πάλιν

Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

[ᾰ], poet. also πάλι (q.v), Adv.    1 of Place, back, backwards (the usual sense in early Ep.), mostly joined with Verbs of going, coming, etc.; π. χώρει Hdt.5.72; π. ἐλεύσεται, κατελθεῖν, ἐπανέλθωμεν, A.Pr.854, S.OC601, Pl.Cra.438a, etc.; κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. A.Pr.962; δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται E.Med.412 (lyr.); δεῦρο σωθήσῃ π. Id.Ph.725, cf. 1400; δόμεναι π. give back, restore, Il.1.116, etc.; π. ἀποδοῦναι And.2.23; π. ἀγκαλέσαι to call back, A.Ag.1021 (lyr.): less freq. c. gen., π. τράπεθ' υἷος ἑοῖο she turned back from her son, Il.18.138; δόρυ Ἀχιλλῆος π. ἔτραπεν 20.439, cf. Od.7.143: coupled with other Advbs., π. αὖτις ἔβαινον νηὸς ἐπὶ γλαφυρῆς 14.356, cf. Pi.O.1.65; αὖ π. Od.13.125; ἂψ π. Il.18.280; π. εἶσιν ὀπίσσω Od.11.149; π. φέρεσθαι ἐξοπίσω Hes.Th. 181; ἄψορρον π. S.El.53; π. οἴκαδε, π. οἴκαδ' αὖ, Ar.Lys.792, Ra.1486; π. αὖ Pl.Prt.318e, etc.: with the Art., ἡ π. ὁδός E.Or.125.    2 to express contradiction, π. ἐρέει gainsay, Il.9.56; π. ὅ γε λάζετο μῦθον took back his word, unsaid it, 4.357; opp. ἀληθέα εἰπεῖν, Od.13.254; μηδέ τῳ δόξῃ π. let no one think contrariwise, A.Th.1045: in Prose, contrariwise, Pl.Grg.482d; π. αὖ Id.R.507b; αὖ . . π. Id.Ap.27d: in this sense sts. c. gen., τὸ π. νεότατος youth's opposite, Pi.O.10(11).87; χρόνου τὸ π. the change of time, E.HF777(lyr.); cf. ἔμπαλιν.    II of Time, again, once more, rare in Hom., Il.2.276, cf. S.OT1166, X. Mem.1.6.11, etc.: freq. coupled with αὖ, αὖθις (q.v.); π. ἐξ ἀρχῆς Ar.Pax997, etc.; π. καὶ π. Str.17.1.3, Plu.2.565d, Ael.VH1.4; ἔγχει καὶ π. εἰπέ, π. π. Ἡλιοδώρας" AP5.135 (Mel.): both senses (I and II) are appropriate in Od.16.456, Pl.Prt.322b, etc.    III in turn, S.El.371, Ar.Ach.342, Call.Dian.87, etc.; π. ὁ Κῦρος ἠρώτα X.An. 1.6.7; π. ἀπαιτῶ Pl.R.612d; again, πρῶτον μέν . . ἔπειτα π. Arist.Pol. 1289b29, etc. (In compos. πάλιν sts. means doubly, as in παλιμμήκης, παλίνσκιος.)

German (Pape)

[Seite 449] 1) zurück, rückwärts, εἰς τοὐπίσω, Scholl. u. VLL., wie Aristarch. schon bemerkt, die einzige Bdtg des Wortes bei Hom. (vgl. Schol. II. 9, 56 u. sonst, τὸ πάλιν οὐκ ἔστιν ἐκ δευτέρου ὡς ἡμεῖς, ἀλλ' ἀντὶ τοῦ ἔμπαλιν ἐρεῖ, ἐναντίως). also vom Orte; πάλιν ᾤχετο Il. 1, 380, u. oft bei Verbis der Bewegung; πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι, Il. 4, 214; auch πάλιν δ' ὅγε λάζετο μῦθον, er nahm das Wort zurück, 4, 357, vgl. Od. 13, 254, wo es im Ggstz von ἀληθέα εἰπεῖν gesagt ist, das Gegentheil von dem, was man meint, sagen; πάλιν ἐρεῖν, widersprechen, Il. 9, 56. – Hom. vrbdt auch ἐχώρησαν πάλιν αὖτις, Il. 17, 533 u. öfter, ἂψ πάλιν εἶσι, 18, 280, αὐτοὶ δ' αὖτ' οἶκόνδε πάλιν κίον, Od. 13, 125, πάλιν ὀπίσσω, 11, 149; πάλιν ἐξοπίσω Hes. Th. 181; – πάλιν ποίησε γέροντα, sie machte ihn zurück zum Greise, Od. 16, 456, d. i. sie bildete ihn wieder zum Greise um; – πάλιν δοῦναι, zurückgeben, z. B. den Leichnam eines Gefallenen, Il. 22, 259, wie Soph. sagt αὖθις πάλιν δοῦναι, Phil. 1216; πάλιν ἀπέδωκε, Xen. An. 6, 4, 37; selten c. gen., πάλιν τράπεθ' υἷος ἑοῖο, sie wandte sich zurück von ihrem Sohne, Il. 18, 138; δόρυ πάλιν ἔτραπεν Ἀχιλλῆος, sie wandte den Speer zurück von Achilleus, 20, 439; πάλιν κίε θυγατέρος ἧς, 21, 504, vgl. Od. 7, 143; Pind. verbindet πάλιν αὖτις, Ol. 1, 65, ὀπίσω πάλιν οἴκαδε, N. 3, 60; auch νεότατος τὸ πάλιν, das der Jugend entgegengesetzte Alter, Ol. 11, 87; κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν, Aesch. Prom. 964; εἰ νόστιμός γε καὶ σεσωσμένος πάλιν ἥξει, Ag. 604, öfter; δεῦρ' αὖθις (wiederum) ἐκπέμψω πάλιν (zurück) τὸν αὐτὸν ἄνδρα, Soph. Phil. 127, vgl. 559; πάλιν κατελθεῖν, aus der Verbannung zurückkehren, O. C. 607; ὡς τάχιστα τῆς πάλιν μέμνησ' ὁδοῦ, Eur. Or. 125; Ar. Av. 2. 648; πάλιν χώρει, μήτ' εἴσιθι, Her. 5, 72; ἄκοντας πάλιν αὖ ἄγοντες, Plat. Prot. 318 e; πάλιν ἐκεῖνον ἥκειν αὖ νῦν, Soph. 225 e; ἄγειν, ἥκειν, Xen. An. 4, 7, 28. 6, 2, 8 u. öfter; Folgde. – 2) in dieser schon aus Hom. erwähnten Bdtg entgegengesetzt einzeln auch bei sp. D., μηδέ τῳ δόξῃ πάλιν, Aesch. Spt. 1031; daher ἐκβαλεῖν πάλιν, Soph. O. R. 849, aufheben; vgl. noch Eur. Herc. F. 777, χρόνου γὰρ οὐδεὶς ἔτλα τὸ πάλιν εἰσορᾶν, den Wechsel der Zeit; auch in Prosa, dagegen, wechselweise, auch seinerseits, νῦν δὲ πάλιν αὐτὸς ταὐτὸν τοῦτο ἔπαθε, Plat. Gorg. 482 d; νῦν δ' αὖ πάλιν φαμὲν ἐκεῖνο τὸ αἰσχρόν, Lach. 193 d, vgl. Rep. VI, 507 b X, 612 d; u. so auch Folgde. Wie aber im Deutschen wiedern. wider eigentlich derselbe Begriff ist, bedeutet auch πάλιν – 3) wieder, wiederum, noch einmal, denn den Weg, den man zurückmacht, legt man zum zweitenmal zurück; so gew. bei den Attikern; ὡς λέγοις πάλιν, Aesch. Ag. 310, öfter; τὸ σὸν φράσον αὖθις πάλιν μοι πρᾶγμα, Soph. Phil. 342; ὄλωλας, εἴ σε ταῦτ' ἐρήσομαι πάλιν, O. R. 1166; δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν, Tr. 1078; πάλιν ἐξ ἀρχῆς, Ar. Pax 1292; u. gehäuft πάλιν αὖ, wie αὖ πάλιν, Plut. 622 Av. 434; πάλιν αὖθις Ran. 1482; αὖ πάλιν αὖθις Nubb. 962; τοῦτ' αὐτὸ πάλιν αὖ διαιρεῖν ἀναγκαῖον, Plat. Polit. 261 a, öfter (vgl. auch αὖθις); u. so auch Folgde; πάλινΚῦρος ἠρώτα, er fragte wiederum, Xen. An. 1, 6, 7; auch wiederholt, ἔγχει καὶ πάλιν εἰπέ, πάλιν, πάλιν Mel. 98 (V, 136). – In πάλιν δοῦναι, λαβεῖν u. ä. Vrbdgn, die häufig vorkommen, fällt der Be griff des Zurück gebens mit dem Nochmaligen, Wiederholten zusammen. – Sp. D. haben auch die Form πάλι, s. oben. – [Diophant. ep. (App. 19) hat neben πάλι auch πάλιν mit langer Endsylbe gebraucht in der Arsis des Verses.]

Greek (Liddell-Scott)

πάλιν: [ᾰ], ποιητ. ὡσαύτως πάλι (ὃ ἴδε), ἐπίρρ., 1) τόπου, ὀπίσω, πρὸς τὰ ὀπίσω, ἥτις παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ. εἶναι ἡ μόνη σημασία· κατὰ τὸ πλεῖστον δὲ συνδυάζεται μετὰ ῥημάτ. ἅτινα σημαίνουσι τὸ πορεύεσθαι, ἔρχεσθαι, κτλ.· οὕτω καὶ π. χωρέειν Ἡρόδ. 5. 72· π. ἔρχεσθαι, κατελθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 854, Σοφ. Ο. Κ. 601, κτλ.· κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. Αἰσχύλ. Πρ. 962· δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται Εὐρ. Μήδ. 412, πρβλ. Valck. εἰς Φοιν. 732, 1409· οὕτω πάλιν δίδωμι, δίδω ὀπίσω, Ἰλ. Α. 116, κτλ.· π. ἀποδοῦναι Ἀνδοκ. 22. 34· π. ἀγκαλέσαι, καλέσαι ὀπίσω, ἀνακαλέσαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1021· ― σπανιώτερον μετὰ γενικ., πάλιν τράπεθ’ υἷος ἑοῖο, ἐστράφη ὀπίσω ἀπὸ τοῦ υἱοῦ της, Ἰλ. Σ. 138· δόρυ πάλιν ἔτραπεν Ἀχιλλῆος Ἰλ. Υ. 439· πάλιν κίε θυγατέρος ἧς Φ. 504, πρβλ. Ὀδ. Η. 143· ― ἡ αὐτὴ ἔννοια ἐκφέρεται διὰ τοῦ διπλοῦ ἐπιρρ. πάλιν αὖτις, πάλιν ὀπίσω, Ὅμ., καὶ Πίνδ.· αὖτε πάλιν Ὀδ. Ν. 125· ἂψ π. Ἰλ. Σ. 280· π. ὀπίσσω Ὀδ. Λ. 149· π. ἐξοπίσω Ἡσιόδ. Θ. 181· ἄψορρον π. Σοφ. Ἠλ. 53· πρὸς οἶκον π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 601· οἴκαδε π., π. οἴκαδ’ αὖ Ἀριστοφ. Λυσ. 792, Βάτρ. 1486· π. αὖ Πλάτ. Πρωτ. 318E, κλ.· ― παρ’ Ἀττ. μετὰ τοῦ ἄρθρου, ἡ π. ὁδὸς Εὐρ. Ὀρ. 125. Μετ’ αὐτοῦ σχετίζεται 2) ἡ ἔννοια τῆς ἀντιφάσεως ἢ ἐναντιότητος, ὅτε καὶ διαφόρως ἑρμηνεύεται, οἷον οὐδὲ πάλιν ἐρέει, «οὐδὲ τὰ ἐναντία σοι ἐρεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 56· μῦθον πάλιν λάζομαι, «παίρνω ὀπίσω τὸν λόγον μου», ἀναιρῶ ἢ ἀνακαλῶ ὅσα εἶπον, Δ. 357· ἀντίθετον τῷ ἀληθέα εἰπεῖν, Ὀδ. Ν. 254· οὕτω, πάλιν ποίησε γέροντα, μετεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς γέροντα, Π. 450· μηδέ τῷ δόξῃ π., μηδεὶς ἂς νομίσῃ τὸ ἐναντίον, Αἰσχύλ. Θήβ. 1040· οὕτω παρὰ πεζολόγοις, τοὐναντίον, Πλάτ. Γοργ. 482D, 612D· π. αὖ αὐτόθι 507Β· συχνάκις οὕτως ἐν συνθέσει· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἐνίοτε καὶ μετὰ γεν., τὸ πάλιν νεότητος, τοὐναντίον τῆς νεότητος, Πινδ. Ο. 11 (10) 104· χρόνου τὸ πάλιν, ἡ μεταβολὴ τοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 778· πρβλ. ἔμπαλιν. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, πάλιν, ἔτι ἅπαξ, ἐκ νέου, Σοφ. Ο. Τ. 1166, Ξεν., κτλ.· οὕτως, αὖθις πάλιν, πάλιν αὖθις, αὖ πάλιν. πάλιν αὖ, αὖ πάλιν αὖθις, αὖθις αὖ πάλιν, ἴδε ἐν λ. αὖ, αὖθις· πάλιν ἐξ ἀρχῆς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 997, κτλ.· π. καὶ π., Λατιν. iterum iterumque, Στράβ. 787, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1· ἡ ἔννοια αὕτη συχνάκις συμπίπτει μετὰ τῆς τοῦ ὀπίσω, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πάλιν δοῦναι· καὶ ἐν Ἰλ. Β. 276, Ὀδ. Π. 456, ἡ ἔννοια κυμαίνεται. ΙΙΙ. πάλιν ἀμοιβαίως, Σοφ. Ἠλ. 731. (Ἐν συνθέσει τὸ πάλιν ἐνίοτε σημαίνει διπλασίως, ὡς ἐν τοῖς παλιμμήκης, παλίνσκιος).

French (Bailly abrégé)

adv.
I. en sens inverse, en rebroussant chemin, à rebours, en arrière : πάλιν χωρεῖν HDT, ἔρχεσθαι ESCHL aller en arrière, revenir ; πρὸς ναῦν ἀποστέλλειν πάλιν SOPH renvoyer au navire ; πάλιν ἐπανιέναι XÉN retourner ; πάλιν δοῦναι ou ἀποδοῦναι XÉN donner de nouveau, redonner, rendre ; avec le gén. : πάλιν τράπεθ’ υἷος ἑοῖο IL elle se détourna de son fils ; δόρυ πάλιν ἔτραπεν Ἀχιλλῆος IL elle détourna le javelot qui se dirigeait vers Achille ; πάλιν αὖτις HOM, αὖτε πάλιν OD, ἂψ πάλιν IL, πάλιν ὀπίσσω OD en revenant sur ses pas, en arrière, de nouveau;
II. par suite
1 à l’opposé, au contraire : πάλιν ἐρεῖν IL contredire ; μῦθον πάλιν λάζεσθαι IL reprendre la parole et lui donner un autre sens, dire le contraire de ce qu’on avait dit, parler autrement que l’on ne pense ; πάλιν ποίησε γέροντα OD elle le transforma en vieillard;
2 en sens inverse, en retour, à son tour, de nouveau : πάλινΚῦρος ἠρώτα XÉN Cyrus demanda à son tour ; πάλιν καὶ πάλιν encore et encore.
Étymologie: DELG apparenté à πέλομαι, πόλος.

English (Autenrieth)

back again, back, again; πάλιν ποίησε γέροντα, made him an old managain’ (as he had been before), Od. 16.456; also of contradiction, πάλιν ἐρέει, Il. 9.56; of taking back a word, speech, Il. 4.357, Od. 13.254; joined w. αὖτις, ἄψ, ὀπίσσω.

English (Slater)

πᾰλιν
   a of place, back προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν (O. 1.65) ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (N. 10.73) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 3.
   b of time, again ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω πάλιν οἴκαδ' ἀνεψιὸς ζαμενὴς λτ;γτ;ελένοιο Μέμνων μόλοι (N. 3.63)
   c τὸ πάλιν, the reverse c. gen. ἵκοντι νεότατος τὸ πάλιν ἤδη (O. 10.87)

English (Abbott-Smith)

πάλιν, adv., [in LXX for שׁוּב, etc.;]
1.of place, back, backwards (LS, s.v.).
2.Of time, again, once more: Mt 4:8, Mk 2:13, Lk 23:20, Jo 1:35 (and freq.), Ac 17:32, Ro 11:23, Ga 1:9, He 1:6, al; pleonastically, π. ἀνακάμπτειν, Ac 18:21; ὑποστρέφειν, Ga 1:17; εἰς τὸ π., II Co 13:2; π. ἐκ τρίτου (Bl., §81, 4), Mt 26:44; ἐκ δευτέρου, Mt 26:42, Ac 10:15; π. δεῦτερον, Jo 4:54 21:16; π. ἄνωθεν ( Wi 19:6), Ga 4:9.
3.Rhetorically, again;
(a)further, moreover: Mt 5:33, Lk 13:20, Jo 12:39, al.;
(b)in turn, on the other hand (Soph.; LXX: Wi 13:8 16:23, al.): Lk 6:43, I Co 12:21, II Co 10:7, I Jo 2:8.

English (Strong)

probably from the same as πάλη (through the idea of oscillatory repetition); (adverbially) anew, i.e. (of place) back, (of time) once more, or (conjunctionally) furthermore or on the other hand: again.