ἐφέστιος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
Ion. ἐπίστιος, ον, Hdt. (v. infr.), ἐφ[ίστιος] prob. in SIG1218.17 (lulis, v B.C.): (ἑστία):—
A at one's own fireside, at home, ἀπολέσθαι ἐ. Od.3.234; Τρῶες, ἐ. ὅσσοι ἔασιν = as many as are in their own homes, opp. ἐπίκουροι, Il.2.125: with Verbs of motion, ὰλλ' ἐμὲ.. ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων (i.e. ἐπὶ τὴν ἑστίαν) Od.7.248; ἠλθε.. ἐ. 23.55. cf. E.Rh.201; ἐφέπτιον πῆξαι.. σκῆπτρον (i.e. ἐπὶ τῇ ἑστίᾳ) S. El.419; of suppliants who claim protection by sitting by the fireside, ἐπίστιος ἐμοὶ ἐγένεο Hdt.1.35: ἱκέτης καὶ δόμων ἐφέστιος = inmate of the temple, A.Eu.577, cf. 669; κάθησθε δωμάτων ἐφέστιος Id.Supp.365; τόνδ' ἐ. θεῶν ib.503, cf. S.OT32; guest, ἐλθόντ' ἐς δόμους ἐφέστιον Id.Tr.262; freq. in A.R., ἐ. ἐν μεγάροισιν 1.909, 3.1117, etc.: c. dat. pers., ἐ. ἀθανάτοισιν = dwelling with them, 3.116, cf. 4.518: c. dat. loci, πηγῇσιν ἐ. Ἀσωποῖο 1.117.
II generally, of the house or in the house or in the family, πόνοι.. δόμων ἐφέστιοι A.Th.853 (lyr.); θύματα Id.Ag.1310; μίασμα Id.Eu.169 (lyr.); ἀλαλαγαί S.Tr.206 (lyr.); περιστερὰ οἰκέτις ἐ. τε Id.Fr.866; εὐναί E.El.216; ἐφέστιοι δόμοι = the chambers of the house, A.Th.73: Ion. ἐπίστιον, τό, household, family, Hdt.5.72,73; later ἐφέστιον, τό, D.H.1.24, POxy.2106.18 (iv A.D.).
III θεοὶ ἐφέστιοι = the household gods, to whom the hearth was dedicated, Hierocl.p.54 A.; Ζεὺς ἐπίστιος or Ζεὺς ἐφέστιος as Zeus presiding over hospitality, Hdt.1.44, S.Aj. 492; ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἰκίᾳ ἔχων = a living image by the hearth, Pl.Lg. 931a.
IV ἐπίστιος, ἡ, v. ἐπίστιος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1115] ion. ἐπίστιος (ἑστία), am Heerde, auf dem Heerde, ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν, so viele an den Heerden, um die Feuerstätten versammelt sind, Il. 2, 125; εἶτα τόνδ' ἐφέστιον πῆξαι – σκῆπτρον Soph. El. 411; ἑζόμεσθ' ἐφέστιοι, auf den Stufen des Altars, O. C. 32; θύματα ἐφ. Aesch. Ag. 1283; μίασμα Eum. 162; ἐφέστιον σέλας Soph. Tr. 604 erkl. der Schol. τὸ κατ' οἶκον πῦρ, im Gegensatz des φέγγος ἡλίου u. des ἕρκος ἱερόν, wobei also nicht mit Herm. an das durch das Fenster eindringende Licht zu denken ist; ἀνολολύξατε δόμοι ἐφεστίοις ἀλαλαῖς Tr. 205 ch., im Jubelruf um den Heerd oder die Altäre. – Bes. von dem Schutzflehenden, der an oder auf dem Heerde sitzt, ἀλλ' ἐμὲ τὸν δύστηνον ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων Od. 7, 248; δόμων ἐφ. ἐμῶν, Schutzflehender in meinem Hause, Tempel, Aesch. Eum. 547. 639; οὔτοι καθῆσθε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Suppl. 360, u. sonst bei Tragg.; als Gastfreund einkehrend, Soph. Tr. 261; Plut. Arat. 49; – Ζεὺς ἐφέστιος, der Schützer des Hauses, Soph. Ai. 487; auch sonst von den Schutzgöttern des Hauses, die auf dem Heerde standen, Her. 1, 44; ἵδρυμα Plat. Legg. XI, 931 a. – An dem eigenen Heerde, heimisch, ἀπολέσθαι ἐφ. Od. 3, 234; ἦλθε μὲν αὐτὸς ζωὸς ἐφ., er kam lebend heim, 23, 55; vgl. Eur. Rhes. 201; dah. πόνοι δόμων ἐφέστιοι Aesch. Spt. 835 u. δόμοι ἐφ., das heimathliche Haus, 73 Ag. 825; ἔναιε πηγῇσιν ἐφέστιος Ἀσωποῖο, an den Quellen des Asopus, Ap. Rh. 1, 117; σοῖσιν ἐφέστιος ἐν μεγάροισιν 3, 1117, oft; – τὸ ἐφ. u. τὰ ἐφέστια, die Heimath, D. Hal. 1, 24 u. oft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. du foyer :
1 qui concerne le foyer domestique : ἐφέστιον σέλας SOPH la flamme du foyer ; ἐφέστιον πῆξαι σκῆπτρον SOPH enfoncer son bâton dans le foyer;
2 qui vient s'asseoir au foyer comme suppliant ; suppliant;
3 protecteur du foyer en parl. des dieux;
4 qui renferme des foyers consacrés ; qui concerne l'autel : θύματα ἐφέστια ESCHL sacrifices qu'on fait au foyer ; ἐφέστιον μίασμα ESCHL souillure de l'autel;
II. p. ext. ;
1 de la maison : Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν IL tous ceux des Troyens qui ont un foyer, càd une maison à eux ; ἀπολέσθαι ἐφέστιος OD mourir dans sa maison ; πόνοι δόμων ἐφέστιοι ESCHL les travaux domestiques ; τὸ ἐπίστιον (ion.) HDT foyer de la famille;
2 qui vient en hôte dans une maison.
Étymologie: ἐπί, ἑστία.
Russian (Dvoretsky)
ἐφέστιος: ион. ἐπίστιος 2
1 находящийся или горящий на очаге (φλόξ Eur.; σέλας Soph.): ἐφέστιον πῆξαι σκῆπτρον Soph. воткнуть посох в очаг;
2 приходящий к очагу, т. е. в дом (ἱκέτης Aesch.): ἐμὲ ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων Hom. божество привело меня в жилище (Калипсо); ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν Hom. (троянцы), сколько их здесь живет, т. е. все троянцы; ἑζόμεσθα ἐφέστιοι Soph. мы сидим у очагов, т. е. пришли с мольбой; ἥκων ἐ. ἐμοί Her. пришедший ко мне; ἀπολέσθαι ἐ. Hom. умереть в своем доме;
3 связанный с домашним очагом, касающийся дома, домашний, семейный (θύματα, μίασμα Aesch.; εὐναί Eur.; ἵδρυμα Plat.): πόνοι δόμων ἐφέστιοι Aesch. домашние труды;
4 покровительствующий домашнему очагу (Ζεύς Her., Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέστιος: Ἰων. ἐπίστιος, ον, Ἡρόδ., Ἐπιγρ. Τηΐα ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3128: (ἑστία). Ἐπὶ τῆς ἰδίας ἑστίας, ἐν τῇ ἰδίᾳ οἰκίᾳ, ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος, «ἐπὶ τῆς ἑαυτοῦ ἑστίας, εἰς τὴν ἰδίαν οἰκίαν» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 234· Τρῶες, ἐφέστιοι, ὅσσοι ἔασιν, «αὐτόχθονες, πολῖται» ἀντίθετον τῷ ἐπίκουροι, Ἰλ. Β. 125, πρβλ. 130· μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ἀλλ’ ἐμέ… ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων (ὅ. ἐ. ἐπὶ τὴν ἑστίαν) Ὀδ. Η. 248· ἦλθεν ἐφ. Ψ. 55· ἐφέστιον πῆξαι… σκῆπτρον (δηλ. ἐπὶ τῇ ἑστίᾳ) Σοφ. Ἠλ. 419: - ἐπὶ τῶν ἱκετῶν καθεζομένων παρὰ τὴν ἑστίαν καὶ ἐπικαλουμένων προστασίαν, ἐπίστιος ἐμοὶ ἐγένετο Ἡρόδ. 1. 35· ἱκέτης καὶ δόμων ἐφ., ἐντὸς τοῦ ναοῦ οἰκῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 577, πρβλ. 669· κάθησθε δωμάτων ἐφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 365· τὸν δ’ ἐφ. θεῶν αὐτόθι 503, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 32· ὡσαύτως, ἁπλῶς ἐπὶ ξένου, ἐλθόντ’ ἐς δόμους ἐφέστιον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 262· συχνὸν ἐν Ἀπολλ. Ροδ., ἐφ. ἐν μεγάροισιν Α. 909., Γ. 1117, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., ἐφ. ἀθανάτοισιν, κατοικῶν μετὰ τῶν ἀθανάτων, ὁ αὐτ. Γ. 116: πρβλ. Δ. 518· μετὰ δοτ. τόπου, ὁ αὐτ. Α. 117. ΙΙ. καθόλου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν ἢ τὴν οἰκογένειαν ἢ ὑπάρχων ἐντός, Λατ. domesticus, πόνων… δόμων ἐφέστιοι Αἰσχύλ. Θήβ. 853· θύματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1310· μίασμα ὁ αὐτὸς ἐν Εὐμ. 169· ἀλαλαγαὶ Σοφ. Τρ. 206· οἰκέτις ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 959F· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 216· ἐφ. δόμοι, οἱ θάλαμοι τῆς οἰκίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 73: - Ἰων. ἐπίστιον, τό, οἰκογένεια, οἰκογενειακὸς κύκλος, Ἡρόδ. 5. 72, 73· πρβλ. ἐπίστιος. ΙΙΙ. θεοὶ ἐφέστιοι, οἱ οἰκογενειακοὶ θεοί, Λατ. Lares ἢ Penates, εἰς οὓς ἦν ἀφιερωμένη ἡ ἑστία, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 3· Ζεὺς ἐπίστιος ἢ ἐφέστιος, ὡς προστάτης τῆς ξενίας, Ἡρόδ. 1. 44, Σοφ. Αἴ. 492· ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἰκίᾳ ἔχων, ἐπὶ οἰκογενειακῶν θεοτήτων, Πλάτ. Νόμ. 931Α· ἐπιστίη (δηλ. κύλιξ), ποτήριον πινόμενον εἰς τιμὴν τῶν οἰκογενειακῶν θεῶν, Bgk ἐν Ἀνακρ. 90. - Πρβλ. Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(ἑστίᾶ): at or to the hearth, at one's own hearth or home, Od. 3.234, Od. 23.55; ἐφέστιοι ὅσσοι ἔᾶσιν, i. e. all the native Trojans, Il. 2.125; (ἐμέ) ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων, ‘to her hearth,’ Od. 7.248.
Greek Monolingual
ἐφέστιος, -ον, ιων. τ. ἐπίστιος, -ον και ἐφίστιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ.
β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» — όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.)
2. για ικέτες που κάθονται δίπλα στην εστία και ζητούν προστασία («ἱκέτης καὶ δόμων ἐφέστιος», Αισχύλ.)
3. ξένος, φιλοξενούμενος («ἐλθόντ' ἐς δόμους ἐφέστιον», Σοφ.)
4. αυτός που κατοικεί με κάποιον («ἐφέστιον ἀθανάτοισιν» — που κατοικεί με τους αθανάτους», Απολλ. Ρόδ.)
5. (γενικά) αυτός που ανήκει στο σπίτι ή στην οικογένεια («ἐφέστιοι εὐναί», Ευρ.)
6. το ουδ. ως ουσ. α) ιων. τὸ ἐπίστιον
η οικογένεια, Ηρόδ.
β) τὸ ἐφέστιον
ο τόπος, η πατρίδα
7. φρ. α) «ἐφέστιοι θεοί» — θεοί, προστάτες του οικογενειακού βίου, στους οποίους ήταν αφιερωμένη η εστία και τών οποίων τα αγάλματα ήταν κοντά σ' αυτήν
β) «Ζεὺς ἐπίστιος» ή «Ζεὺς ἐφέστιος»
Ζευς προστάτης της φιλοξενίας
8. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιος
το κρασί που προσφερόταν κατά την υποδοχή φιλοξενουμένου, το ανίσωμα (δ. γρφ. ἀνισων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑστία.
Greek Monotonic
ἐφέστιος: Ιων. ἐπ-ίστιος, -ον (ἑστία),·
I. μέσα στην ίδια την εστία, μέσα στο ίδιο το σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν, τόσοι όσοι είχαν δικό τους σπίτι, αυτόχθονες πολίτες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφέστιον πῆξαι σκῆπτρον (δηλ. ἐπὶ τῇ ἑστία), σε Σοφ.· λέγεται για ικέτες, που αναζητούν προστασία με το να κάθονται κοντά στον βωμό, κοντά στην εστία, σε Ηρόδ.· δόμων ἐφ., αυτός που κατοικεί μέσα στον ναό, σε Αισχύλ.· επίσης απλώς, λέγεται για τους ξένους, σε Σοφ.
II. γενικά, αυτός που ανήκει στο σπίτι ή στην οικογένεια, Λατ. domesticus, πόνοι δόμων ἐφέστιοι, σε Αισχύλ.· ἐφ. δόμοι, τα δωμάτια σπιτιού, στον ίδ.· Ιων. ἐπίστιον, τό, οικογένεια, σε Ηρόδ.· θεοὶ ἐφ., οι οικογενειακοί θεοί, Λατ. Lares ή Penates, Ζεὺς ἐπίστιος, ἐφέστιος, ως προστάτης της φιλοξενίας, στον ίδ., σε Σοφ.
Middle Liddell
ἑστία
I. at one's own fireside, at home, Od.; ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν as many as have a home of their own, Il.; ἐφέστιον πῆξαι σκῆπτρον (i. e. ἐπὶ τῇ ἑστίᾳ) Soph.:—of suppliants who claim protection by sitting by the fireside, Hdt.; δόμων ἐφ. an inmate of the temple, Aesch.; also merely of guests, Soph.
II. generally, of or in the house or family, Lat. domesticus, πόνοι δόμων ἐφέστιοι Aesch.; ἐφ. δόμοι the chambers of the house, Aesch.:—ionic ἐπίστιον, ου, τό, a household, family, Hdt.: — θεοὶ ἐφ. the household gods, Lat. Lares or Penates, Ζεὺς ἐπίστιος, ἐφέστιος, as presiding over hospitality, Hdt., Soph.
English (Woodhouse)
by the hearth, guest of, living under the same roof, of the home, of the household, pertaining to a household
Mantoulidis Etymological
(=πού ἀνήκει στήν ἑστία, οἰκογενειακός). Ἀπό τό ἐπί + ἑστία τοῦ ἕζομαι (=κάθομαι), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.