ἄμετρος

From LSJ
Revision as of 10:24, 26 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμετρος Medium diacritics: ἄμετρος Low diacritics: άμετρος Capitals: ΑΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: ámetros Transliteration B: ametros Transliteration C: ametros Beta Code: a)/metros

English (LSJ)

ἄμετρον,
A without measure or beyond measure, immense, κακόν Simon. 37.16 codd.; opp. μετρητός, Pl.Lg.820c. Adv. ἀμέτρως Id.Phd.86c, etc.: neuter plural as adverb, Babr.11.10.
2 immoderate, in moral sense, Pl.Lg.690e, etc. Adv. ἀμέτρως X.Cyr.1.6.34.
3 neverceasing, τέττιγες Simon.174.
4 disproportionate, Pl.Ti.87e: Sup. ἀμετρότατος most unequal, Cleom.1.7.
II without metre, prosaic, opp. ἔμμετρος, Arist.Po.1451b1, D.H.Comp.3, etc. Adv. ἀμέτρως = unmetrically, Critias 4; not in metre, Poll.1.19.
III ἄμετρος, = βάτος, Dsc.4.37.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inmoderado, desmesurado, enorme, excesivo εὐδέτω δ' ἄμετρον κακόν duérmase la enorme desgracia Simon.38.22, ἀμέτροισιν ἐπιθυμίῃσιν ὁδεύων caminando con enormes deseos Hp.Ep.17 (p.360), ἡδονῆς ... οὐδὲν τῶν ὄντων ... ἀμετρῶτερον nada más inmoderado que el placer (op. ἐπιστήμης ἐμμετρώτερον) Pl.Phlb.65d, τὸ μέτριον τοῦ ἀμέτρου πλέον ἡγήσατο Pl.Lg.690e, ἀνέμων τε καὶ ὑετῶν ... οὐκ ἐξαισίων οὐδὲ ἀμέτρων Pl.Epin.979a, τὰ ἄμετρα op. τὰ μετρητά Pl.Lg.820c, τὸ δὲ πλῆθος ἄμετρον ὁρῶντες viendo que era enorme la muchedumbre X.An.3.2.16, γαστρὸς ἀμέτρου τράπεζα inmoderada comilona X.Ep.1, ἄ. ἐξουσία τῶν ἐγλογιστῶν excesivo abuso de poder de los recaudadores, OGI 669.51 (I a.C.), ζῆλοι AP 16.137 (Phil.), (ὁ χρυσός) μὴ ἄ. μηδὲ πολύς Artem.2.5, λάβρου ὄντος τοῦ πνεύματος, ἀμέτρου Poll.1.111, ἡ ὁρμή D.C.38.45.5, cf. Ph.2.348
neutr. como adv. ἄμετρα θυμοῦσθαι irritarse sobremanera Babr.11.10, ἄμετρα λακτίζων coceando brutalmente Babr.129.3, cf. tb. Epicur.Fr.[37] 20.8.
2 plu. innumerable πότοι borracheras Critias B 6.28, δαρεικοί X.Cyr.5.2.7, ἔτη ISestos 58.7 (I a.C.), μύρμακες ἀνάριθμοι καὶ ἄμετροι Theoc.15.45, λειτουργίαι POxy.2664.4 (III a.C.).
II 1desproporcionado, desordenado, sin medida ἄμετρον ... σῶμα cuerpo desproporcionado Pl.Ti.87e, ψυχή Pl.Sph.228d, τὸ ... καλὸν οὐκ ἄ. Pl.Ti.87c, γίνεται ἄ. ἡ σύνθεσις resulta desproporcionada la composición Demetr.Eloc.4, οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα καυχησόμεθα, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ κανόνος 2Ep.Cor.10.13, cf. 15, πᾶν ἄρρυθμον καὶ ἄπειρον καὶ ἄ. ἐποίησεν Plu.2.429a
tb. desigual ἀμετροτάτην τὴν εἰς ἄνισα τῶν παραλλήλων ποιοῦνται τομήν Cleom.1.7.37.
2 en prosa op. ἔμμετρος Arist.Po.1451b1, D.H.Comp.8.21.
3 métricamente incorrecto τὸν πρώτον ... τῶν στίχων ἄμετρον ἐξενεγκών Plu.2.80d, ἄμετρον ποιῶν τὸν στίχον Sch.Il.2.520, nouum genus pedum est et ipsum ametron del saturnio, Charis.288
no modulado, no rítmico ἕξις Pl.Ti.47d.
III bot. zarza, zarzamora, Rubus Sp., Ps.Dsc.4.37.
IV adv. ἀμέτρως
1 excesiva, desmesuradamente, sin medida οὐκ ἀνδρὸς τὸ ἀμέτρως ἐπιθυμεῖν Democr.B 70, cf. Pl.Phd.86c, Clit.407c, Ti.53a, X.Cyr.1.6.34, Lac.1.5, Plu.2.136a, Thd.Pr.16.26, Alex.Aphr.Pr.1.16.
2 no conforme al metro, no métricamente ἐν ἰαμβείῳ κείσεται οὐκ ἀ. Critias B 4.4
en prosa ἀνεφθέγξατο ἀ. Poll.1.19.

German (Pape)

[Seite 123] ohne Maaß, a) unermeßlich, dem μετρητός entggstzt, Plat. Legg. VII, 820 c; πλῆθος ἄμ. Xen. An. 3, 2, 16; δαρεικούς, ungeheuer viel, Cyr. 5, 2, 7; neben ἀνάριθμος Theocr. 15, 45. – b) unmäßig, dem μέτριον entgeggstzt, Plat. Legg. III, 690 e, wie dem ἔμμετρον, IV, 716 e; ἄμετρος ἐλευθερίας ἔρως Ep. 8, 354 d; ἡδοναί Tim. Locr. 108 a; γαστήρ Xen. Cyn. 1, 8; dah. unangemessen, τὸ σῶμα ἑαυτῷ ἄμ. Plat. Tim. 87 e. – c) ohne Metrum, ungebundene Rede, Dion. Hal. – Adv. ἀμέτρως, mit ἀλόγως vrbdn Plat. Tim. 53 a, mit ἀναρμόστως Clit. 407 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 immense, innombrable;
2 non conforme à la mesure (vers).
Étymologie: , μέτρον.

Russian (Dvoretsky)

ἄμετρος:
1 безмерный, несметный (πλῆθος Xen.; μύρμακες Theocr.);
2 несоизмеримый (τὰ ἄμετρα πρὸς ἄλληλα Plat.);
3 несоразмерный (τινι Plat.);
4 не знающий меры, неумеренный (ἔρως τινός, ἡδονή Plat.);
5 не размеренный, не стихотворный, т. е. прозаический (εἰρημένα Arst.);
6 не соблюдающий размера, т. е. неправильный (στίχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄμετρος: -ον, ὁ ἄνευ μέτρου, ὁ ὑπερβαίνων τὸ μέτρον, ἄπειρος, ὑπερβολικός, ἀπεριόριστος, Λατ. immensus, Σιμων. 7.16· ἀντίθ. τῷ μετρητός, Πλάτ. Νόμ. 820C: - οὕτω καὶ ἐπίρρ. -τρως ὁ αὐτ. Φαίδων 86C, κτλ.: ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ἄμετρα, ὡς ἐπίρρ., Βαβρ. 11.10. 2) ἀκρατὴς ἐν ἠθικῇ ἐννοίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 690Ε, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τρως Ξεν. Κύρ. 1. 6, 34. 3) ὁ οὐδέποτε παυόμενος, ἄπαυστος, ἀδιάκοπος, τέττιγες Σιμων. 224. 4) δυσανάλογος, ἀσύμμετρος, Πλάτ. Τίμ. 88Ε. ΙΙ. ἄνευ μέτρου, πεζός· ἀντιτίθεται τῷ ἔμμετρος, Κριτίας 3. 4, Ἀριστ. ποιητ. 9. 2, Διον. Ἁλ., κτλ.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and μέτρον; immoderate: (thing) without measure.

English (Thayer)

(μέτρον a measure), without measure, immense: εἰς τά ἄμετρα καυχᾶσθαι to boast to an immense extent, i. e. beyond measure, excessively). (Plato, Xenophon, Anthol. iv., p. 170, and ii. 206, Jacobs edition.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμετρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος
2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος
3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος
αρχ.
1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος
2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην υπερβολή, άκρατος, αχαλίνωτος
3. ακατάπαυστος, συνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μέτρον.
ΠΑΡ. ἀμετρία
αρχ.
ἀμετρί.
ΣΥΝΘ. ἀμετροεπής αρχ. ἀμετρόδικος
μσν.
ἀμετράριθμος
μσν.- νεοελλ.
ἀμετροπότης
νεοελλ.
αμετροβαθής, αμετρόβιος, αμετρόκακος, αμετρολόγος, αμετροφάγος, αμετρόφωνος, αμέτρωψ].

Greek Monotonic

ἄμετρος: -ον (μέτρον),
1. αυτός που δεν έχει μέτρο, απέραντος, αχανής, υπερβολικός, άπειρος, σε Πλάτ.· επίρρ. -τρως, στον ίδ.· ουδ. πληθ. ἄμετρα, ως επίρρ., σε Βάβρ.
2. ακρατής, με ηθική σημασία, σε Πλάτ.· επίρρ. -τρως, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

μέτρον
1. without measure, immense, excessive, boundless, Plat.:—adv. ἀμέτρως, Plat.; neut. pl. ἄμετρα as adv., Babr.
2. immoderate, in moral sense, Plat.:—adv. ἀμέτρως, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:¥metroj 阿-姆特羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-量的
字義溯源:無節制的,不能衡量的,無量的,過分的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(μέτρον)*=分量)組成。和合本將這字都譯為:分外,意即:過分的
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編
1) 過分的(2) 林後10:13; 林後10:15

English (Woodhouse)

immeasurable, measureless, unlimited, not well balanced

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)