δάφνη
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ἡ,
A Laurus nobilis, laurel, bay tree, bay-tree, bay laurel, sweet bay, true laurel, Grecian laurel, laurel tree Od.9.183, Hes.Th.30, prob. in Men. Georg.36; τὸ τῆς δάφνης (sc. τρύπανον) ἄριστον Thphr.HP5.9.7; δάφναν μὴ δρέπε Supp.Epigr.2.185 (Boeot., v B.C.); [Ἀπόλλων] χρείων ἐκ δάφνης γυάλων ὕπο Παρνησοῖο h.Ap.396; ἐξ ὧν εἶπέ μοι ὁ Φοῖβος… Πυθικὴν σείσας δάφνην Ar.Pl.213; ἐρέω τι τορώτερον ἢ ἀπὸ δάφνης Call.Del.94; στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ GDI2507 (Delph.), cf. Epigr.Gr.786 (Halic.), CIG3641 b 20 (add., Lampsacus).
II δάφνη Ἀλεξανδρεία = Ruscus hypoglossum, Alexandrian laurel, spineless butcher's-broom, mouse thorn, horse tongue lily Thphr.HP1.10.8,3.17.4, Dsc. 4.145.
2 = χαμαιδάφνη, Ps.Dsc.4.147.
III white mangrove, Avicennia officinalis, Thphr.HP4.7.2.
IV a kind of coral, ibid. (ᾰ Theoc.11.45.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. y eol. δάφνα Alc.280.13S., Ibyc.34.2, en Perge λάφνη Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ- Theoc.11.45]
• Morfología: [plu. dat. δάφναισι Stesich.8.5]
bot.
1 laurel, Laurus nobilis L.
a) tanto el árbol como sus ramas y hojas Od.9.183, h.Merc.109, Stesich.l.c., Ibyc.l.c., Sapph.62.2, Pi.Fr.94b.8, 69, Corinn.2.2.3, Hdt.4.15, E.Andr.296, Med.1213, Theoc.l.c., A.R.2.159, Nic.Th.574, Plu.2.665d, D.P.Au.1.27, Hld.4.16.5, Philostr.VS 611, Babr.praef.9
• resaltándose ciertos rasgos: de su madera δάφνης ... ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες = los timones de arado más seguros son los de laurel Hes.Op.435, τὸ τῆς δάφνης (τρύπανον) ἄριστον Thphr.HP 5.9.7, de sus hojas μελάμφυλλος Anacr.76, Theoc.Ep.1.3, ἡ μέν τις ἐστι λεπτόφυλλος, ἡ δὲ πλατυτέρα Dsc.1.78, cf. Thphr.HP 3.13.5, ὀρεινὴ καὶ πλατύφυλλος Dsc.1.40, de su hoja perenne, Artem.4.57, Plu.2.723e, utilizado en medicina, esp. en ginecología, Hp.Mul.2.202, Nat.Mul.79, Steril.221, cf. Nic.Th.943, Al.198, de sus propiedades apotropaicas y mágicas, Sophr.4.4, Theoc.2.1, 23, Hld.4.5.3, 6.14.3, 4, Hymn.Mag.19A.7, PMag.7.824, δάφνη ... δαιμόνων ... ἀπελατήριος Tz.Ex.75.26;
b) asociado a la inspiración poética aportada por las Musas καί μοι σκῆπτρον ἔδον (Μοῦσαι), δάφνης ... ὄζον δρέψασαι = y (las Musas) me dieron un cetro tras cortar una rama de laurel Hes.Th.30, cf. D.Chr.55.1, δάφνην φαγὼν ὀδόντι πρῖε τὸ στόμα S.Fr.897, cf. Sch.Hes.Th.30;
c) asociado con Apolo y el oráculo délfico χρείων (Ἀπόλλων) ἐκ δάφνης = vaticinando (Apolo) desde el laurel de la Pitia en Delfos h.Ap.396, cf. Call.Del.94, δεικνύει ... τὸν Δελφὸν δάφνη Him.68.1, δάφναις, φυτῷ προσήκοντι τῷ θεῷ κατὰ Δελφούς Men.Rh.445, Πυθία Aristonous 2.4, δάφναν μὴ δρέπε Sokolowski 2.36 (Acrefia V a.C.), cf. E.Io 80, 103, 113, Tr.329, IT 1247, Call.Fr.194.26, 27, Q.S.12.516, transportado hasta el templo de Apolo en Delfos en la fiesta de las Dafneforias, Ael.VH 3.1, Hld.Gr. en Sch.D.T.450.18, St.Byz.s.u. Δειπνιάς, utilizado en la mántica délfica en fumigaciones, Plu.2.397a, siendo agitado por la Pitia, o por Apolo a través de ella, en el momento de la revelación Πυθικὴν σείσας δάφνην Trag.Adesp.61c, cf. Aristonous 1.10, Triph.366, Sch.Ar.Pl.213D., de sus hojas mascadas por la Pitia, Luc.Bis Acc.1, del uso general en la adivinación εἰώθασιν οἱ μάντεις δάφνας προεσθίειν Tz.ad Lyc.6, cf. Oenom.10.9, utilizado para decorar el templo y el altar de Apolo en Delfos CID 2.34.1.28, 2.32, 50.2.6, 55.16 (todas IV a.C.), tb. para otros lugares ILampsakos 9.20 (II a.C.), Plu.Aem.22, Sch.Ar.Pl.39f, trenzado en coronas para ofrendas ID 1429A.1.4 (II a.C.), portadas por dioses, esp. Apolo, Limen.24, Isyll.19, Epigr.Gr.786.4 (Halicarnaso II a.C.), tb. por Dioniso h.Hom.26.9, δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες ref. a los hiperbóreos, Pi.P.10.40;
d) llevado tb. por personas, en celebraciones religiosas y simposíacas, Alc.l.c., CEG 877.2 (Macedonia IV a.C.), Plu.2.755a, Ach.Tat.7.12.2
• como distinción honorífica frec. en Delfos y otros lugares στεφανῶσαι ... παρὰ τοῦ θεοῦ δάφνας στεφάνῳ FD 2.18.9, cf. SIG 431.2, 436.8, 444.9 (todas Delfos III a.C.), FD 2.20.11, Lindos 195.7 (ambas II a.C.), IG 5(1).1390.15 (Andania), como símbolo de victoria Οὐεσπασιανὸς καὶ Τίτος δάφνῃ μὲν ἐστεφανωμένοι I.BI 7.124, cf. 126.
2 δάφνη Ἀλεξανδρεία laurel alejandrino, Ruscus hypophyllum L., así llamado por alusión a Paris Alejandro, Thphr.HP 1.10.8, 3.17.4, Dsc.4.145
• tb. llamado δάφνη Ἰδαία por nacer en torno al monte Ida, Dsc.4.145, cf. Plin.HN 15.131 (ap. crít.)
• cuyas bayas se utilizan para teñir de rojo PHolm.103
• tb. n. de otra especie, prob. del género Ruscus Dsc.4.147, cf. χαμαιδάφνη.
3 δάφνη ἐν τῇ (Ἐρυθρᾷ) θαλάττῃ mangle blanco, árbol de los manglares, Avicennia officinalis L., Thphr.HP 4.7.2.
4 δάφνη ἀγρία prob. adelfa, laurel rosa, Nerium oleander L., Thphr.HP 1.9.3, Luc.Asin.17, cf. ῥοδοδάφνη.
5 δάφνη πικρά laurel amargo como explicación de δαυχμός Sch.Nic.Th.94.
6 cierto coral Thphr.HP 4.7.2.
• Etimología: La variedad de formas indica que es un término mediterráneo (cf. lat. laurus), que prob. sufrió alteraciones por su valor mágico o religioso.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, Lorbeerbaum; Odyss. 9, 183 σπέος ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές, ἅπαξ εἰρημέν.; Hes. Th. 30; Pind. P. 10, 40; öfter bei Folgdn.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
laurier, arbuste.
Étymologie: DELG terme méditerranéen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάφνη -ης, ἡ, Dor. δάφνα, laurier (boom).
Russian (Dvoretsky)
δάφνη: дор. δάφνα ἡ бот. лавр (Laurus nobilis) Hom., HH, Hes., Pind., Arst., Theocr.: δάφνης στέφανος Plut. лавровый венок (лавр считался священным деревом Аполлона).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(AM δάφνη)
1. το φυτό δάφνη η ευγενής (laurus nobilis)
2. ονομασία διαφόρων ειδών της οικογένειας λαουρίδες ή δαφνίδες
3. στεφάνι από φύλλα δάφνης, σύμβολο νίκης
4. κλαδί δάφνης, σύμβολο των μαρτύρων της Εκκλησίας
νεοελλ.
φρ.
1. «έδρεψε δάφνες» — είχε επιτυχίες, διακρίθηκε
2. «αναπαύεται στις δάφνες του» ή «επαναπαύεται επί τών δαφνών του» — μένει αδρανής, στηριγμένος σε παλαιότερες επιτυχίες του
3. «πολεμικές δάφνες» — πολεμικά κατορθώματα, ανδραγαθήματα
αρχ.
1. προφητική ή μαντική ικανότητα
2. φρ. «πυθική δάφνη» — η μαντική δάφνη του Απόλλωνος τών Δελφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. δάφνη μαρτυρείται με διάφορες μορφές (πρβλ. λάφνη, δαυχμός, δαύχνα), οι οποίες οφείλονται είτε στη θρησκευτική χρήση της λέξεως είτε στο γεγονός ότι πρόκειται για δάνεια λ. Τη σχέση με το λατ. laurus πιστοποιεί η γλώσσα του Ησυχίου «λάφνη
δάφνη», όπου διαπιστώνεται εναλλαγή μεταξύ -λ- και -δ-γνωστή από τις δάνειες λέξεις και από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. dapu2ritojo για τον λαβύρινθο)
Ο τ. δαύχνα απαντά μόνο σε σύνθετες λέξεις (πρβλ. Δαυχναφόριος, δαυχνοφόρος, αρχιδαυχναφορώ), ενώ στον επικό Νίκανδρο απαντά ο τ. δαυχμός και στον Ησύχιο (δαυχμόν
«εύκαυστον ξύλον δάφνης»). Οι τύποι αυτοί συνδέθηκαν πιθ. παρετυμολογικά με το δαύκος.
ΠΑΡ. δάφνινος, δαφνίτης, δαφνίτις, δαφνωτός
αρχ.
δαφναίος, δαφνήεις, δάφνιος, δαφνίς
μσν.
δαφνηρός, δαφνιακός
νεοελλ.
δάφνι, δαφνί, δαφνιά, δαφνικός, δαφνούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δαφνέλαιο(ν), δαφνοειδής, δαφνόκοκκος (AM δαφνόκκοκον), δαφνοφόρος (Α δαφνηφόρος), δαφνώδης, δαφνών(ας)
αρχ.
δαφνηρεφής, δαφνηφάγος, δαφνογηθής, δαφνοκόμης, δαφνόκομος, δαφνοπώλης, δαφνόσκιος
μσν.- νεοελλ.
δαφνόφυλλο νεοελλ. δαφνόδενδρο, δαφνοελιά, δαφνόκλαδο, δαφνοκούκκι, δαφνόκουκκο, δαφνοκούκουτσο, δαφνόλαδο, δαφνόμαζες, δαφνομαντεία, δαφνόστεγος, δαφνοστέφανο, δαφνοστεφανώνω, δαφνοστεφής, δαφνοστόλιστος, δαφνότοπος. (Β' συνθετικό) ροδοδάφνη
αρχ.
χαμαιδάφνη
νεοελλ.
αγριοδάφνη, αροδάφνη, μαυροδάφνη, πικροδάφνη, χαμοδάφνη].
Greek Monotonic
δάφνη: ἡ, το γνωστό φυτό «δάφνη», Λατ. laurus, σε Ομηρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· αφιερωμένο στον Απόλλωνα, ο οποίος επέδιδε τους χρησμούς του ἐκ δάφνης, σε Ομηρ. Ύμν. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
δάφνη: ἡ, τὸ γνωστὸν δένδρον, ἡ δάφνη, Λατ. laurus, Ὀδ. Ι. 183, Ἡσ. Θ. 30· ἱερὰ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅστις ἔδιδε τοὺς χρησμοὺς αὐτοῦ ἐκ δάφνης γυάλων ὕπο Παρνησοῖο Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 396· ἐξ ὦν εἶπέ μοι ὁ Φοῖβος… Πυθικὴν σείσας δάφνην Ἀριστοφ. Πλ. 213· ἐρέω τι τορώτερον ἢ ἀπὸ δάφνης Καλλ. εἰς Δῆλ. 94· στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1689, πρβλ. 2661, 3641b. 20 (προσθ.).- Οἱ περὶ τῆς Δάφνης μῦθοι εἶναι μεταγενέστεροι, Παυσ. 8. 20. Ὀβίδ. Μεταμ. 1. 452 κἑξ. ΙΙ. δ. Ἀλεξανδρεία, εἶδος δάφνης, ruscus, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 8, Διοσκ. 4. 147.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: laurel (Od.).
Other forms: Variants: λάφνη δάφνη. Περγαῖοι H. and δαύχνα (Thess., Cypr.) with Δαυχναῖος (Aetol.); also δαυχμός (Nic., H.; s. δαῦκος).
Derivatives: δαφνίς laurel (Hp.; cf. κεδρίς and Chantr. Form. 343), δαφνών laurel wood (Str.), δαφνῖτις Kassia of laurek etc. (Dsc.; Redard Les noms grecs en -της 70f.), -ίτης (οἶνος, Gp.), surname of Apollon in Syracuse (H., EM). Adject.: δαφνώδης laurel-like (E.), δάφνινος from laurel (Thphr.), δαφνιακός (AP), δαφνήεις rich in laurels (Nonn.), δαφναῖος belonging to the laurel (Nonn.), also surname of Apollon (AP, Nonn.), Δαφναία surname of Artemis in Sparta (Paus.), also Δαφνία (Olympia, Str.). - Δάφνις m. PN, Δαφνοῦς ON.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like the cognate Lat. laurus is δάφνη a Mediterranean word. "Die wechselnden Formen sind teils als Varianten der gebenden Sprache, teils als wechselnde Wiedergabe bei der Entlehnung verständlich." Frisk (which is true of most variants of Pre-Greek words), who continues "Solmsen Wortforschung 118 n. 1 und Bechtel Dial. 1, 205, Gött. Nachr. 1919, 343f. wollen δαύχνα, δαυχμός von δάφνη trennen und zu δαῦκος (s. d.) mit weiterem Anschluß an δαίω anzünden ziehen; kaum überzeugend." Several IE etymologies in W.-Hofmann s. laurus. - The word is typical for Pre-Greek, showing several variations. They can be explained by assuming *dakʷ-(n)-, which gave δαφ-ν- or δαυκ/χ-(ν/μ)-; note that there is no *λαυφ-; cf. Beekes, Pre-Greek (B 1). Thus δαφν- and δαυκ/χ-ν/μ- were one word.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
the laurel, or rather the bay-tree, Lat. laurus, Od., Hes., etc.; sacred to Apollo, who delivered his oracles ἐκ δάφνης, Hhymn.
Frisk Etymology German
δάφνη: {dáphnē}
Forms: Nebenformen: λάφνη· δάφνη. Περγαῖοι H. und δαύχνα (thess., kypr.) mit Δαυχναῖος (Aetol.); auch δαυχμός (Nik., H.; s. δαῦκος).
Grammar: f.
Meaning: ‘Lorbeerbaum, -zweig, Lorbeer’ (seit Od.).
Derivative: Ableitungen: δαφνίς ‘Lorbeer, -baum' (Hp., Thphr., Pap.; vgl. κεδρίς und Chantraine Formation 343), δαφνών Lorbeerhain (Str. usw.), δαφνῖτις Kassia aus Lorbeer (Dsk., Gal. u. a.; Redard Les noms grecs en -της 70f.), -ίτης (οἶνος, Gp.), Bein. des Apollon in Syrakus (H., EM). Adjektiva: δαφνώδης ‘lorbeerreich, -artig’ (E., Thphr.), δάφνινος ‘aus L. gemacht’ (Thphr. u. a.), δαφνιακός (AP, nach διονυσιακός usw.), δαφνήεις lorbeerreich (Nonn.), δαφναῖος ‘zum L. gehörig’ (Nonn.), auch Bein. des Apollon (AP, Nonn.), Δαφναία Bein. der Artemis in Sparta (Paus.), auch Δαφνία (Olympia, Str.). — Δάφνις m. PN, Δαφνοῦς ON usw.
Etymology: Wie das damit irgendwie zusammenhängende lat. laurus ist auch δάφνη ein unerklärtes Mittelmeerwort. Die wechselnden Formen sind teils als Varianten der gebenden Sprache, teils als wechselnde Wiedergabe bei der Entlehnung verständlich. — Solmsen Wortforschung 118 A. 1 und Bechtel Dial. 1, 205, Gött. Nachr. 1919, 343f. wollen δαύχνα, δαυχμός von δάφνη trennen und zu δαῦκος (s. d.) mit weiterem Anschluß an δαίω anzünden ziehen; kaum überzeugend. Allerhand unmögliche idg. Etymologien bei W.-Hofmann s. laurus, wo auch weitere reiche Lit.
Page 1,353
Wikipedia EN
Laurus nobilis is an aromatic evergreen tree or large shrub with green, glabrous smooth leaves, in the flowering plant family Lauraceae. It is native to the Mediterranean region and is used as bay leaf for seasoning in cooking. Its common names include bay tree (esp. United Kingdom),:84 bay laurel, sweet bay, true laurel, Grecian laurel, or simply laurel. Laurus nobilis figures prominently in classical Greco-Roman culture.
Léxico de magia
ἡ I bot. laurel 1 símbolo de Apolo <δάφνη, μαντοσύνης> ἱερὸν φυτὸν Ἀπόλλωνος laurel, sagrada planta de la adivinación de Apolo P II 81 P III 252 (fr. lac.) P VI 6 P VI 15 (fr. lac.) P VI 40 usado en ofrendas πρὸ τῆς ἀνακλήσεως αὐτῷ ἐπίθυε δάφνην antes de la invocación ofrece en su honor laurel P III 309 ἔστι οὖν τὸ ἀγαθοποιόν· λίβανος ἄτμητος, δάφνη esto es, pues, lo benéfico: incienso sin cortar, laurel P IV 2679 2 usos de sus ramas, sus hojas y su madera: a) sus ramas: para escribir γράψον εἰς τὸν κλῶνα τῆς δάφνης τοὺς ζʹ ῥυστικοὺς χαρακτῆρας escribe en la rama de laurel los siete signos protectores P I 266 λαβὼν κλάδον δάφνης γράφε τὰ βʹ ὀνόματα toma una rama de laurel y escribe los dos nombres P II 64 SM 74 3 para sostener en la mano λαβὼν κλῶνα δάφνης ἑπτάφυλλον ἔχε ἐν τῇ δεξιᾷ χειρί toma una rama de siete hojas de laurel y sosténla con la mano derecha P I 264 P I 280 P I 338 P II 21 τῇ δὲ δεξιᾷ σου κράτει κλάδον ἐλαίας καὶ δάφνης κατασείων τῷ λύχνῳ sujeta en tu mano derecha un ramo de olivo y laurel, agitándolo hacia la lámpara P V 453 para hacer mezclas λαβὼν κλάδον δάφνης καὶ κύμινον Αἰθιοπικὸν καὶ στρύχνον βοτάνην ὁμοῦ τρίψον toma una rama de laurel, comino etíope y una planta de adormidera y tritúralo todo junto P II 35 para hacer una corona λαβὼν κλῶνας δάφνης ιβʹ καὶ ποιήσας ἀπὸ μὲν τῶν ζʹ κλάδων στέφανον, τοὺς δὲ λοιποὺς ἄλλους πέντε συνδήσας ἔχε ἐν τῇ χειρὶ τῇ δεξιᾷ toma doce hojas de laurel, haz una corona con siete de ellas y ata las cinco restantes y sosténlas en la mano derecha P II 28 para hacer aspersiones ἐμβρέχων κλάδον δάφνης <ῥαῖνε> humedece una rama de laurel y haz aspersiones P V 199 b) sus hojas: para escribir ἐπίφερε δὲ καὶ τοῦτο, ὅπερ ἐν φύλλοις δάφνης γράφεται añade también esto, que se escribe en hojas de laurel P II 11 P VII 1016 (fr. lac.) εἰς φύλλον δάφνης ἐπίγραψον ζμύρνᾳ μετὰ αἵματος βιαίου en una hoja de laurel escribe con mirra mezclada con sangre de uno muerto violentamente P IV 2206 λαβὼν φύλλον δάφνης ἐπίγραψον τὸν χαρακτῆρα toma una hoja de laurel y escribe en ella el signo P XIII 1044 para dibujar λαβὼν οὖν κλάδον δάφνης ἐπίγραψον εἰς ἕκαστον φύλλον ζῴδιον κινναβάρει toma, pues, una rama de laurel y dibuja una figura en cada hoja con cinabrio P VII 802 P VII 822 para modelar una figura λαβὼν φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου κηʹ καὶ γῆς παρθενικῆς καὶ ἀρτεμισίας σπέρματος toma veintiocho hojas de laurel medular, tierra virgen y semilla de artemisa P V 370 c) su madera αὔτοπτον θὲς τρίποδα καὶ τράπεζαν ἐλάϊνον ἢ ἐκ ξύλου δαφνῶν en una práctica de visión directa coloca un trípode y una mesa de madera de olivo o de laurel P III 292 P III 297 ἔχε δὲ καὶ ἐκ ῥίζης δάφνης τὸν συνεργοῦντα Ἀπόλλωνα γεγλυμμένον ten también de la raíz de un laurel un Apolo grabado como colaborador P XIII 103 P XIII 659
Translations
laurel
Arabic: غَار; Egyptian Arabic: لاوري; Armenian: դափնի; Belarusian: лаўр; Bulgarian: лавър; Catalan: llorer; Chinese Mandarin: 月桂; Coptic: ⲇⲁⲃⲛⲏⲥ; Czech: vavřín; Danish: laurbær or; Dutch: laurier; Esperanto: laŭro; Faroese: lavrberjatræ, lavrber; Finnish: laakeri; French: laurier; Galician: loureiro, gamallo; Georgian: დაფნა; German: Lorbeer; Greek: δάφνη; Ancient Greek: δάφνη; Hebrew: דַּפְנָה, עָר; Hungarian: babér; Italian: alloro; Japanese: 月桂; Kazakh: дәмжапырақ; Latin: laurus, laurea; Luxembourgish: Lorber; Norwegian: laurbær; Polish: wawrzyn, laur; Portuguese: louro; Romanian: laur, dafin; Russian: лавр; Serbo-Croatian Cyrillic: ло̏во̄р; Roman: lȍvōr; Slovak: vavrín; Slovene: lôvor; Spanish: laurel; Swahili: mbei Swedish: lager; Turkish: defne; Ukrainian: лавр; Walloon: lawri; Welsh: llawryf, llawryfoedd
Laurus nobilis
ab: адаҧа; af: lourierboom; ar: غار; az: nəcib dəfnə; bat_smg: babka; bg: лавър; bs: lovor; ca: llorer; co: addoru; cs: vavřín vznešený; cy: llawrwydden; da: ægte laurbær; de: Echter Lorbeer; el: δάφνη; eo: nobla laŭro; et: harilik loorberipuu; eu: ereinotz; fa: برگ بو; fi: laakeripuu; frr: echt loorbeer; ga: labhras; gl: loureiro; gv: laurys; he: ער אציל; hr: lovor; hsb: prawy ławrjenc; hu: nemes babér; id: dafnah; ja: ゲッケイジュ; kab: tarselt; ko: 월계수; la: Laurus nobilis; lij: auföggio; li: laurier; lt: kilnusis lauramedis; lv: dižciltīgais laurs; mk: лавор; ms: dafnah; nl: laurier; nn: laurbær; no: laurbær; nrm: louothi; oc: laurièr;: wawrzyn szlachetny; pt: loureiro; ro: dafin; ru: лавр благородный; sc: laru; sh: lovor; simple: bay laurel; sk: vavrín pravý; sl: navadni lovor; sq: dafina; sr: ловор; sv: lager; tr: akdeniz defnesi; uk: лавр благородний; vi: nguyệt quế; wo: lóriye; wuu: 月桂; zh_yue: 月桂; zh: 月桂