τίμημα

From LSJ
Revision as of 11:36, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑ́μημα Medium diacritics: τίμημα Low diacritics: τίμημα Capitals: ΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: tímēma Transliteration B: timēma Transliteration C: timima Beta Code: ti/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, A honouring, tending, τύμβου A.Ch.511. 2 estimate, valuation, τ. τῆς ἀξίας E.Hipp.622; τὸ τ. ἐστι τῆς χώρας ἑξακις χιλίων ταλάντων D.14.19, cf. Docum.ib.18.55, POxy. 1274.14 (iii A.D.), etc. 3 payment, τίμαμα οἵσοντι will make payment, Tab.Heracl.1.150, cf. PGrenf.2.67.12 (iii A.D.); τὸ τίμημα ἔχων having received the price, Alciphr.3.47; pretium = τίμημα ἐπὶ τοῖς ὠνίοις καταβαλλόμενον, Gloss. 4 in legal sense, estimate of damages done: hence, penalty, punishment, fine, τ. κλῳὸς σύκινος Ar.V.897; τί τίμημ' ἐπιγράψω τῇ δίκῃ; Id.Pl.480, cf. Lys.27.16, etc.; καὶ ἐγώ τε τῷ τ. ἐμμένω, καὶ οὗτοι Pl.Ap.39b; τ. δὲ [ἔστω], ὅ τι χρὴ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν Id.Lg.941a; τιμάτω τὸ δικαστήριον τὸ τ. ib.907e, etc.; εἰς τὸ τ. ἀναβάς rising to speak on the matter of the penalty, D.19.290; πρᾶξαι Πειθίαν τὸ τ. τῆς ὕβρεως καὶ ἀποδοῦναί μοι the damages for the assault, PEnteux.74.17 (iii B.C.). 5 cost, expense, τῷ ἑαυτῆς τ. at her own expense, POxy.1208.4 (iii A.D.); κινδύνῳ καὶ πόρῳ καὶ τ. τῆς παντοίας μου ὑποστάσεως PStrassb.40.20 (vi A.D.), cf. PFlor.297.27 (vi A.D.). 6 in political sense, the value at which a citizen's property was rated for taxation, his rateable property, IG12.98.11, 22.2498.8, Lys.17.7, 19.48, Pl.Lg.945a, etc.; ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία a government where the magistrates were chosen according to property, a timocracy, Id.R.550c; ἐκ τιμημάτων αἱ ἀρχαὶ καθίστανται X.Mem. 4.6.12, cf. Pl.Lg.698b; ἀπὸ τ. μακρῶν αἱ μεθέξεις τῶν ἀρχῶν Arist.Pol. 1278a23; ἐκκλησιάζειν οἱ μὲν ἀπὸ τιμήματος οὐθενὸς οἱ δ' ἀπὸ μακροῦ τ. ib.1294b3; δημοκρατικὸν τὸ μὴ ἀπὸ τιμήματος ὀλιγαρχικὸν δὲ τὸ ἀπὸ τ. ib. line 9, cf. 1306b13: the τ. was calculated at so many years' purchase of the οὐσία, πεντεκαίδεκα ταλάντων τρία τάλαντα τίμημα D. 27.9.

German (Pape)

[Seite 1115] τό, das durch Schätzung Bestimmte, der Werth einer Sache; auch Ehre, τύμβου, Aesch. Ch. 504; Eur. Hipp. 622; Sp., τῆς ἀξίας, Pol. 2, 62, 7. – Bes. die durch Schätzung bestimmte, zuerkannte Strafe, vorzugsweise Geldstrafe, τῆς δίκης, litis aestimatio, Ar. Vesp. 897; τίμ ημα ἐπιγράφειν τῇ δίκῃ, Plut. 480; τίμημα δὲ ὅ τι χρὴ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν, Plat. Legg. XII, 941 a; τιμάτω τὸ δικαστήριον τίμημα, X, 907 e, u. öfter; Dem. 29, 2 u. öfter; τῆς ἀδικίας, Pol. 6, 14, 6; auch von Todesstrafe, Din. 1, 60. – Die Schätzung eines Bürgers nach seinem Vermögen, der Census, und die darnach bestimmte Klasse; οἱ τὰ μέγιστα τιμήματα κεκτημένοι, Dem. 27, 7; τὸ τίμημα τὸ ἐπιγεγραμμένον τοῖς χρήμασιν, Lys. 17, 7. 19, 48; ὁ μεγίστου τιμήματος ὤν, Plat. Legg. IX, 880 d, wie ὁ μέγιστον τίμημα ἔχων, VI, 754 d; ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία, Rep. VIII, 550 c, die auf dem Census beruhende Staatsverfassung; ἐκ τιμημάτων ἔχουσα τοὺς ἄρχοντας, 553 a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 prix, valeur;
2 estimation de la fortune ; cens, capitation, impôt proportionnel au revenu ; au plur. ἐκ τιμημάτων αἱ ἀρχαὶ καθίστανται XÉN les magistratures sont établies d'après le revenu;
3 en mauv. part peine pécuniaire, amende ; spécial. montant de la condamnation fixé d'avance par le demandeur en matière civile.
Étymologie: τιμάω.

Russian (Dvoretsky)

τίμημα: ατος (ῑ) τό
1 определение стоимости, оценка (τῆς χώρας Dem.): πρίασθαί τι τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας Eur. покупать что-л. согласно справедливой оценке;
2 податная оценка имущества, имущественный ценз: οἱ ἀπὸ μακροῦ τιμήματος Arst. граждане с высоким имущественным цензом; ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία Arst. цензовое государство (в котором должности замещаются в соответствии с имущественным цензом);
3 цензовая подать, налог: πεντεκαίδεκα ταλάντων τρία τάλαντα τ. (sc. ἐστιν) Dem. налог с имущества в пятнадцать талантов составляет три таланта;
4 возда(ва)ние почестей (τ. τύμβου Aesch.);
5 кара, наказание, штраф (τιμάτω τὸ δικαστήριον τὸ τ. Plat.);
6 юр. возмещение, исковая сумма Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

τίμημα: τό, (τιμάω) τὸ ὁριζόμενον δι’ ἐκτιμήσεως, ἐκτίμησις, τ. τῆς ἀξίας Εὐρ. Ἱππ. 622· τὸ τ. τῆς χώρας ἐστὶν ἑξακισχιλίων ταλάντων Δημ. 183. 5, πρβλ. 244. 3· τ. φέρειν, ἐκτίνειν, Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 150. 2) ἐπὶ νομικῆς σημασίας, ἡ ἐκτίμησις γενομένης ζημίας, ὅθεν ποινή, τιμωρία, πρόστιμον, Λατιν. litis aestimatio, τίμημα κλῳὸς σύκινος Ἀριστοφ. Σφ. 897· τί τίμημ’ ἐπιγράψω τῇ δίκῃ; ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 480, πρβλ. Λυσίαν. 175. 13, κλπ.· καὶ ἔγωγε τῷ τιμήματι ἐμμένω, καὶ οὗτοι Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· τ. δὲ [ἔστω], ὅ τι χρὴ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 941Α· τιμάτω τὸ δικαστήριον τὸ τ. αὐτόθι 907Ε, κλπ.· εἰς τ. ἀναβῆναι, ἐλθεῖν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς ποινῆς, Δημ. 434. 17· ― καθόλου, πληρωμή, ἀποζημίωσις, τύμβου, ἕνεκα ἀμελείας περὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 511. 3) ἐπὶ πολιτικῆς σημασίας, ἡ ἀξία εἰς ἣν ὑπελογίζετο ἡ περιουσία Ἀθηναίου πολίτου πρὸς φορολογίαν, ἡ φορολογήσιμος αὐτοῦ περιουσία, Λατιν. census, Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 8, Λυσί. 148. 40., 156. 13, Πλάτ., κλπ.· ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία, πολίτευμα, καθ’ ὃ οἱ ἄρχοντες ἐξελέγοντο κατὰ τὴν περιουσίαν αὐτῶν, τιμοκρατία, Πλάτ. Πολ. 550C· ἐκ τιμημάτων αἱ ἀρχαὶ καθίστανται Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 12, πρβλ. Νόμ. 698Β. ἀπὸ τ. μακρῶν αἱ μεθέξεις τῶν ἀρχῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 6· ἐκκλησιάζειν οἱ μὲν ἀπὸ τιμήματος οὐθενὸς οἱ δ’ ἀπὸ μακροῦ τ. αὐτόθι 4. 9, 3· δημοκρατικὸν τὸ μὴ ἀπὸ τιμήματος, ὀλιγαρχικὸν δὲ τὸ ἀπὸ τ. αὐτόθι 4, πρβλ. 5. 6, 16. ― Τὸ τίμημα ἦτο διάφορον τῆς οὐσίας, δηλ. τῆς ὅλης περιουσίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ ὑπελογίζετο πρὸς τὸ εἰσόδημα ὡρισμένου ἀριθμοῦ ἐτῶν (12 ἐτῶν διὰ τὴν πρώτην τάξιν, 10 διὰ τὴν δευτέραν καὶ 8 διὰ τὴν τρίτην), π.χ., πεντεκαίδεκα ταλάντων τρία τάλαντα τίμημα Δημ. 815 ἐν τέλει· ― περὶ τούτου ἴδε Böckh P. E. 2. 269 κἑξ., Grote Hist. Gr. 10, σ. 168. ΙΙ. τιμὴ Ι, τιμὴ ὀφειλομένη, σπάνιον, πλὴν παρὰ μεταγενεστέροις, οἷον Ἀλκίφρονι 3. 47. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 132.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τιμῶ
νεοελλ.
1. το αντίτιμο, το χρηματικό ποσό με το οποίο τιμάται ένα πράγμα
2. το αντάλλαγμα για την απόκτηση ή τη διατήρηση ενός αγαθού, το κοινωνικό και ψυχολογικό κόστος μιας στάσης ή μιας ενέργειας («το τίμημα για την ανάκτηση της ελευθερίας τους ήταν η θυσία πολλών ανθρώπων»)
αρχ.
1. απότιση τιμής, εκτίμηση
2. ικανοποίηση
3. υπολογισμός της αξίας ενός πράγματος
4. δαπάνη, έξοδο
5. καταβολή χρηματικού ποσού, πληρωμή
6. (με νομ. σημ.) η αποτίμηση ζημίας
7. ο προσδιορισμός της ποινής κατηγορουμένου από τον κατήγορο, η προτεινόμενη τιμωρία ή το προτεινόμενο πρόστιμο
8. η εκτίμηση της φορολογήσιμης περιουσίας ενός πολίτη
9. φρ. α) «ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία» — το τιμοκρατικό πολίτευμα, δηλ. το πολίτευμα στο οποίο τα αξιώματα λαμβάνονται ανάλογα με την περιουσιακή κατάσταση (Πλάτ.)
β) «εἰς [τὸ] τίμημα ἀναβαίνω»
(για τον κατήγορο) έρχομαι και στο θέμα του καθορισμού της ποινής (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

τίμημα: -ατος, τό (τῑμάω)·
1. εκτίμηση, σε Ευρ., Δημ.
2. εκτίμηση γενομένης ζημίας, ποινή, Λατ. litis aestimatio, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, πληρωμή, αποζημίωση, τύμβου, λόγω αμέλειας για τον τάφο του, σε Αισχύλ.
3. αξία περιουσίας που υπόκειται σε φορολόγηση, φορολογήσιμη περιουσία, Λατ. census, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία = τιμοκρατία, σε Ξεν.

Middle Liddell

τίμημα, ατος, τό, [τῑμάω]
1. an estimate, valuation, Eur., Dem.
2. an estimate of damages, a penalty, Lat. litis aestimatio, Ar., Plat.:—generally a payment, τύμβου for neglect of his tomb, Aesch.
3. estimate of property for taxation, rateable property, Lat. census, Plat., etc.; ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία, = τιμοκρατία, Xen.

English (Woodhouse)

assessment for taxation purposes, assessment of damages, damages, taxable property

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)