐπὶ οἱ μεμαὼς Φ. 174, πρβλ. Χ. 326· μεμαὼς πόλιν ἐξαπαλάξαι τὴν ἐθέλω Δ. 40· οὕτως, ἐν πέτρᾳ μεμαώς, ἐπὶ ἁλιέως, καραδοκῶν, Θεόκρ. 21. 52· πρβλ. ἐμμεμαώς. 2) ἔχω διάθεσιν ἢ κλίσιν νὰ κάμω τι, ἔχω σκοπόν..., ἢ μεμάασιν αὖθι μένειν Ἰλ. Κ. 208· εἰ γὰρ δὴ μέματον... καταδῦναι αὐτόθι 433· μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι..., Ι. 641. - Πρβλ. μέμονα. II. Μέσ., μάομαι Σαπφὼ 115 Ahr.· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖς Δωρ. συνῃρ. τύποις, γ΄ ἑνικ. μῶται Ἐπίχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 3· μῶνται Εὐφορίων αὐτόθι· προστ. μῶσο Ἐπίχ. 121, πρβλ. Ahrens D. Dor. σ. 349· εὐκτ. μῷτο Διωτογ. παρὰ Στοβ. τ. 5. 69· ἀπαρ. μῶσθαι Θέογν. 769, Πλάτ. Κρατ. 406Α· ἀόρ. μώσατο Ἡσύχ. (πρβλ. μοῦσα)· μετοχ. μώμενος Αἰσχύλ. Χο. 45, 441, Σοφ. Τρ. 1136, Ο. Κ. 836· - ἐπιζητῶ τι, ἀπλήστως ἐπιθυμῶ, ἐποφθαλμιῶ, μετ’ αἰτ., Σαπφώ, Θέογν., κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἢ ἀπολ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Ἡ √ΜΑ διακλαδοῦται εἰς μεγάλην ποικιλίαν ἐννοιῶν, αἵτινες πᾶσαι δύνανται νὰ ταξινομηθῶσιν ὑπὸ τρεῖς κυρίως διαιρέσεις: (1) σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος, σύντονος σκοπός, ὡς ἐν ταῖς λέξ. μέμαα, μῶμαι, μαιμάω, μαίομαι· καὶ ἐκ τῶν ἐκτεταμένων √ΜΑΝ, ΜΕΝ, μένος, μέμονα, μενεαίνω, μενοινάω· ἐκ √ΜΑΤ, ΜΑΣΤ, μαστήρ, μαστεύω, μαστροπός, μετὰ τῶν ματεύω, μῆτις, ἂν μὴ τοῦτο ἀνήκῃ εἰς τὴν √ΜΑ, μετρέω)· πρβλ. √ΜΑΘ, μανθάνω. (2) ἔξαψις τοῦ νοῦ, διατάραξις, ὡς ἐν τοῖς μαίνομαι, μάντις, μανία, καὶ ἴσως Μοῦσα (Λακων. Μῶα, Δωρ. Μῶσαἴσως καὶ μῆνις. (3) σκέψις, διάσκεψις, ἐμμονή, ὡς ἐν ταῖς λέξ. μένω, μνάομαι, μέμνημαι, μνήμη· καὶ μετὰ σημασ. μεταβατικῆς ἐνεργείας, μιμνήσκω, Μέντης, Μέντωρ (mon-itor), μηνύω. - Ἐπὶ τῶν σημασιῶν (1) ἢ (2), αἱ συγγενεύουσαι γλῶσσαι παρέχουσι μόνον: Σασκρ. man-yus (μένος), Ἀγγλο-Σαξον. myn, Ἀρχ. Γερμ. minn-ia, minna (amor). Ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. (3), πὰ παραδείγματα εἶναι πολλά, Σανσκρ. man, man-yê (puto, cogito)· man-as (mens, voluntas, opinio), mat-is (opinio, propositum), mna, man-âmi (diligenter lego)· Λατ. man-eo, me-min-i, re-mi-ni-scor, men-s, men-tior, mon-eo, κτλ.· Γοτθ. muns (νόημα), ga-min-thi (μνεία)· Ἀρχ. Σκανδιν. munr (mens)· Ἀρχ. Γερμ. man-n (mon-eo, Γερμ. mahn-en), mein-a (mein-ung)· Λιθ. at-men-u (memoria)· Σλαυ. min-eti (cogitare)· κτλ.)

Greek Monotonic

μάω: απαντά μόνο στον παρακ. μέμαα με σημασία ενεστ., γʹ πληθ. μεμάασι· και σε συγκεκομ. τύπους, δυϊκ. μέμᾰτον, πληθ. μέμᾰμεν· γʹ ενικ. προστ. μεμάτω· γʹ πληθ. υπερσ. μέμᾰσαν, μτχ. μεμᾰώς, μεμαυῖα, γεν. μεμᾱότος, Επικ. επίσης μεμᾰῶτος·
I. 1. εύχομαι με ζέση, προσπαθώ σκληρά, ποθώ, επιθυμώ, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., επιθυμώ σφοδρά, έχω ζήλο για κάτι· συχνά επίσης με επίρρ., πῆ μέματον, πού τόσο γρήγορα;, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόσσω μεμανυῖαι, πιέζοντας προς τα μπρος, στο ίδ.· αμτβ. στη μτχ., ἔβη μεμαώς, δρασκέλισε βιαστικά, με ζήλο, στο ίδ.· ἐν πέτρᾳ μεμαώς, λέγεται για ψαρά που βρίσκεται σε αναμονή, σε Θεόκρ.
2. είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι, θέτω σαν στόχο, μεμάασιν αὖθι μένειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. Μέσ. τύπος σε Δωρ. απαρ. μῶσθαι, μτχ. μώμενος, αναζητώ, εποφθαλμιῶ, με αιτ., σε Θέογν. κ.λπ.· με απαρ. ή αμτβ., σε Αισχύλ.