γνώριμος
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
γνώριμον, rarely γνωρίμη, γνώριμον, Pl.R. 614e, Luc. Somn.9:—
A well-known, γνώριμα λέγεις Pl.R. 558c; φίλα τε καὶ συνήθη καὶ γνώριμα Id.Lg.798e; λόγος γνώριμος τινι D.3.23; ὀνόματα γνώριμα familiar, Arist.Po.1451b20, Top.149a18 (Sup.); opp. ἄγνωστον, ibid.; γνώριμος ἡμῖν, opp. ἁπλῶς, Id.EN1095b3: more freq. in Comp. γνωριμώτερον, ἁπλῶς, opp. γνώριμος ἡμῖν, Id.AP0.72a3, al.; γνωριμώτερα τεκμήρια Iamb.Myst.5.13.
2 of persons, γνωριμώτερον ποιεῖν τινά τινι X.Cyr.5.5.28.
3 Subst., acquaintance, ἑταῖρος ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος Od.16.9; less than φίλος, D.18.284; τοῖς οἰκείοις καὶ τοῖς γ. Pl.R. 343e, cf. X.Mem.2.3.1, D.21.73, etc.
b pupil, Ἰσοκράτους καὶ τῶν ἐκείνου γνωρίμων D.H.Comp.19, cf. Philostr.VS1.24.2,al., Plu.2.448e, IG3.774.
c kinsman, LXX Ru.3.2.
II notable, distinguished, οἱ γνώριμοι = the notables or the wealthy class, X.HG2.2.6; opp. δῆμος, Arist.Pol.1291b18, Plu. Nic.2, etc.: Sup. οἱ ἐν ταῖς πόλεσι γνωριμώτατοι D.19.259; less freq. of things, remarkable, Luc.Herm.21.
III Adv. γνωρίμως = intelligibly, γνωρίμως αἰνίξομαι E.El.946; γνωρίμως μοι πάνυ φράσεις Antiph.52.6; ἁπλῶς καὶ πᾶσι γνωρίμως γεγράφθαι D.24.68; γνωρίμως μᾶλλον λέγειν, opp. οὐ σαφῶς, Arist.GA747a27.
2 familiarly, γνωρίμως ἔχειν τινί to be on friendly terms with one, D.53.4.—Rare in poetry.
Spanish (DGE)
(γνώρῐμος) -ον
• Morfología: [fem. -η Pl.R.614e, Luc.Somn.9]
I conocido, familiar, corriente de abstr. ἡ κακότης Gorg.B 11a.36, τὰ γνώριμα τῶν ἀρρωστημάτων las enfermedades conocidas Hp.Flat.15, cf. Gal.9.675, ὀνόματα γνώριμα nombres familiares Arist.Po.1451b20, τούτων δ' ὄντων γνωρίμων una vez conocido esto Aristox.Harm.19.1, cf. Chrysipp.Stoic.3.114, junto a συνήθης Pl.Lg.798a, a ἀληθινός Plb.3.36.5, cf. Iambl.Myst.5.13, a δόκιμος Plu.2.406b, a εὐεργής M.Ant.4.44, op. ἄγνωστον Arist.Top.149a18, op. ἄδηλος Ph.1.659, ὕπαρξιν γνωριμωτάτην op. ἀγνωστοτάτην οὐσίαν Alex.Aphr.de An.101.7, c. dat. ἔσται δὲ βραχὺς καὶ γνώριμος ὑμῖν ὁ λόγος D.3.23, διὰ τὸ τὴν ... ἱστορίαν ... γνώριμον ὑπάρχειν ἅπασιν por ser conocida de todos la historia Plb.2.37.6, c. gen. εἰ γνώριμα αὐτοῦ τὰ γράμματα BGU 388.2.34 (II d.C.)
•neutr. plu. como adv. μάλα γνώριμα λέγεις Pl.R.558c
•tb. de anim. εἴ τις κύνας ... γνωριμωτέρους ἑαυτῷ ἢ σοὶ ποιήσειεν = si alguien consiguiera hacer a tus perros más familiarizados con él que contigo X.Cyr.5.5.28
•de pers. conocido, distinguido οἱ βέλτιστοι καὶ γνωριμώτατοι τῶν πολιτῶν Hell.Oxy.17.1, cf. 6.2, unido a ἔνδοξος Vett.Val.376.3, a ἀγνώριστος Hierocl.Facet.150
•tb. de abstr. τι γνώριμον ἐρεῖν = decir algo notable Luc.Herm.21.
II subst.
1 ὁ γνώριμος conocido, compañero, amigo τινες τῶν γνωρίμων algunos amigos Men.Asp.185, cf. D.21.73, Hp.Ep.18, c. dat., X.Mem.2.3.1, c. gen., Str.1.1.11, junto a ἑταῖρος Od.16.9, a οἰκεῖος Pl.R.343e, Ep.324d, para indicar un grado de intimidad menor que φίλος D.18.284, ἀδελφοὶ καὶ γνώριμοι parientes y amigos LXX 2Re.3.8, pero ἀνὴρ γνώριμος τῷ ἀνδρί αὐτῆς pariente por parte de su marido LXX Ru.2.1, cf. 3.2.
2 οἱ γνώριμοι = notable, distinguido, las gentes conocidas o notables de una ciudad, X.HG 2.2.6, Vett.Val.110.26, op. δῆμος Arist.Pol.1291b18, junto a πλούσιοι Plu.Nic.2.
3 οἱ γνώριμοι = seguidores, compañeros οἱ γνώριμοι καὶ μαθηταί Plu.2.448e
•de donde tb. discípulos Ἰσοκράτους καὶ τῶν ἐκείνου γνωρίμων D.H.Comp.19.13, cf. Ph.1.178, 2.158, IG 22.3819.6 (imper.), Numen.24.21, Plot.2.9.10, Iust.Phil.1Apol.50.12, Clem.Al.Paed.1.5.12, Eus.DE 3.4.
4 τὸ γνώριμον = conocimiento Ath.Al.Gent.1
•familiaridad τὸ γνώριμον τοῦ σαρκικοῦ γένους Vict.Mc.321.24.
III adv. γνωρίμως
1 de un modo inteligible αἰνίξεσθαι E.El.946, φράσειν Antiph.55.6, ἁπλῶς καὶ πᾶσι γνωρίμως γεγράφθαι D.24.68, op. οὐ σαφῶς Arist.GA 747a27.
2 familiarmente, γνωρίμως ἔχειν c. dat. estar en relaciones amistosas con D.53.4.
3 esp. en geom. exactamente aplicado a una figura rectilínea inscrita en un segmento de parábola, Archim.Aequil.2.7.
• Etimología: v. γιγνώσκω.
German (Pape)
[Seite 499] ον (γνωρίμη Plat. Rep. X, 614 e; Luc. Somn. 9 u. Sp.), kenntlich, bekannt; γνώριμα λέγεις Plat. Rep. VIII, 558 c; ἁπλᾶ καὶ γνώριμα μαθεῖν Is. 11, 32; παράκλησις γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Pol. 18, 6, 2, verständlich; εἰ μὴ γνωρίμως φράσεις Antiphan. Ath. X, 440 (v. 6); bes. a) bekannt, befreundet; Od. 16, 9 ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνθάδ' ἑταῖρος ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος, ἐπεὶ κύνες οὐχ ὑλάουσιν ἀλλὰ περισσαίνουσι, ein Bekannter, weniger als ἑταῖρος, ἅπαξ εἰρημέν.; καὶ φίλος Plat. Tim. 34 b; vgl. Conv. 172 a u. sonst; καὶ συνήθεις Rep. II, 375 e; καὶ οἰκεῖοι I, 343 d; γνωρίμως ἔχειν τινί Dem. 33, 5; sowohl adj. τινί, als subst. τινός; Sp. brauchen es auch für Schüler. – b) angesehen, vornehm; Xen. Hell. 2, 2, 6; ἐξ ἀνωνύμων καὶ ἀδόξων ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι γεγόνασι Dem. 8, 66; γνώριμον ἀντ' ἀνδραπόδου ποιεῖν 45, 73; καὶ πλούσιοι Plut. Nic. 2; vgl. Arist. Polit. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
connu :
1 qui est de notre connaissance, connu, familier ; ὁ γνώριμος, disciple ; γνώριμος τινός ou τινί disciple de qqn;
2 notable, connu de tous : οἱ γνώριμοι les notables;
Cp. γνωριμώτερος, Sp. γνωριμώτατος.
Étymologie: R. Γνω, cf. γνωρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνώριμος -ον, soms γνώριμος -η -ον γνωρίζω
1. bekend; subst. van pers. bekende, kennis.
2. opmerkelijk, opvallend.
Russian (Dvoretsky)
γνώριμος: II ὁ
1 знакомец, знакомый (ἑταῖρος ἢ γ. ἄλλος Hom.; συνήθεις καὶ γνώριμοι Plat.; ἢ φίλος ἢ γ. Dem.);
2 последователь, ученик, слушатель (γνώριμοι καὶ μαθηταί Plut.);
3 известный человек, знаменитость (Πλάτων καὶ Σωκράτης καὶ ἕτεροι τῶν γνωρίμων Arst.);
4 знатный человек; pl. знать (ὁ δῆμος καὶ οἱ λεγόμενοι γνώριμοι Arst.; γνώριμοι καὶ πλούσιοι Plut.).
и 3
1 известный, знакомый (γνώριμα λέγειν Plat.): ὀνόματα γνώριμα ἢ πεποιημένα Arst. имена известные (т. е. действительные) или вымышленные;
2 понятный, доступный (γνώριμα μαθεῖν Isae.; παράκλησις βραχεῖα καὶ γ. τοῖς ἀκούουσιν Polyb.);
3 знакомый, состоящий в знакомстве Plat., Dem.;
4 известный, знаменитый (ἄνδρες Arst.; ἔνδοξος καὶ γ. Dem.).
Middle Liddell
γιγνώσκω
I. well-known, familiar, of persons and things, Plat., etc.:—as substantive an acquaintance, Od., Xen., etc.
II. known to all, notable, distinguished, οἱ γνώριμοι the notables or wealthy class, opp. to δῆμος, Xen.:—Sup., οἱ γνωριμώτατοι Dem.
III. adv. -μως, intelligibly, Eur.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γνώριμος, -ον)
1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος
2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις
νεοελλ.
χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα
αρχ.
Ι. 1. μαθητής, οπαδός
2. συγγενής
3. διακεκριμένος, διάσημος
4. πληθ. οἱ γνώριμοι
οι επισημότεροι, η άρχουσα τάξη
II. επίρρ. γνωρίμως
1. ευνόητα
2. με σαφήνεια
3. φιλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γνώριμος < ουσ. γνώρον < (θ.) γνω- (γιγνώσκω) + επίθημα -ρ-. Είναι μορφολογικά αντίστοιχο με το λατ. ρ. ignōrō «αγνοώ», του οποίου το -ō αποτελεί πιθ. νεώτερο σχηματισμό (πρβλ. gnārus «γνωστός»)].
Greek Monotonic
γνώρῐμος: -ον, σπάνια -η, -ον (γιγνώσκω),
I. γνωστός, οικείος, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· ως ουσ., γνώριμος, φίλος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. κ.λπ.
II. πασίγνωστος, αξιοπρόσεκτος, διακεκριμένος, χαρακτηριστικός· οἱ γνώριμοι, η άριστη ή η επιφανής και εύπορη κοινωνική τάξη, αντίθ. προς το δῆμος, στον ίδ.· υπερθ., οἱ γνωριμώτατοι, σε Δημ.
III. επίρρ. -μως, σαφώς, ευκρινώς, εύληπτα, ευνόητα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
γνώρῐμος: -ον, σπανίως η, ον, Πλάτ. Πολ. 614F (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)·― γνωστός, γνώριμα λέγεις αὐτόθι 558C· φίλα τε καί συνήθη και γν. ὁ αὐτ. Νόμ. 797Ε· λόγος γν. τινι Δημ. 34. 29· ὀνόματα γν., οἰκεῖα, Ἀριστ. Ποιητ. 9, 7, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κ. ἀλλ.· γνωριμώτερον ποιεῖν τινά τινι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 28·― ὡς οὐσιαστ., γνώριμος, φίλος, ἑταῖρος ἢ καί γν. ἄλλος Ὀδ. Π. 9· ἀλλὰ πάντοτε ὀλιγώτερόν τι τοῦ φίλος, Δημ. 320. 16· τούς συνήθεις τε καὶ γν. Πλάτ. Πολιτ. 375Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 1, Δημ. 538. 10, κτλ.·― μαθητής, ἀντίθ. τῷ διδάσκαλος, Φιλόστρ. 591, Πλούτ. 2. 448Ε, Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 883. ΙΙ. γνωστὸς τοῖς πᾶσι, διάσημος, διακεκριμένος, οἱ γνώριμοι, οἱ ἐπισημότεροι, ἤτοι ἡ πλουσία τάξις, ἀντίθετον τῷ δῆμος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 6, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 2 καὶ 21·― ὑπερθ., οἱ ἐν ταῖς πόλεσι γνωριμώτατοι Δημ. 424. 7. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. –μως, εὐνοήτως, σαφῶς, γν. αἰνίξομαι Εὐρ. Ἠλ. 946· γν. μοι πάνυ φράσεις Ἀντιφ. Ἀφρ. 1. 6· πᾶσι γν. γράφειν Δημ. 722. 15· γν. μᾶλλον λέγειν, ἀντίθ. τῷ οὐ σαφῶς, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 8, 1, κ. ἀλλ. 2) οἰκείως, γν. ἔχειν τινί, φιλικῶς διάκειμαι πρός τινα, Δημ. 1247. 14.― Σχεδὸν μόνον παρὰ πεζοῖς, ἴδε τὰ μνημονευθέντα χωρία.
English (Autenrieth)
known to one, an ‘acquaintance,’ Od. 16.9†.
Frisk Etymological English
γνωρίζω See also: s. γιγνώσκω.
Chinese
原文音譯:gnostÒj 格挪士拖士
詞類次數:形容詞(15)
原文字根:知道的 相當於: (דַּעַת) (דָּעָה / יָדַע)
字義溯源:熟悉的,知道的,顯明的,認識的,相識的,朋友的,親近的;源自(γινώσκω)*=知道)。這字有兩個基本的意義:
1)認識的,熟識的;(形容詞)
2)認識的人,熟識的人;(形容詞作名詞用)
出現次數:總共(15);路(2);約(2);徒(10);羅(1)
譯字彙編:
1) 知道(4) 徒1:19; 徒2:14; 徒4:10; 徒28:28;
2) 曉得(2) 徒13:38; 徒28:22;
3) 認識(2) 約18:16; 羅1:19;
4) 知(1) 徒19:17;
5) 就顯明了(1) 徒15:18;
6) 便顯明的(1) 徒9:42;
7) 一件明顯的(1) 徒4:16;
8) 認識的(1) 約18:15;
9) 熟識的人(1) 路2:44;
10) 熟識的(1) 路23:49
English (Woodhouse)
acquaintance, familiar, friend, intimate, well-known