μύλη

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλη Medium diacritics: μύλη Low diacritics: μύλη Capitals: ΜΥΛΗ
Transliteration A: mýlē Transliteration B: mylē Transliteration C: myli Beta Code: mu/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A mill: in Hom., hand-mill turned by women, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104; γυνὴ . . ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ' ἄρα οἱ μύλαι ἥατο 20.106; μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν, Poll.7.180; μηδὲ μύλαν (Dor.) ἐνεῖμεν μηδὲ ὅλμον IG22.1126.24 (Amphict. Delph., iv B. C.): Cret.acc. pl. μύλανς Schwyzer 180.6.    II nether millstone (the upper being ὄνος), Ar.V.648: pl., αἱ μύλαι Arist.Mete.383b7, cf. Pherecr.10.    III knee-pan, Hp.Off.9, Com.Adesp.450, Arist.HA 494a5, Paus.1.35.5.    IV hard formation in a woman's womb, Hp.Mul.1.71, 2.178, Arist.GA775b25.    V pl., molars, LXX Jb. 29.17, Anon.Lond.24.24, Gal.UP9.15: sg., of an ass's tooth, PMag. Lond.125.22, al.    VI = μῶλυ, Gal.12.80: root of λάπαθον, Aët. 1.251. (Cf. Lat. molo, Goth. malan 'grind', etc.)

German (Pape)

[Seite 217] ἡ, 1) die Mühle; bei Hom. Handmühlen, welche von den Mägden gedreht wurden, ἥ ῥα μύλην στήσασα, Od. 20, 111, vgl. 106; ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπον, 7, 104; Soph. frg. 703 u. A. Auch der untere Mühlstein (wie der obere ὄνος heißt), Ar. Vesp. 648, wo Einige ohne Grund »in der Mühle zum Opfergebrauch geschrotete Gerste«, = οὐλαί, erklären. – 2) im plur. = μύλακροι, die Backenzähne, Suid., Phryn., vgl. Poll. 2, 92. – 3) bei Arist. H. A. 1, 15 τὸ πλανησίεδρον, die Kniescheibe. – 4) bei den Aerzten ein Mondkalb, ein verunstalteter Embryo, mola, Arist. H. A. 10, 7; vgl. Plut. conj. praec. p. 429.

Greek (Liddell-Scott)

μύλη: [ῠ], ἡ, μύλος, Λατ. mŏla· παρ’ Ὁμ. «χειρόμυλος», ὃν ἔστρεφον γυναῖκες, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπὸν Ὀδ. Η. 104· γυνή... ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ’ ἄρα οἱ μύλαι εἵατο Υ. 106· μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν Πολυδ. Ζ΄, 180. ΙΙ. ἡ κάτω μυλόπετρα, Ἀριστοφ. Σφ. 648· ἡ δὲ ἄνω ἐκαλεῖτο ὄνος· ― πληθ., αἱ μύλαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 11, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙΙ. ἡ ἐπιγονατίς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743, Ἀριστ. π. Ἱστ. 1. 15, 5. IV. σκιρρώδης ὄγκος, ποτὲ μὲν κατὰ τὸ στόμιον τῆς μήτρας, ποτὲ δὲ καὶ καθ’ ὅλην αὐτὴν προφαινόμενος, ἁφῇ λιθώδης, mola uteri κατὰ Πλίν., Ἱππ. 618. 42., 665, 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 2, Παῦλ. Αἰγιν. 3. V. ἐν τῷ πληθ., οἱ γόμφιοι ὀδόντες, Λατ. dentes molares, Γαλην. VI. φυτόν τι, Γαλην. (Πρβλ. μύλος, μυλικός, μυλών, μυλωθρός, κτλ.· Λατ. mol-o, mol-a, mol-aris, mol-itor· Γοτθ. mal-an (ἀλήθειν), mal-ÿan (συντρίβειν)· Ἀρχ. Γερμ. muli (μύλος), mel-o (ἄλευρον), mul-jan (ἀλήθω)· Σλαυ. mel-ja· Λιθ. mal-u· ὥστελέξις φαίνεται εἰς ἅπαντας τοὺς Εὐρωπ. κλάδους, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Σανσκρ. ― Εἶναι ζήτημα ἂν παράγεται ἐκ τῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ἀλέω· ἴδε ἀλέω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
meule à moudre le grain.
Étymologie: cf. lat. mola.

English (Autenrieth)

mill, hand-mill. (Od.) (Probably similar to the Roman hand mills found in Switzerland, and represented in the cut.)

Spanish

muela

Greek Monolingual

η (ΑΜ μύλη)
1. χειρόμυλος
2. το στρογγυλό οστό της επιγονατίδας
3. σαρκώδης όγκος της μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών του πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε κυστίδια όμοια με υδατίδες κύστεις
νεοελλ.
1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
2. λίθινος ή μετάλλινος κύλινδρος που χρησιμοποιείται κατά την άλεση
3. το τμήμα του δοντιού που δεν καλύπτεται από τα ούλα
4. ακονιστικός τροχός ή η πέτρα του ακονιστικού τροχού
(μσν. -αρχ.) στον πληθ. αἱ μύλαι
οι σιαγόνες
αρχ.
1. μύλος
2. η κάτω πέτρα του μύλου
3. δόντι όνου
4. το φυτό μώλυ.
5. η ρίζα του φυτού λάπαθο
6. στον πληθ. οι γομφίοι, οι μυλόδοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύλη ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mol-ә1 της ΙΕ ρίζας mel-ә1 «αλέθω, λειανίζω ιδίως δημητριακά» και συνδέεται με: λατ. molō «γυρίζω τον μύλο», γοτθ. malan, λιθουαν. malu, malti, ιρλδ. melim, αρχ. σλαβ. melje, γαλατ. malu, αρμ. malem «συνθλίβω» και αρχ. ινδ. mŗnāti «συνθλίβω, αλέθω». Στην ελλ. η ρίζα mel- εμφανίζεται στα μυκην. mereuro «αλεύρι» και meretirija «γυναίκες που γυρίζουν τον μύλο» (πρβλ. μάλευρον). Στη λ. μύλη, τέλος, η συνεσταλμένη βαθμίδα αντιπροσωπεύεται με το φωνήεν -υ- (πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. muljan, αρχ. νορβ. mylia), που εμφανίζεται και σε άλλες λ. ειδικά πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. φύλλον, λατ. folium).
ΠΑΡ. μυλίτης, μυλωθρός, μυλών(ας)
αρχ.
μυλαίος, μύλαξ, μυλάριον, μυλεύς, μυληθρίς, μυλητικός, μυλιαίος, μυλίας, μύλινος, μύλιος, μυλιώ, μύλλω (ΙΙ), μυλόεις, μυλούμαι, μυλώδης
αρχ.-μσν.
μυλικός, μυλωρός
νεοελλ.
μυλιστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μυλεργάτης, μυλοκόπος, μυλοκόρος
αρχ.
μυληβόρος, μυλήκορον, μυλοειδής, μυλοεργής, μύλοικος, μυλόκλαστος, μυλουργός
αρχ.-μσν.
μυλήφατος
μσν.
μυλοκριβάνιον, μυλοχαράκτης. (Β' συνθετικό) αρχ. ακρομύλη, λειχομύλη, υδρομύλη, χειρομύλη.

Greek Monotonic

μύλη: [ῠ], ἡ, Λατ. mola·
I. μύλος, χειρόμυλος, που τον περιέστρεφαν γυναίκες, σε Ομήρ. Οδ.
II. η κάτω, η χαμηλή μυλόπετρα, σε Αριστοφ.· η από πάνω ονομαζόταν ὄνος, στον ίδ.