ἀποδίδωμι
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
fut. -δώσω: aor. 1 ἀπέδωκα: aor. 2
A ἀπέδων A.D.Synt. 276.9, shortened inf. ἀποδοῦν prob. in Hsch.:—give up or back, restore, return, τινί τι Hom., etc.: esp. render what is due, pay, as debts, penalties, submission, honour, etc., τοκεῦσι θρέπτρα Il.4.478; ἀ. τινὶ λώβην give him back his insuit, i.e. make atonement for it, ib.9.387 (tm.); τὴν πλημμέλειαν LXXNu.5.7; εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀ. ἀμοιβήν Thgn.1263; ἀ. τὴν ὁμοίην τινί Hdt.4.119; ἀμοιβάς Democr.92; κακὸν ἀντ' ἀγαθοῦ Id.93; ἀ. τὸ μόρσιμον pay the debt of fate, Pi.N.7.44; τὸ χρέος Hdt.2.136; τὸν ναῦλον Ar.Ra.270; τὴν ζημίαν, τὴν καταδίκην, Th.3.70, 5.50; τὴν φερνήν PEleph.1.11 (iv B. C.); εὐχάς X.Mem.2.2.10; ἀ. ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν Hdt.1.13, etc.; πόλεις ἀ. τοῖς παρακαταθεμένοις Aeschin.3.85; ἀ. χάριτας Lys.31.24; οὐκ ἐς χάριν ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀ. Th.2.40; ἀ. χάριν τινός Isoc.6.73; [τὴν πόλιν] ἀ. τοῖς ἐπιγιγνομένοις οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν X.HG7.1.30:—Pass., ἔως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη Od.2.78; ἀ. μισθός, χάριτες, Ar.Eq.1066, Th.3.63. 2 assign, ταῖς γυναιξὶ μουσικὴν καὶ γυμναστικήν Pl.R.456b; τὸ δίκαιον καὶ τὸ συμφέρον Arist.Rh.1354b3, cf. 1356a15; τὸ πρὸς ἀλκὴν ὅπλον ἀ. ἡφύσις Id.GA759b3, etc. b refer to one, as belonging to his department, εἰς τοὺς κριτὰς τὴν κρίσιν Pl.Lg.765b; ἀ. εἰς τὴν βουλὴν περὶ αὐτῶν refer their case to the Council, Isoc.18.6, cf. Lys.22.2, etc. 3 render, yield, of land, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (sc. καρπόν) yield fruit two hundred-fold, Hdt.1.193; τἅλλα δ' ἅν τις καταβάλη ἀπέδωκεν ὀρθεῶς Men.Georg.38; ἤν ἡ χώρη κατὰ λόγον ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν renders, makes a like increase in extent, Hdt.2.13:—hence perh. metaph., τὸ ἔργον ἀ. Arist.EN1106a16; ἀ. δάκρυ E.HF489. 4 concede, allow, c. inf., suffer or allow a person to do, ἀ. τισὶ αὐτονομεῖσθαι Th.1.144, cf. 3.36; εἰ δὲ τοῖς μὲν . . ἐπιτάττειν ἀποδώσετε D.2.30; ἀ. κολάζειν Id.23.56; τῷ δικαστηρίῳ ἀποδίδοται τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν Lys.1.30; ἀ. τινὶ ζητεῖν Arist.Pol.1341b30, cf. Po.1454b5; also οὔτε ἀπολογίας ἀποδοθείσης And.4.3; ἐπειδὰν αὐτοῖς ὁ λόγος ἀποδοθῆ when right of speech is allowed them, Aeschin.3.54. 5 ἀ. τινά with an Adj., render or make so and so, like ἀποδείκνυμι, ἀ. τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν Isoc.1.46; τέλειον ἀ. τὸ τέκνον Arist.GA733b1; δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀ. Id.EN 1103b22; μετριωτέραν τὴν ὑπερηφανίαν D.H.7.16. b exhibit, display, τὴν ὑπάρχουσαν ἀρετήν And.1.109; ἀ. τὴν ἰδίαν μορφήν render, express it, Arist.Po.1454b10; ἀ. φαντασίαν τινός present appearance of, Phld.Ir.p.71 W., al. 6 deliver over, give up, e.g. as a slave, E. Cyc.239; ἀ. τὸν μιαρὸν τῶ χρόνῳ φῆναι Antipho 4.4.11. 7 ἀ. ἐπιστολήν deliver a letter, Th.7.10, cf. E.IT745. 8 ἀ. τὸν ἀγῶνα ὀρθῶς καὶ καλῶς bring it to a conclusion, Lycurg.149. 9 λόγον ἀ. render an account, D.27.48:—Pass., μαρτυρίαι ἀ. Test. ap. D.18.137. 10 ἀ. ὅρκον, v. ὅρκος. 11 give an account or definition of a thing, explain it, E.Or.150; ἀ. τί ἐστί τι Arist.Cat.2b8, cf. 1a10, Metaph.1040b30, al.; ἑπομένως τούτοις ἀ. τὴν ψυχήν Id.de.An.405a4, cf. Ph.194b34, al.; also, use by way of definition, ὁ μὲν τὴν ὕλην ἀποδίδωσιν, ὁ δὲ τὸ εἶδος Id.de An.403b1; simply, define, τὸν ἄνθρωπον S.E.M.7.272; expound, Phld.D.3.14, cf. Epicur.Nat.14.3, 119G., 143 G.; render, interpret one word by another, ἀ. τὴν κοτύλην ἄλεισον Ath.11.479c; explain, interpret, τὸ φωνὴν αἵματος βοᾶν Ph.1.209:—Pass., βέλτιον ἀποδοθήσεται Epicur.Ep.1 P.15 U.; ἀκριβεστέρως ἀποδοθήσεται A.D.Synt.45.21; ἀ. τι πρός τι use with reference to, Olymp.in Mete.281.10, cf. Sch.Ar.Pl.538. 12 attach or append, make dependent upon, τί τινι or εἴς τι Hero Aut.24.5, 6, 2. 13 ἀ. τί τινος assign a property to a thing, Arist.Top.128b28. II intr., return, recur, Id.GA722a8, HA585b32. 2 Rhet. and Gramm., introduce a clause answering to the πρότασις, Id.Rh.1407a20; διὰ μακροῦ ἀ. D.H.Dem.9, etc.; cf. ἀπόδοσις 11.2; οὐκ ἀποδίδωσι τὸ ἐπεί has no apodosis, Sch.Od.3.103; esp. in similes, complete the comparison, Arist.Rh.1413a11. 3 in Tactics, turn back to face the enemy, εἰς ὀρθόν Ascl.Tact.10.12, etc. 4 Medic. in Pass., to be evacuated, σὺν τοῖς περιττώμασιν Dsc.4.82. III Med., give away of one's own will, sell, Ar.Av.585, Hdt.1.70, etc.; ἀ. τι ἐς τὴν Ἑλλάδα take to Greece and sell it there, Id.2.56: c. gen. pretii, Ar.Ach.830, Pax1237; οὐκ ἄν ἀπεδόμην πολλοῦ τὰς ἐλπίδας Pl.Phd.98b; ἀ. τῆς ἀξίας, τοῦ εὑρίσκοντος, sell for its worth, for what it will fetch, Aeschin.1.96; ὅταν τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῆ (= offer for sale) καὶ ἀποδῶται τοῦ εὑρόντος X.Mem.2.5.5, cf. Thphr. Char.15.4; διδοῦσι [τὰς νέας] πενταδράχμους ἀποδόμενοι Hdt.6.89; ἀ. εἰσαγγελίαν sell, i.e. take a bribe to forgo, the information, D.25.47; οἱ δραχμῆς ἄν ἀποδόμενοι τὴν πόλιν X.HG 2.3.48; at Athens, esp. farm out the public taxes, D.20.60, opp. ὠνέομαι: metaph., οἷον πρὸς ἄργυρον τὴν δόξαν τὰς ψυχάς Jul.Or.1.42b:—Act. and Med. are distinguished in Lex ap.And.1.97 πάντα ἀποδόμενος τὰ ἡμίσεα ἀποδώσω τῷ ἀποκτείναντι: but Act. is used in med. sense in Th.6.62 (s.v.l.), cf. Foed.Delph.Pell. 2 A 22, and possibly in E.Cyc.239, Ar.Ra.1235: Med. for Act. in Antipho Fr.54:—Pass., to be sold, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδίδωμι: [ῐ]: μέλλ. -δώσω: ― παραδίδω ἤ δίδω ὀπίσω, ἐπιστρέφω τινί τι Ὅμ. καὶ Ἀττ.: κυρίως, ἀνταποδίδω, ἀποτίνω τι ὀφειλόμενον, ὡς π.χ. χρέη, ποινάς, τιμήν, ὑποταγήν, κτλ., θρέπτρα φίλοις Ἰλ. Δ. 478· παρέχω ἱκανοποίησιν, πρὶν γ’ ἀπὸ πᾶσαν ἐμοὶ δόμεναι θυμαλγέα λώβην [ἐν τμήσει]Ἰλ. Ι. 387· ἀπ’ ἀμοιβήν τινι Θέογν. 1263· ἀπ. τὴν ὁμοίην τινὶἩρόδ. 4. 119· ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν, ἀπέδωκε τὸ ὀφειλόμενον εἰς τὴν Εἱμαρμένην, Πινδ. Ν. 7. 64· τὸ χρέοςἩρόδ. 2. 136· τὸν ναῦλονἈριστοφ. Βάτρ. 270· τὴν ζημίαν, τὴν καταδίκην Θουκ. 3. 70., 5. 50· εὐχὰς Ξεν. Ἀπομ. 2. 2, 10· ἀπ. ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχὴνἩρ. 1. 13, κτλ. ― περὶ τῆς ἐπικρατήσεως τῆς πρώτης καὶ κυρίας ταύτης σημασίας τῆς λέξεως ἐν Ἀθήναις, δίελθε ὁλόκληρον τὸν λόγον τοῦ Δημοσθ. περὶ Ἁλοννήσου, πρβλ. Αἰσχίν. 65. 30· οὕτως, ἀπ. χάριτας Λυσ. 189. 9· πρβλ. Θουκ. 3. 63· ἀπ. τι ἐς χάριν, ἐς ὀφείλημα ὁ αὐτ. 2. 40· ἀπ. χάριν Ἰσοκρ. 131Β· [τὴν πόλιν] ἀπ. τοῖς ἐπιγιγνομένοις οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30: ― παθ., ἕως κ’ ἀπὸ πάντα δοθείη Ὀδ. Β. 78· ἀπ. μισθός, χάριτες Ἀριστοφ. Ἱππ. 1066, Θουκ. 3. 63. 2) ὀρίζω, τάττω, ἀπονέμω, ταῖς γυναιξί μουσικήν Πλάτ. Πολ. 456Β· τὸ δίκαιον Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7· τὸ πρὸς ἀλκὴν ὅπλον ἀπ. ἡ φύσις ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 10, 6, κτλ. β) ἀναφέρω τι εἴς τινα ὡς ἀνῆκον εἰς τὸ ἔργον ἤ ὑπούργημα αὐτοῦ, εἰς τοὺς κριτάς τὴν κρίσιν Πλάτ. Νόμ. 765Β· ἀπ. εἰς τὴν βουλὴν περὶ αὐτῶν, ἀναφέρω τὴν ὑπόθεσιν εἰς…, Ἰσοκρ. 372Β· πρβλ. Λυσ. 164. 7, κτλ. 3) ἀνταποδίδω, παράγω, ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐπὶ διηκόσια μὲν τὸ παράπαν ἀποδιδοῖ, ἀποδίδει καρπόν διακοσιάκις περισσότερον,Ἡρόδ. 1. 193· ἀπέδωχ’ ὅσας ἄν κατέβαλε (ἐνν. κριθὰς) Μένανδ. ἐν «Γεωργῶ» 4: ― Ἐντεῦθεν ἴσως μεταφ., τὸ ἔργον ἀπ.Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 2· ἀπ. δάκρυ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 489. 4) παραχωρῶ, ἐπιτρέπω, μετ’ ἀπαρεμφ., ἀφίνω, ἐπιτρέπω τινὰ νὰ πράξῃ τι, ἀπ. τισι αὐτονομεῖσθαι Θουκ. 1. 144, πρβλ. 3. 36· εἰ δὲ τοῖς μὲν… ἐπιτάττειν ἀποδώσετε Δημ. 27. 1· ἀπ. κολάζειν ὁ αὐτ. 638· 6, πρβλ. Λυσ. 94. 36· ἀπ. τινι ζητεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 2, πρβλ. Ποιητ. 15. 10· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπ. ἀπολογίαν τινὶ, παρέχω εἴς τινα ἄδειαν νὰ ἀπολογηθῇ, Ἀνδοκ. 29. 16· οὕτως, ὁ λόγος ἀπεδόθη αὐτοῖς, τὸ δικαίωμα τοῦ λόγου ἐδόθη, ἐπετράπη εἰς αὐτοὺς, Αἰσχίν. 61. 16. 5) μετ’ ἐπιθ. ὡς τὸ ἀποδείκνυμι, καθιστῶ τι τοιοῦτον ἤ τοιοῦτον, ἀπ. τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν Ἰσοκρ. 12Β· τέλειον ἀπ. τὸ τέκνον Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 23· δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 8. β) ὡς τὸ ἀποδείκνυμι, ὡσαύτως, ἐπιδεικνύω, φανερώνω,τὴν ὑπάρχουσαν ἀρετὴν Ἀνδοκ. 14. 39· ἀπ. τὴν ἰδίαν μορφήν, ἐκφράζω αὐτὴν, ἐξηγοῦμαι αὐτὴν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 11. 6) παραδίδω εἴς τινα, ἤ χαρίζω (ἀλλ’ ἴσως ἐνταῦθα σημαίνει πωλῶ) ὡς δοῦλον, ἀποδώσειν τινὶ πέτρους μοχλεύειν, κτλ., Εὐρ. Κύκλ. 239· ἀπ. μιαρὸν τῷ χρόνῳ φῆναι Ἀντιφῶν 129. 14. 7) ἀπ. ἐπιστολήν, παραδίδω ἐπιστολήν, Θουκ. 7. 70· πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 745. 8) ἀπ. τὸν ἀγῶνα, φέρω αὐτὸν εἰς πέρας, τὸν τελειώνω, Λυκοῦργ. 169. 8. 9) λόγον ἀπ. δίδω λογαριασμόν, Λατ. rationes referre, Δημ. 828. 20· διηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαί τι, Εὐρ. Ὀρ. 151: ― Παθ., μαρτυρίαι ἀπ. Δημ. 273. 12, 10)ἀπ. ὅρκον, ἴδε ἐν λ. ὅρκος. 11) κάμνω, παρέχω, τὰς κρίσεις Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 5· ἀπ. τί ἐστί τι, ὁρίζω, ὁ αὐτ. Κατηγ. 5. 9, πρβλ. 1. 2, κἑξ., κ. ἀλλ.· Μεταφ. 6. 16, 6, κ. ἀλλ.· ἑπομένως τούτοις ἀπ. τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 1. 2, 14, πρβλ. Φυσ. 2. 3, 3, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, μεταχειρίζομαι ὡς ὅρον, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 1. 1, 16, κ. ἀλλ.: ― ἐξηγῶ, ἑρμηνεύω, μίαν λέξιν δι’ ἑτέρας, ἀπ. τὴν κοτύλην ἄλεισον Ἀθήν. 479C. 12) προσαρτῶ, προσθέτω, ἐξαρτῶ, τί τινι ἤ εἴς τιἭρων. Αὐτομ. 266. 17., 249. 1. 13) ἀπ. τί τινος, βεβαιῶ, καταφάσκω τι περί τινος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., αὐξάνομαι παραπλησίως τῷ ἐπιδίδωμιΙΙΙ. ἤν ἡ χώρη… κατὰ λόγον ἐπιδιδῷ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδῷ ἐς αὔξησιν (δηλ. κατὰ μῆκος καὶ πλάτος)Ἡρόδ. 2. 13· ἀλλ’ ὁ Blakesley ὑπολαμβάνει το ῥῆμα ὡς ἀντιτιθέμενον τῷ ἐπιδιδῷ καὶ ἑρμηνεύει: ἐὰν ἡ χώρα αὕτη ἐξακολουθῇ οὕτω νὰ αὐξάνηται εἰς ὕψος καὶ κατ’ ἀναλογίαν ἐκπίπτῃ κατὰ τὴν πολυκαρπίαν, κτλ 2) ἐπαναλαμβάνομαι, ἐπανέρχομαι, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 18, 2, Ἱστ. Ζ. 7. 6, 6. 3) ἐν τῇ Ρητορ. καὶ γραμμ. ἀποτελῶ ἀπόδοσιν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 9, κτλ.· πρβλ. ἀπόδοσις ΙΙ. 2· οὐκ ἀποδίδωσι τὸ ἐπεί, δὲν ἔχει ἀπόδοσιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Γ. 103. β) συντάσσομαι μετὰ τινος, ἀναφέρομαι εἴς τι, πρός τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 538.4) ἀπέδωκε (ἐνν. τὴν ψυχήν), ἀπέθανε, Συλλ. Ἐπιγρ. 9591. ΙΙΙ. Μέσ., δίδω τι ἑκουσίως, πωλῶ, πρῶτον παρ’Ἡροδ. 1. 70, κτλ. ἀπ. τι ἐς Ἑλλάδα, φέρω τι εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐκεῖ τὸ πωλῶ, ὁ αὐτ. 2. 56, πρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 585, κτλ., μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, ὁ αὐτ. Ἀχ. 830, Εἰρ. 1237· οὐκ ἂν ἀπεδόμην πολλοῦ τὰς ἐλπίδαςΠλάτ. Φαίδ. 98Β· ἀπ. τῆς ἀξίας, τοῦ εὑρίσκοντος, πωλῶ τι εἰς τὴν αξίαν του, ὅ, τι ἠμπορεῖ νὰ «πιάσῃ», Αἰσχίν. 13. 40, 41, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2, 5, 5 (ἔνθα τὸ μὲν ἀποδίδοσθαι κεῖται ἐπὶ τῆς πραγματικῆς πωλήσεως,τὸ δὲ πωλεῖν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ προσφέρειν τι πρὸς πώλησιν ἐν τῇ ἀγορᾷ, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 15, 1)· διδοῦσι δὲ [τὰς νέας] πενταδράχμους ἀποδόμενοιἩρόδ. 6. 89· ἀπ. εἰσαγγελίαν, πωλῶ ὅ ἐ. δέχομαι δῶρα ὅπως ἐγκαταλίπω τὴν καταγγελίαν, Δημ. 784. 16· οὕτως, οἱ δραχμῆς ἄν ἀποδόμενοι τὴν πόλιν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 48: ἐν Ἀθήναις, ἰδίως μισθῶ, ἀπομισθῶ, τοὺς δημοσίους φόρους, Δημ. 475. 5, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὠνέομαι: ― Ὁ Θουκ. ἐν 6. 62 ἔχει τὸ ἐνεργ. ἀπέδοσαν, ὅπερ ὁΒεκκ. καὶ Δινδ.διορθοῦσιν ἀπέδοντο, πρβλ. 7. 87· τὸ ἐνεργ. ὅμως κεῖται ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἐν Νικήτ. χρον. 280C. Ἡ διαφορὰ εἶναι λίαν φανερὰ ἐν Ἀνδοκ. 13. 16, πάντα ἀποδόμενος, τὰ ἡμίσεα ἀποδώσω τῷ ἀποκτείναντι, πρβλ. Βεκκήρου προοίμ. εἰς Θουκ. ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπεδίδουν, f. ἀποδώσω, ao. ἀπέδωκα, ao.2 ἀπέδων, etc.
1 rendre, restituer : τινί τι qch à qqn;
2 rapporter : ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι HDT rendre 200 fois (la semence);
3 donner en échange : τὴν ὁμοίην τινί HDT rendre la pareille à qqn ; τὸ χρέος HDT payer sa dette ; τὴν χάριν THC rendre grâces, témoigner sa reconnaissance ; εὐχάς XÉN s’acquitter d’un vœu;
4 remettre, transmettre;
5 déférer, attribuer : ταῖς πόλεσιν αὐτονομεῖσθαι THC permettre aux cités de choisir un gouvernement qui leur convienne;
6 produire, mettre au jour : νόμους XÉN édicter des lois;
7 vendre;
Moy. ἀποδίδομαι (f. ἀποδώσομαι, ao.2 ἀπεδόμην) donner en échange de, vendre.
Étymologie: ἀπό, δίδωμι.
English (Autenrieth)
fut. ἀποδώσομεν, aor. ἀπέδωκε, subj. ἀποδῷσι, opt. ἀποδοῖτε, inf. ἀποδοῦναι: give or deliver up, restore; κτήματα, Il. 3.285; νέκυν ἐπὶ νῆας, Il. 7.84; θρέπτρα τοκεῦσιν, ‘repay the debt’ of nurture, Il. 4.478.
English (Slater)
ἀποδῐδωμι
a offer ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καί τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ sc. as themes for song (P. 4.67)
b return i. e. pay ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν (sc. Νεοπτόλεμος) (N. 7.44)