ἀταλός
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
[ᾰτ], ή, όν, tender, delicate, of youthful persons, as of maidens, Od.11.39; of fillies, Il.20.222; ἀταλὰ φρονέοντες of young, gay spirit, 18.567, cf. Hes.Th.989, h.Cer.24; μάτηρ E.El.699 (lyr.) (unless it = suckling her lamb); ἀταλὸς χερσί, of the aged, tremulous, A.Pers.537 (anap.): c. dat., ἀταλὸς πατρί, i.e. subject, amenable to him, Pi.N.7.91. Adv. ἀταλῶς = delicately Sch.Il.5.271: Sup. ἀταλώτατα, παίζει IG1.492a.
Spanish (DGE)
(ἀτᾰλός) -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [dat. plu. masc. -οῖσι Opp.C.2.163, fem. -ῇσι Il.20.222]
I que da saltos, retozón ἵπποι ... θήλειαι, πώλοισιν ἀγαλλόμεναι ἀταλῇσι unas yeguas ufanas de sus trotones potrillos, Il.l.c.
•neutr. como adv. graciosamente ref. al baile de unos danzantes ἀταλότατα παίζει CEG 432 (VIII a.C.).
II 1que es una criatura, tierno, inocente ref. a niños y jóvenes o a crías de anim. νύμφαι τ' ἠΐθεοί τε ... παρθενικαί τ' ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσι Od.11.39, cf. Pi.N.7.91, πάις A.R.4.460, Q.S.13.323, μητὴρ ... ἀταλοὺς ἔτι νηπιάχοντας οὓς παῖδας κοσμέει Opp.C.2.343, pero tb. ἀταλὰς φρένας Q.S.7.340, ἀταλὸν νόον Mosch.2.78, frec. en neutr. plu. adv. seguido de φρονεῖν Il.18.567, Hes.Th.989, h.Cer.24
•sin ref. a la edad inocente, tonto ἀ. σίαινα de un pez que esconde su cabeza bajo las rocas creyendo así que no es visto, Opp.H.4.632
•inocente, que no tiene doblez de los cristianos, Clem.Al.Paed.1.5.19.
2 usos fig. dócil c. inf. ἵππος Νησαῖος ... καλὸς ἰδεῖν, ἀταλός τε φέρειν Opp.C.1.313
•inexperto ref. a un principiante ἀταλαὶ χεῖρες AP 6.352 (Erinn.).
3 liso, sin pelos los bisontes ἀταλοῖσι γενείοις Opp.C.l.c.
III que está criando, nutricia ἀταλᾶς ὑπὸ ματέρος ... E.El.699.
• Etimología: Etim. dud. Unos lo derivan de ἄττα q.u., otros del compuesto ἀταλάφρων deriv. de ταλάφρων ‘temeroso’, ‘tímido’ c. ἀ- priv. Tb. hay que considerar la hipótesis que lo hace derivar de la raíz *telHu̯2- ‘levantar’, en grado ø *t°l-Hu̯2- que aparece en ταλάσσαι, τάλαντα etc. c. el sent. ‘incapaz de soportar’, ‘débil’, y acentuación oxítona por influencia de ἁπαλός, ἁμαλός, v. ταλάσσαι
German (Pape)
[Seite 383] (verw. mit ἁπαλός?), jugendlich, zart; παρθενικαὶ καὶ ἠίθεοι ἀταλὰ φρονέοντες Iliad. 18, 567, jugendlich heiter; πώλοισιν ἀγαλλόμεναι ἀταλῇσιν 20, 222, v.l. ἀταλοῖσιν; παρθενικαί τ' ἀταλαί Od. 11, 39, v.l. ἁπαλαί; ἁπαλοῖο δι' αὐχένος Iliad. 22, 327, schlechte Lesart ἀταλοῖο; παῖδ' ἀταλὰ φρονέοντα Hes. Th. 989; θυμός Pind. N. 7, 91; χεῖρες Erinn. 1 (VI, 352); vgl. Eur. El. 699.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 jeune, vigoureux;
2 simple, naïf : ἀταλὰ φρονεῖν IL avoir la simplicité naïve de l'enfance.
Étymologie: DELG prob. de ἄττα père nourricier, dans le cadre du fosterage.
English (Autenrieth)
(ἀτάλλω): frisking, merry; ἀταλὰ φρονέοντες, ‘light-hearted,’ Il. 18.567, cf. Od. 11.39.
English (Slater)
ᾰτᾰλός tender πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν (N. 7.91)
Greek Monolingual
ἀταλός, -ή, -όν (Α)
Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος
2. νεανικός, ζωηρός
3. τρυφερός, στοργικός
4. υπάκουος, ευπειθής
II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα — στην επιγραφή του Διπύλου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. αυτής της οικογένειας (αταλός, ατάλλω, ατιτάλλω, αταλάφρων) παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο ετυμολογικά όσο και σημασιολογικά. Είναι όροι που χρησιμοποιούνται κυρίως για τα παιδιά, και γενικότερα για την παιδική ηλικία και τη νεότητα. Υποστηρίχθηκαν δύο βασικές απόψεις για την ετυμολ. του τ. αταλός. Η πρώτη, βασιζόμενη στα σημασιολογικά δεδομένα (πρβλ. ατιτάλλω «ανατρέφω, καλοπιάνω ένα παιδί», ατάλλω «ανατρέφω, καλοπιάνω, παίζω» και αταλός «αυτός που καλοπιάνεται, θωπεύεται, ο νέος, ο τρυφερός»), θεωρεί ότι ο τ. αταλός έχει προέλθει από το άττα «πατερούλης», αρχική σημασία «(ανα)τροφέας», εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας. Κατά τη δεύτερη υπόθεση ο τ. αταλός προήλθε από τον τ. αταλάφρων, που με παρέκταση έγινε αταλαφρονέων (όπως δολοφρονέων από δολόφρων), το οποίο με τη σειρά του έδωσε το επίθ. αταλός έπειτα από τη διάσπασή του στο αίσθημα των ομιλητών της γλώσσας σε δύο λ.: αταλά φρονέων].
-η, -ο
αυτός που δεν συμπλήρωσε την ανάπτυξή του, αδύνατος, τρυφερός («άταλο μωρό», «άταλο πουλάρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αταλός, με αρχαίο, αναλογικό αναβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
ἀταλός: [ᾰτᾰ], -ή, -όν, (συγγενές προς το ἁπαλός), απαλός, τρυφερός, λεπτός, λέγεται για νεαρά πλάσματα, σε Όμηρ.· ἀταλὰ φρονέοντες, έχοντας νεανικό, εύθυμο φρόνημα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτᾰλός: (ᾰτ) детский, юношеский, тж. нежный или радостный, резвый (Hom., HH, Hes., Pind.; Eur. - v.l. τἄγρευμ᾽ ἀτιτάλλετο).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: tender, delicate (Il.).
Derivatives: Denom. verb ἀτάλλω (pres. only) skip in childish glee, trans. bring up (a child) (Il.); ἀτάλματα παίγνια H. - With internal reduplication (Schwyzer 648) ἀτιτάλλω rear, tend (Il.); aor. ἀτίτηλα· ἀτιτάλτας foster father (Gortyn).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Very extensive discussion in DELG. Leumann Glotta 15, 153ff. and Hom. Wörter 139ff. derives ἀταλός from the expression ἀταλὰ φρονέων, which arose from analysis of ἀταλαφρονέων. This again is based on ἀταλάφρων, and this again is the negation of ταλάφρων. Although it explains the composition vowel α, the whole is too complicated. Cf. Bolling, Lang. 27, 74 and Förstel, Glotta 48 (1970) 166f. - Derivation from ἄττα (Chantr., Benvenist, Instit. 2, 85ff.) seems also improbable. - Remains just an adj., ἀταλός, of unknown origin, with a verb treat tenderly. Fur. 262 compares ἀζαλαί νέαι καὶ ἀπαλαί and concludes to a subst. word (which is in itself probable), but the comparison is uncertain.
Middle Liddell
akin to ἁπαλός
tender, delicate, of young creatures, Hom.; ἀταλὰ φρονέοντες of young, gay spirit, Il.
Frisk Etymology German
ἀταλός: {atalós}
Meaning: kindlich, jugendlich, zart (poet. seit Il.).
Derivative: Denominatives Verb ἀτάλλω (nur Präsensstamm) munter umherhüpfen, trans. aufziehen (poet. seit Il.) mit ἀτάλματα· παίγνια H. — Mit innerer Reduplikation (Schwyzer 648) ἀτιτάλλω aufziehen, pflegen (poet. seit Il.). Davon ἀτιτάλτας m. Pflegevater (Gortyn), vgl. Debrunner IF 21, 90.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Leumann Glotta 15, 153ff. und Hom. Wörter 139ff. ist ἀταλός aus dem Ausdruck ἀταλὰ φρονέων ausgelöst, der seinerseits durch Zerlegung von ἀταλαφρονέων entstanden ist. Wie δολοφρονέων aus δολόφρων usw. ist ἀταλαφρονέων aus ἀταλάφρων erweitert, das wiederum als Gegenstück zu ταλάφρων geschaffen wurde. — Diese scharfsinnige aber etwas verwickelte Hypothese hat vor allem den Vorzug, daß sie den sonst schwerverständlichen Kompositionsvokal α erklärt. Vgl. die Bemerkungen von Bolling Lang. 27, 74. — Ältere Etymologien, alle gänzlich unbefriedigend, bei Bq.
Page 1,176