ἐπιχέω

From LSJ
Revision as of 10:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχέω Medium diacritics: ἐπιχέω Low diacritics: επιχέω Capitals: ΕΠΙΧΕΩ
Transliteration A: epichéō Transliteration B: epicheō Transliteration C: epicheo Beta Code: e)pixe/w

English (LSJ)

fut. -χέω, 2sg. ἐπιχεῖς Ar.Pax169: aor. 1 ἐπέχεα; Ep. aor. I ἐπέχευα, inf. ἐπιχεῦαι (v. infr.):—
A pour over, χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε..νίψασθαι Od.1.136, etc.; in full, χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι Il.24.303; χερσὶ δ' ἐφ' ὕδωρ χευάντων Od.4.213, etc.; also οἴνῳ ἐπιχεῖν ὕδωρ X.Oec.17.9.
2 metaph., τοῖσι δ' ἐφ' ὕπνον ἔχευε Il. 24.445; Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν 5.618; ἀνέμων ἐπ' ἀϋτμένα χεῦε Od. 3.289; θρῆνον pour a lament over one, Pi.I.8(7).64 (tm.); ὀδμήν A.R. 2.191 (tm.); βλασφημιῶν ἐ. (gen. partit.) Luc.JTr.35.
3 of solids, heap up, θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Od.3.258, cf. Il.23.256; ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν 6.419:—Med., ὕπερθ' ἐπὶ σῆμα χέεσθαι A.R.3.205.
II pour in, ἀπαντλοῦντα καὶ ἐ. Pl.R. 407d; ἓν ἀγαθὸν ἐπιχέασα, τρί' ἐπαντλεῖ κακά Diph.107 codd. Stob.; fill a cup, Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο AP12.168 (Posidipp.).
B Med., pour or throw over oneself, χύσιν δ' ἐπεχεύατο φύλλων Od.5.487; κατακλιθεὶς ἐπιχείσθω τὴν πέριξ ἄμμον Antyll. ap. Orib.10.8.4; ἐπεχεύατο πήχεε παιδί she threw her Arm. round the boy, A.R. 1.268; but πολλὴν ἐπεχεύατο ὕλην for himself, Od.5.257.
2 pour itself over, Q.S.14.604.
3 anoint oneself, ἀπὸ δείπνου Test.Epict. 4.22.
II have poured out for one to drink, ἐ. ἄκρατόν τινος drink it to any one's health or honour, especially of lovers' toasts, Theoc.14.18, cf. Antiph.81.2 codd.Ath.; ἔρωτος ἀκράτω (gen. partit.) ἐπεχεῖτο Theoc.2.152; also simply ἐπιχεῖσθαί τινος Phylarch.31J.
C Pass., to be poured over, ἰλύος ἐπιχυθείσης X.Oec.17.12: metaph., τοῖς Ἑλληνικοῖς ὀνόμασι τῶν Ἰταλικῶν ἐπικεχυμένων Plu.Rom. 15.
2 metaph., of a crowd, stream on or in pursuit, ἐπέχυντο (Ep. aor. 2 Pass.) Il.15.654; ἀνὰ νῆας 16.295; so, come like a stream over, τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας..μῦς ἀρουραίους Hdt.2.141; τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων Theopomp.Hist.217c.
3 to be poured in as an addition, τοῦ νῦν ἐπικεχυμένου λόγου, of the discussion, that has now been started, Pl.Plt. 302c; ὁ νυνδὴ λόγος ἡμῖν ἐπιχυθείς Id.Lg.793b.
II to be drowned in, ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους Luc.Asin.47.

German (Pape)

[Seite 1003] (s. χέω), darauf-, darübergießen, χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε – νίψασθαι, sie goß Wasser über die Hände zum Waschen, wie es immer vor der Mahlzeit geschieht, Od. 1, 136 u. öfter; χερσὶν ὕδωρ Il. 24, 303; φέρ' ἐπιχέω καὶ τὸ μέλι τουτί Ar. Pax 252; dazugießen, τῷ οἴνῳ τα καὶ ἐπιχέαντα Plat. Rep. III, 407 d. – Auch von nicht flüssigen Dingen, darauf-, dazuschütten, χυ τὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Il. 23, 256, wie ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν, einen Erdhügel aufschütten, 6, 419; eben so in tmesi, τοῖσι δ' ἐφ' ὕπνον ἔχευε 24, 445, Od. 2, 396, Schlaf über Einen ausgießen; ἀνέμων ἀϋτμένα 3, 289; Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν Il. 5, 618; ἐπίχει τῶν βλασφημιῶν, stoße Schmähreden aus, Luc. Iup. trag. 35; – pass., ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους, damit begossen, Luc. Asin. 47; – med., od. pass., darauf, darüber strömen, fließen, ἰλύος ἐπιχυ θείσης Xen. Oec. 17, 12; bes. übertr. von Menschen, zuströmen, Δαναοὶ δ' ἐπέχυντο νῆας ἀνὰ γλαφυράς Il. 16, 295. 15, 654; öfter Plut.; von Thieren, τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας μῦς ἀρουραίους Her. 2, 141; von der Rede, die sich über Etwas verbreitet, Plat. Polit. 302 c Legg. VII, 793 b; vgl. noch Pol. τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων 8, 11, 3; – aor. 604. – Eigtl. med., sich aufschütten, aufhäufen, πολλὴν δ' ἐπεχεύατο ὕλην, χύσιν – φύλλων Od. 5, 257. 487; auch mit entfernterer Beziehung auf das subj., ἐπεχεύατο πήχεε παιδί, umarmte ihren Sohn, Ap. Rh. 1, 268. – Auch = für sich eingießen lassen, um auf Jemandes Gesundheit zu trinken, ἄκρατόν τινος, Theocr. 2, 151. 14, 18; ohne des Demetrius Gesundheit trinken, Phylarch. bei Ath. VI, 261 b. So auch das act., Posidipp. 10 (XII, 168), Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο, schenk zwei Becher ein auf die Gesundheit der N. u. L, Vgl. ἐπίχυσις.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιχεύσω, ao. ἐπέχευα, pf. inus.
1 verser sur, répandre sur : χερσὶν ὕδωρ IL verser de l'eau sur les mains ; οἴνῳ ὕδωρ XÉN de l'eau sur du vin;
2 verser par-dessus : ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους LUC poissons inondés de moutarde;
Pass.-Moy. ἐπιχέομαι (ao. Pass. ἐπεχυθην, ao. Moy. ἐπεχευάμην);
I. intr. 1 se répandre sur ; fig. se mêler à, τινι;
2 se répandre contre, se précipiter comme un torrent sur, τινι;
II. tr. répandre pour soi ou par soi-même : ὕλην OD répandre du lest ; χύσιν φύλλων OD répandre une couche de feuilles.
Étymologie: ἐπί, χέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχέω: (fut. ἐπιχεύσω, aor. 1 ἐπέχεα; эп. aor. 1 ἐπέχευα, inf. aor. ἐπιχεῦαι) тж. med.
1 наливать (χερσὶν ὕδωρ Hom.; ὕδωρ ψυχρὸν ἐπί τι Arst.; ἄκρατον Plut.): ἐ. τινος Anth. и ἐπιχεῖσθαι ἄκρατόν τινος Theocr. наливать (себе) вина в честь кого-л., пить за чье-л. здоровье;
2 вливать, доливать, добавлять (οἴνῳ ὕδωρ Xen., Arst.);
3 заливать: ἰχθύες νάπυϊ ἐπικεχυμένοι Luc. рыба в горчичном соусе;
4 испускать, издавать (θρῆνον πολύφαμον Pind.): ἐ. τῶν βλασφημιῶν Luc. осыпать ругательствами;
5 насылать, наводить (ἀνέμων ἀϋτμένα, ὕπνον τινί Hom. - in tmesi): ὁ νῦν ἡμῖν ἐπικεχυμένος λόγος Plat. рассуждение, которым мы теперь заняты; τοσούτων πραγμάτων ἐπικεχυμένων Polyb. ввиду такого наплыва дел;
6 сыпать, бросать во множестве (δούρατα Hom. - in tmesi);
7 med. насыпать, наваливать, нагромождать (χυτὴν γαῖαν, πολλὴν ὕλην, σῆμα Hom. - in tmesi);
8 med.-pass. разливаться, расплываться, растекаться (ἰλὺς ἐπιχυθεῖσα Xen.); перен. разбегаться, рассыпаться, рассеиваться (νῆας ἀνὰ γλαφυράς Hom.; πλῆθος ἐπιχυθέν Plut.): τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντες μύες Her. напавшее на противников множество мышей.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχέω: μέλλ. -χεῶ (ἴδε χέω), β΄ πρόσ. ἐπιχεῖς Ἀριστοφ. Εἰρ. 169: ἀόρ. α΄ ἐπέχεα: ― Ἐπικ. ἐνεστ. ἐπιχεύω: ἀόρ. α΄ ἐπέχευα: ἀπαρ. ἐπιχεῦαι Ὅμ. Χύνω ἐπάνω εἴς τι, ἐπιχύνω, χέρνιβα δ’ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε... νίψασθαι Ὀδ. Α. 136, κτλ.· πλῆρες, χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι Ἰλ. Ω. 303· χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων Ὀδ. Δ. 213· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως, οἴνῳ ἐπιχέειν ὕδωρ Ξεν. Οἰκ. 17. 9. 2) μεταφ., τοῖσι δ’ ἐφ’ ὕπνον ἔχευε Ἰλ. Ω. 445· Τρῶες δ’ ἐπὶ δούρατ’ ἔχευαν Ε. 618· ἀνέμων ἐπ’ ἀϋτμένα χεῦεν Ὀδ. Γ. 289· θρῆνον ἐπ. Πινδ. Ι. 8 (7). 129· ὀδμὴν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191· βλασφημιῶν ἐπ. (γεν. διαιρ.) Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 35. 3) ἐπὶ στερεῶν, ὡς τὸ χώννυμι, θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Ὀδ. Γ. 258, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 256· ἐπὶ σῆμ’ ἔχεεν Ζ. 419· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 205. ΙΙ. ἐγχέω, ἐγχύνω, ἀπαντλοῦντα καὶ ἐπ. Πλάτ. Πολ. 407D· ἓν ἀγαθὸν ἐπιχέασα, τρί’ ἀπαντλεῖ κακὰ Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 26· πληρῶ ποτήριον. Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο Ἀνθ. Π. 12. 168, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 3. 8, 13., 19. 9, καὶ ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. Β. Μέσ., ἐπιχύνωῥίπτω ἐπάνω μου, χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων Ὀδ. Ε. 487· ἐπεχεύατο πήχεε παιδί, ἐξέτεινε τὰς χεῖράς της περὶ τὸν παῖδα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 268· ἀλλά, πολλὴν ἐπεχεύατο ὕλην, δι’ ἑαυτόν, Ὀδ. Ε. 257. 2) ποντώθη δ’ ἄρα γαῖα, βυθὸς δ’ ἐπεχεύατο πάντῃ, ἡ δὲ θάλασσα ἐπέχεεν ἑαυτὴν πανταχοῦ, Κόϊντ. Σμ. 14. 604. ΙΙ. ἔδοξ’ ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον, ὧτινος ἤθελ’ ἕκαστος, ἤτοι λαμβάνειν καὶ ἐπισπένδειν εἰς οὗτινος ὄνομα ἤθελεν ἕκαστος, ἐπὶ ἐρωτικῶν προπόσεων, Θεόκρ. 14. 18, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 3· ὡσαύτως, ἔρωτος ἀκράτω (γεν. διαιρετ.) ἐπεχεῖτο Θεόκρ. 2. 152· καὶ ἁπλῶς, ἐπιχεῖσθαί τινος Φύλαρχ. ἐν Ἀποσπ. 29· ἴδε Welcker Θέογν. 315, καὶ πρβλ. τὴν λ. ἐπίχυσις ΙΙ. Γ. Παθ., ἐπιχέομαι, χύνομαι ἐπάνω, ἰλύος ἐπιχυθείσης Ξεν. Οἰκ. 17, 12· μεταφ., τοῖς Ἑλληνικοῖς ὀνόμασι τῶν Ἰταλικῶν ἐπικεχυμένων Πλουτ. Ρωμ. 15. 2) μεταφ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων συρρεόντων εἴς τινα τόπον, ἐπέχυντο (Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ.), Ἰλ. Ο. 654· ἀνὰ νῆας Π. 295· οὕτως, ἐπέρχομαι ὡς χείμαρρος ἢ ῥεῦμα, τοῖς ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας... μῦς ἀρουραίους Ἡρόδ. 2. 141· τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων Θεόπομπ. παρὰ Πολυβ. 8. 11, 13. 3) μεταφ., ἐπὶ λόγου, ἐγχέομαι ὡς προσθήκη, Λατ. supervenio, τοῦ νῦν ἐπικεχυμένου λόγου, περὶ τῆς συζητήσεως ἧς τώρα ἐγένετο ἀρχή, Πλάτ. Πολιτικ. 302C· ὁ νῦν δὴ λόγος ἡμῖν ἐπιχυθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 793B. ΙΙ. ἐπὶ ὀπτῶν ἰχθύων,... ἰχθῦς, τοῦτο μὲν ἐν γάρῳ καὶ ἐλαίῳ κατακειμένους, τοῦτο δὲ νάπυϊ ἐπικεχυμένους Λουκ. Ὄνος 47.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἐπέχευε, inf. ἐπιχεῦαι, mid. aor. 1 ἐπεχεύατο, aor. 2 ἐπέχυντο: pour upon, heap up, mid. (aor. 1), for oneself; not of liquids only, but of earth, leaves, etc.; πολλὴν δ' ἐπεχεύατο ὕλην, for wattling, Od. 5.257 ; χύσιν φύλλων, for a bed, Od. 5.487; mid., aor. 2, intr. (metaph.) τοὶ δ' ἐπέχυντο, poured in, Il. 15.654, Il. 16.295.

English (Slater)

ἐπιχέω pour upon met. ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν (Er. Schmid: ἔχευαν cod.: sc. over Achilles' body) (I. 8.58)

Spanish

verter

English (Strong)

from ἐπί and cheo (to pour); --to pour upon: pour in.

English (Thayer)

from Homer down; to pour upon: τί, ἐπί τά τραύματα; Leviticus 5:11).

Greek Monolingual

(Α)
βλ. επιχύνω.

Greek Monotonic

ἐπιχέω:Α. μέλ. -χεῶ (βλ. χέω), βʹ πρόσ. ἐπιχεῖς, αόρ. αʹ ἐπέχεα· Επικ. ενεστ. ἐπιχεύω, αόρ. αʹ ἐπέχευα, απαρ. ἐπιχεῦαι·
1. ρίχνω νερό πάνω στα χέρια μου, τα βρέχω, σε Όμηρ., Αττ.· μεταφ., χύνω ή ρίχνω πάνω σε κάποιον κάτι, ὕπνον τινί κ.λπ., σε Όμηρ.
2. λέγεται για στερεά σώματα, όπως το χώννυμι, στον ίδ. Β. I. Μέσ., επιχύνω ή ρίχνω πάνω μου ή για χάρη του εαυτού μου, σε Ομήρ. Οδ.
II. έχω χύσει για να πιει κάποιος, ἐπιχέω ἄκρατόν τινος, το πίνω στην υγειά κάποιου, σε Θεόκρ. Γ. Παθ., επιχέομαι, ρίχνομαι επάνω, σε Ξεν.· αόρ. αʹ ἐπεχύθην [ῠ], παρακ. -κέχῠμαι· μεταφ., λέγεται για πλήθος ανθρώπων, ξεχύνομαι σ' ένα μέρος, ἐπέχυντο (Επικ. Παθ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· ξεχύνομαι ως χείμαρρος πάνω σε, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -χεῶ 2 pers. ἐπιχεῖς aor1 ἐπέχεα epic pres. ἐπιχεύω aor1 ἐπέχευα inf. ἐπιχεῦαι
I. to pour water over the hands, Hom., attic:—metaph. to pour or shed over, ὕπνον τινί, etc., Hom.
2. of solids, like χώννυμι, Hom.
B. Mid. to pour or throw over oneself or for himself, Od.
II. to have poured out for one to drink, ἐπ. ἄκρατόν τινος to drink it to any one's health, Theocr.
C. Pass. to be poured over, Xen.: aor1 ἐπεχύθην [ῠ], perf. -κέχῠμαι:—metaph., of a crowd of persons, to stream to a place, ἐπέχυντο (epic aor2 pass.), Il.:— to come like a stream over, Hdt.

Chinese

原文音譯:™picšw 誒披-黑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-傾瀉 相當於: (יָצַק‎)
字義溯源:倒在⋯上,倒在,流過,流入;由(ἐπί)*=在⋯上)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 倒在(1) 路10:34

Léxico de magia

verter aceite ἔλαιον καλὸν καθαρὸν ῥαφάνινον ἐπίχεε παιδὶ ἀφθόρῳ γυμναζομένῳ vierte buen aceite puro de rábanos sobre un niño puro entrenado P II 56 τινὲς δὲ καὶ τῷ θυμιατηρίῳ ἐπιχέουσι τοῦ ἐλαίου algunos vierten aceite también sobre el incensario P II 58