ὕπατος

From LSJ
Revision as of 08:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῠ̔́πᾰτος Medium diacritics: ὕπατος Low diacritics: ύπατος Capitals: ΥΠΑΤΟΣ
Transliteration A: hýpatos Transliteration B: hypatos Transliteration C: ypatos Beta Code: u(/patos

English (LSJ)

ὑπάτη, ὕπατον, also ὕπατος, ὕπατον (v. infr. ΙΙΙ.1),
A highest, uppermost, in Hom. as epithet of Zeus, ὕπατε κρειόντων Od.1.45; θεῶν ὕπατος Il. 19.258, al.; θεοὶ ὕπατοι the gods above, opp. οἱ χθόνιοι, A.Ag.89 (anap.), cf. 55 (anap.); Ζεὺς Ὕπατος at Athens, Paus.1.26.5, al., Orac. ap.D.21.52 (coupled with Ἄθηνᾶ Ὑπάτη Orac. ap. eund.43.66); ὕπατον δῶμα Διός Pi.O.1.42; ὕπατος τεθμός Id.N.10.32; ὑπάταν βασιληΐδα τειμάν Hymn.Is.143.
2 simply of place, ἐν πυρῇ ὑπάτῃ = on the very top of the funeral pile, Il.23.165, 24.787; ὕπατον ὄρος Epigr. ap. D.S.1.15.
b lowest, κευθμοί A.R.3.1213.
c furthest, κέρας ὠκεανοῖο Id.4.282.
3 of time, last, νοῦσος AP7.233 (Apollonid.): but οὐχ ὕπατον, πύματον δέ Puchstein Epigr.Gr.p.76 (Memphis, i B. C.).
4 of Quality, highest, best, Pi.O.1.100; ὕπατος πρὸς ἀρετάν most excellent, Id.P.6.42; ὕπατος [μόρος] S.Ant.1332 (lyr.).
II c. gen., ὕπατος χώρας Ζεύς supreme over the land, A.Ag.509; ὕπατοι λεχέων high above the nest, ib.50 (anap.); ὕπατος τῶ σκάνεος ἅπαντος Ti.Locr.100a; σοφίας ὕπατος IG22.3632.7 (ii A. D.).
III as substantive,
1 ὕπατος, ὁ, = Lat. consul, Plb.6.12.1, al., D.H.4.76, 6.1,7.1, al., Mon. Anc.Gr.5.1; cf. στρατηγός II.4:—hence also, = ὑπατικός, τὰν ὑπάταν ἀρχάν Epigr. ap. Plu.Marc.30; but in this sense commonly with masc. termin., ὕπατον ἀρχὴν ἔχειν Plb.2.11.1 (pl.), cf. 3.40.9, Hdn.2.6.6; ὕπατος τιμή J.BJ7.4.2.
2 ἡ ὑπάτη, v. sub voce.—For the form, cf. μέσατος, νέατος, μύχατος, etc.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
1 le plus haut, le plus élevé : ἐν πυρῇ ὑπάτῃ IL au haut du bûcher ; avec un gén. : ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται ESCHL ils tournoient au-dessus de leurs nids ; ὑπατοι θεοί ESCHL les dieux d'en haut p. opp. aux θεοὶ χθόνιοι ; fig. Zεὺς ὕπατος Zeus le dieu suprême ; ὕπατος commandant suprême, à Rome consul;
2 qui est à l'extrémité, le dernier ; avec idée de temps extrême, suprême.
Étymologie: cf. ὑπέρτατος, c. en lat. summus et supremus.

German (Pape)

ὑπέρτατος (wie summus statt supremus), auch 2 Endgn, der Höchste, Erste; bei Hom. gew. Beiwort des Zeus, ὕπατος κρειόντων, ὕπατος θεῶν, wie auch Tragg., z.B. Aesch. Ag. 495; im Gegensatz zu den χθόνιοι überhaupt die obern Götter, 89, Suppl. 24, und später noch in der Priestersprache, s. Dem. 21.52; καλλιερεῖν Διῒ ὑπάτῳ Ἀθηνᾷ ὑπάτῃ 43.66; – ἐν ὑπάτῃ πυρῇ, ganz oben auf dem Scheiterhaufen, Il. 23.165, 24.787; ὕπατον δῶμα Διός Pind. Ol. 1.42; τεθμός N. 10.32, und öfter; überh. hoch in der Luft, ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται Aesch. Ag. 50; der Letzte, Soph. Ant. 1313.
Bei den Römern der Konsul, στρατηγὸς ὕπατος, Pol. 1.52.5; οἱ τὰς ὑπάτους ἀρχὰς ἔχοντες 2.11.1, und öfter, und Sp. – Ἡ ὑπάτη, sc. χορδή, die oberste Saite des ältesten, einfachsten griechischen Tonsystems; Plat. Rep. IV.443d; Music.

Russian (Dvoretsky)

ὕπᾰτος:
I 3 и 2 [superl. к ὑπό и ὑπέρ
1 высочайший (δῶμα Διός Pind.; ὄρος Diod.);
2 находящийся наверху: ἐν πυρῇ ὑπάτῃ Hom. на самый верх костра; ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται Aesch. (птицы) кружатся над гнездами;
3 крайний, последний: μόρων ἐμῶν ὕ. Soph. предел моей жизни;
4 высший, верховный (ὕ. θεῶν Hom.);
5 небесный: θεοὶ ὕπατοι, χθόνιοι Aesch. боги небес (и) земли;
6 лучший (πρὸς ἀρετήν Pind.);
7 (лат. consularis) консульский (ἀρχή Polyb.).
II
1 владыка, властелин (χώρας Aesch.);
2 (лат. consul) консул Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπατος: -η, -ον, καὶ ος, ον (κατωτ. ΙΙ), ἀντὶ ὑπέρτατος, ὡς τὸ Λατ. summus ἀντὶ supremus, ὁ ὕψιστος, ἀνώτατος, ὑπέρτατος, παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον τοῦ Διός, ὕπατος κρειόντων, θεῶν ὕπ., κλπ.· οἱ ὕπατοι, οἱ θεοὶ ἄνω, Λατ. superi, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ χθόνιοι, Λατ. inferi, Αἰσχύλ. Ἀγ. 89· ὕπατός τις, θεός τις ἐκ τῶν ἄνῳ, αὐτόθι 55· - ἡ λέξις παρέμεινεν ἐν δικανικαῖς τυπικαῖς φράσεσιν, ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ὕπατος Ζεύς, ὑπάτη Ἀθηνᾶ, παρὰ Δημ. 531. 7., 1072. 18. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπατος· ὑψηλός, ἔντιμος, πρῶτος, διαφέρων τῶν ἄλλων, ἐξοχώτατος», καὶ ὕπατον μήστωρα (Ἰλ. Θ. 22, Ρ. 339)· τὸν ἐν τῷ βουλεύσασθαι σοφώτατον, οἷον πρῶτον»· - ὕπατον δῶμα Διὸς Πινδ. Ο. 1. 66· ὕπατος τεθμὸς ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 60. 2) ἁπλῶς ἐπὶ τόπου, ἐν πυρῇ ὑπάτῃ, ἐπὶ τῆς κορυφῆς νεκρικῆς πυρᾶς, Ἰλ. Ψ. 165, Υ. 787· ὕπατον ὅρος Ἐπίγραμμ. παρὰ Διοδ. 1. 15. β) ὁ κατώτατος, κευθμοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1213. γ) ὁ ἀπώτατος, Λατ. extremus, ὁ αὐτ. 4. 282. 3) ἐπὶ χρόνου, ἔσχατος, τελευταῖος, Λατ. supremus, μόρος Σοφ. Ἀντ. 1332· νοῦσος Ἀνθ. Π. 7. 233. 4) ἐπὶ ποιότητος, ὁ ὕψιστοςκάλλιστος, ὁ ἄριστος, Πινδ. Π. Ο. 1. 161· ὕπ. πρὸς ἀρετήν, ἐξοχώτατος, τὰ μάλιστα διακρινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν ΙΙ. 6. 42. ΙΙ. μετά γενικ., ὡς ἡ πρόθεσις ὑπό· ὕπατος χώρας, ἀνώτατος ἐπὶ τῆς χώρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 509· ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται, ὑψηλὰ ὑπὲρ τὴν φωλεάν, αὐτόθι 51· ὕπ. τοῦ σκάνεος ἅπαντος Τίμ. Λοκρ. 100Α. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ὕπατος, ὁ, ὁ παρὰ Ρωμαίοις consul, συχν. παρὰ Πολυβ., καὶ ἐν ἐπιγραφαῖς, πρβλ. στρατηγὸς ΙΙ. 3· - ἐντεῦθεν καὶ = ὑπατικός, τὰν ὑπάταν ἀρχὰν Ἀνθολ. Παλατ. παράρτημ. 285· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας συνήθως μετ’ ἀρσ. καταλήξεως, ὕπατον ἀρχὴν ἔχειν Πολύβ. 2. 11. 1, πρβλ. 3. 40, 9. 2) ἡ ὑπάτη, ἴδε ἐν λέξ. - Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. μέσατος, νέατος, μύχατος, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπάτη· ὑψηλή, δυνατή».

English (Autenrieth)

highest, supremest, most high or exalted, usually as epithet of Zeus; also ἐν πυρῇ ὑπάτῃ, ‘on the top’ of the pyre, Il. 23.165.

English (Slater)

ὕπᾰτος (-ος, -ον, -ε: -ον, -οισιν, -ον.) highest, most glorious ὕπατον ποτὶ δῶμα Διός (O. 1.42) τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται pr. (O. 1.100) ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν (N. 10.32) ὑπάτοισιν βουλεύμασι (of Zeus) Δ. 4. 36. of pers., ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν (P. 6.42) ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν (P. 10.9) of Zeus, ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ (O. 13.24) γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν (Dionysos) fr. 75. 11.

Greek Monotonic

ὕπατος: -η, -ον αντί ὑπέρτατος, όπως το Λατ. summus αντί supremus,
I. 1. ύψιστος, δεσπόζων, υπέρτατος, λέγεται για τον Δία, ὕπατος κρειόντων, θεῶν ὕπατος, σε Όμηρ.· οἱ ὕπατοι, οι άνω θεοί, Λατ. superi, αντίθ. προς το οἱ χθόνιοι, Λατ. inferi, σε Αισχύλ.· ὕπατός τις, κάποιος θεός από τους άνω, στον ίδ.
2. λέγεται για τόπο, ἐν πυρῇ ὑπάτῃ, στο υψηλότερο σημείο, στην κορυφή του νεκρικού σωρού, της νεκρικής πυράς, σε Ομήρ. Ιλ.
3. λέγεται για χρόνο, τελευταίος, Λατ. supremus, σε Σοφ., Ανθ.
4. χρησιμ. για ποιότητα, ύψιστος, άριστος, κάλλιστος, σε Πίνδ.
II. με γεν. όπως η πρόθ. ὑπό, ὕπατος χώρας, ανώτατος άρχοντας, ύπατος της χώρας, σε Αισχύλ.· ὕπατοι λεχέων, ψηλά πάνω από την φωλιά, στον ίδ.
III. ως ουσ. ὕπατος, , ο consul των Ρωμαίων, σε Πολύβ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὕπατος, η, ον [for ὑπέρτατος
I. like Lat. summus for supremus, the highest, uppermost, of Zeus, ὕπατος κρειόντων, θεῶν ὕπ., Hom.; οἱ ὕπατοι the gods above, Lat. superi, opp. to οἱ χθόνιοι, Lat. inferi, Aesch.; ὕπατός τις some god above, Aesch.
2. simply of place, ἐν πυρῇ ὑπάτῃ on the very top of the funeral pile, Il.
3. of time, last, Lat. supremus, Soph., Anth.
4. of Quality, highest, best, Pind.
II. c. gen., like the prep. ὑπό, ὕπατος χώρας supreme over the land, Aesch.; ὕπατοι λεχέων high above the nest, Aesch.
III. as substantive, ὕπατος, the Roman consul, Polyb., etc.

Frisk Etymology German

ὕπατος: {húpatos}
Forms: metr. Erweiterung ὑπατήϊος ib. (Nonn.; nach ἀνδρήϊος usw. usw.).
Meaning: der oberste, höchste (ep. ion. poet. seit Il.). Auch Subst. m. = lat. consul; dazu ἀνθύπατος = proconsul usw. (Plb., D.H. u.a.).
Derivative: Davon (ἀνθ-)ὑπατικός, -εύω, -εία (Str., D. S., D. H. usw.), ἀνθυπατιανός = proconsularis(Iust.).
Etymology : Nach ἔσχατος, δέκατος, μέσσατος usw. mit το-Suffix statt des mo-Suffixes in aind. upamá-, daśamá-, madhyamá-, lat. summus (< *sup-mo-s), decimus usw. Vgl. ὕψι, ὕψος.
Page 2,966

English (Woodhouse)

supreme, as epithet of Zeus, Roman magistrate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀνώτατος, ὑπερτατος, στρατηγός), συντμημένος τύπος ἀντί ὑπέρτατος, πρβλ. λατ. summus ἀντί supremus. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑπατεύω, ὑπατεία, ὑπάτη (=η πιο ψηλή), ὑπατικός.