ἁλίζω

From LSJ
Revision as of 07:50, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίζω Medium diacritics: ἁλίζω Low diacritics: αλίζω Capitals: ΑΛΙΖΩ
Transliteration A: halízō Transliteration B: halizō Transliteration C: alizo Beta Code: a(li/zw

English (LSJ)

(A), [ᾱ]: aor.
A ἥλῐσα E.HF412, Hdt.1.77, (συν-) X.Cyr.1.4.14:—Pass., aor. ἡλίσθην Emp.41, Hp. (v. infr.), Hdt.1.79: Ion. pf. part. ἁλισμένος Hdt.4.118, 7.172 (but ἡλίζω Scriptor Ionicus ap. Stob.3.28.21): (ἁλής):—gather together, assemble, of military forces, Hdt.1.77,80,al.; collect, of fragments, ib.119, etc.; ἁλίζω εἰς ἕν E.Heracl. 403:—Pass., meet together, Hdt.1.63,79,7.172; to be massed into a globe, Emp.l.c.; collect, αἷμα ἁλισθέν Hp.Int.47, cf. Morb.1.15; of moisture, etc., Arist.Pr.869a17, cf. 936b32; of rapid breathing, πνεῦμα ἁλίξεται Hp.Coac.333.—Not in A. or S.; rare in Prose, Act. in Pl.Cra.409a, App.Fr.1.4; Pass., X.An.2.4.3, 6.3.3, Arist.Pr.936b32: generally, compd. συναλίζω more freq.

(B), [ᾰ], (ἅλς)
A salt, Pass., to be salted, Arist.HA570al, Pr. 927a36, LXX Le.2.13:—Pass., Ev.Matt.5.13, Ph.Bel.86.29.
II supply with salt or supply with salt food, Arist.HA574a9, al.:—Pass., of sheep, ib.596a24.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
1 dar sal al ganado τὰ πρόβατα Arist.HA 574a9, cf. Mir.844b20, ἁλιζόμεναι (αἶγες) μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν (las cabras) alimentadas con sal tienen mayores ubres Arist.HA 596a24.
2 salar τὸ κρέας αὐτοῦ (ταύρου) T.Leu.Suppl.18 (p.47.37), τὸ δέρμα ib., en v. pas. ἀφύη ἁλιζομένη Arist.HA 570a1, ἄρτοι ἡλισμένοι Arist.Pr.927a36, πᾶν δῶρον ... ἁλὶ ἁλισθήσεται LXX Le.2.13, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Eu.Matt.5.13
en v. med. pas. salarse ἁλίσθητε ἐν αὐτῷ (Χριστῷ) saláos con El (Cristo) (para evitar la corrupción), Ign.Magn.10.2.
• Prosodia: [ᾱ-]
I reunir, juntar fuerzas militares, Hdt.1.77, 80
más gener. ἁλίσας θάψειν τὰ πάντα Hdt.1.119, ἄγορον φίλων E.HF 412, ἀοιδοὺς ... εἰς ἕν E.Heracl.403
como etim. de ἅλιος Pl.Cra.409a
fig. τοὺς μὲν ἁλίζων τῇ σωφροσύνῃ ofreciendo a los unos la sal de la sabiduría Pall.V.Chrys.5.41.
II en v. med. pas.
1 de pers. reunirse, juntarse de ejércitos, Hdt.1.63, 79, 7.172.
2 de cosas concentrarse, acumularse, reunirse ὅταν δ' ἁλισθῇ (φλέγμα) ἐν αὐτῇ (κοιλίῃ) Hp.Morb.1.15, αἷμα Hp.Int.47, del aliento πνεῦμα ἁλίζεται Hp.Coac.333, de la humedad, Arist.Pr.869a17, cf. 936b32, ὁ μὲν ἁλισθεὶς μέγαν οὐρανὸν ἀμφιπολεύει él (el sol) concentrado gira por el cielo enorme Emp.B 41.
• Etimología: Cf. ἁλής y ἅλις.

German (Pape)

[Seite 96] (ἁλής), versammeln, εἰς ἕν Eur. Heracl. 403; ἄγορον Herc. Fur. 408. Sehr oft bei Her., z. B. 1, 119; gew. im pass. aor., auch perf., 4. 118; sich versammeln, εἰς ταὐτόν Plat. Cratyl. 409 a; ἐὰν στρατιὰ ἁλισθῇ Xen. An. 2, 4, 3; 6, 3, 1 ἁλίζεσθαι. salzen, Arist. Probl. 21, 5; aber τὰ πρόβατα H. A. 8, 10, den Schafen Salz zu seessen geben; dah. πρόβατα ἁλιζόμενα.

French (Bailly abrégé)

1Pass. f. ἁλισθήσομαι, pf. ἥλισμαι;
1 saler;
2 nourrir avec du sel ou des aliments salés;
NT: asperger de sel.
Étymologie: ἅλς².
2ao. ἥλισα;
Pass. f. ἁλισθήσομαι, ao. ἡλίσθην, pf. ἥλισμαι;
rassembler (une troupe, une armée, etc.).
Étymologie: ἁλής.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίζω:
I (ᾰ) [ἅλς II]
1 солить, посыпать солью (ἄρτοι ἡλισμένοι Arst.);
2 кормить солью (τὰ πρόβατα Arst.).
II (ᾱ) ἁλής собирать (ἄγορον φιλων Eur.; στρατόν Her.): ἐπὴν ἁλισθῇ ἡ στρατιά Xen. когда армия будет собрана; ἁ. τινὰς εἰς ταὐτό Plat. собирать кого-л. в одно место.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίζω: (Α): ἀόρ. ἥλῐσα, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 412, (συν-), Ἡρόδ., Ξεν.: - Παθ. ἀόρ. ἡλίσθην, Ἡρόδ., Ξεν.: Ἰων. μετοχ. πρκμ. ἁλισμένος (ἄνευ αὐξήσ.), Ἡρόδ. 4.118, 7.172: (ἁλής). Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτὸ, συναθροίζω, ἐπὶ στρατιωτικῶν δυνάμεων, Ἡρόδ. 1. 77, 80, 119, κτλ.· ἁλ. εἰς ἕν, Εὐρ. Ἡρακλ. 404: - Παθ. = συνέρχομαι ἐπὶ τὸ αὐτὸ, Ἡρόδ. 1.63, 79, 7.172: συνάγομαι εἰς ἓν σῶμα, εἰς μίαν σφαῖραν, Ἐμπεδ. 241. - Σπάνιον παρ’ Ἀττ., τὸ ἐνεργ. δὶς παρ’ Εὐρ., ἅπαξ παρὰ Πλάτ., Κρατ. 409Α· τὸ παθ. παρὰ Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3, 6. 3, 3, Ἀριστ. Προβλ. 2, 28, 24. 9: καθόλου τὸ σύνθ. Συναλίζω εἶναι συχνότερον. [ᾱ-, Ἐλμσλ. Ἡρακλ. ἔνθ. ἀνωτ.].

English (Strong)

from ἅλς; to salt: salt.

English (Thayer)

(ἅλς, ἁλός, salt); to salt, season with salt, sprinkle with salt; only the future passive is found in the N. T.: ἐν τίνι ἁλισθήσεται; by what means can its saltness be restored? θυσία ἁλί ἁλισθήσεται, the sacrifice is sprinkled with salt and thus rendered acceptable to God, R G L Tr text brackets) (Josephus, Antiquities 3,9, 1; cf. Knobel on Leviticus, p. 369f; Winer s RWB under the word Salz; (BB. DD. under the word Salt>)); πᾶς πυρί ἁλισθήσεται, every true Christian is rendered ripe for a holy and happy association with God in his kingdom by fire, i. e. by the pain of afflictions and trials, which if endured with constancy tend to purge and strengthen the soul, Sept., Aristotle (cf: Sophocles Lexicon); Ignatius ad Magnes. 10 [ET] (shorter form) ἁλίσθητε ἐν Χριστῷ, ἵνα μή διαφθαρῇ τίς ἐν ὑμῖν.) Compare: συναλίζωbut see the word.)

Greek Monotonic

ἁλίζω: (Α) [ᾱ]· αόρ. αʹ ἥλῐσα — Παθ. αόρ. αʹ ἡλίσθην· μτχ. Ιων. παρακ. ἁλισμένος· (ἁλήςσυναθροίζω, συγκεντρώνω, λέγεται για στριατιωτικές δυνάμεις, σε Ηρόδ. — Παθ., συνέρχομαι, συνάγομαι, στον ίδ.
ἁλίζω: (Β) [ᾰ], μέλ. -ίσω (ἅλς), αλατίζω, και Παθ. είμαι αλατισμένος, σε Αριστ., Κ.Δ.

Middle Liddell

1 ἁλής
to gather together, to muster, military forces, Hdt.:—Pass. to meet together, assemble, Hdt.
2 [ἅλς]
to salt, and Pass. to be salted, Arist., NTest.

Chinese

原文音譯:¡l⋯zw 哈利索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:鹽 相當於: (מָלַח‎)
字義溯源:加以鹽,醃,鹹;源自(ἅλς)*=鹽)。在( 可9:49)說,必用火當鹽醃各人。有解經家說,這話隱喻基督徒的過程,人身上所有與神的性質合不來的東西,都必被煉盡,被除去
同源字:1) (ἅλα / ἅλας)鹽 2) (ἁλίζω)加以鹽 3) (ἅλς)鹽 4) (ἁλυκός)鹹的 5) (ἄναλος)無鹽的 6) (παράλιος)鹽旁
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編
1) 必⋯醃(1) 可9:49;
2) 來醃(1) 可9:49;
3) 再鹹(1) 太5:13

Mantoulidis Etymological

(=συναθροίζω). Ἀπό τό ἁλής -οῦς (=ἀθρόος). Ἡ ρἰζα αλεἶναι συγγενής μέ τήν ϝελ- τοῦ εἴλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁλία (=συνάθροιση λαοῦ), ἅλις (=ἀρκετά), ἁλιαία = ἡλιαία (=τό δικαστήριο τῶν Ἀθηνῶν). Δές γιά περισσότερα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα στό ρῆμα εἴλω.