Πελασγός

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πελασγός Medium diacritics: Πελασγός Low diacritics: Πελασγός Capitals: ΠΕΛΑΣΓΟΣ
Transliteration A: Pelasgós Transliteration B: Pelasgos Transliteration C: Pelasgos Beta Code: *pelasgo/s

English (LSJ)

ὁ, Pelasgian, Il. 2.843, 17.288: in plural, 2.840, 10.429, Od. 19.177, Hdt. 1.57, etc.; Δωδώνην Πελασγῶν ἕδρανον Hes. Fr.212; used generally for Greeks, E. Or.857; Τυρσηνοὶ Πελασγοί S.Fr.270 (anap.); cf. πελαργός ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

(Πελασγίς), Πελασγόν;
des Pélasges.
Étymologie: Πελασγοί.

Russian (Dvoretsky)

Πελασγός:
I Aesch., Eur., Theocr. = Πελασγικός.
IIПеласг (сын Палехтона, миф. родоначальник пеласгов) Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

Πελασγός: ὁ· ἐν τῇ Ἰλ. Β. 843, οἱ Πελασγοὶ μνημονεύονται ὡς σύμμαχοι τῶν Τρώων, πρβλ. Ρ. 288· συγκαταλέγονται δὲ τοῖς Λέλεξι καὶ Καύκωσι, ὅθεν πιθανῶς κατῴκουν ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, Κ. 429· ἐν τῇ Ὀδ. λέγονται ὡς κατοικοῦντες ἐν Κρήτῃ, Τ. 177· ὡσαύτως ἐν Ἠπείρῳ περὶ τὴν Δωδώνην, Ἡσ. Ἀποσπ. 18· ὁ δὲ Ὅμ. παριστάνει τὸν Ἀχιλλέα δεόμενον: Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, Π. 233· προσέτι τὸ Πελασγικὸν Ἄργος, ἦτο ἡ ἐν Θεσσαλίᾳ Ἑλλάς, ἡ ἀρχικὴ ἕδρα τῶν Ἑλλήνων, Β. 681· ἐκ τοῦ ἀξιολόγου χωρίου τοῦ Ἡροδ. 1. 56, 57, καὶ ἄλλων ὑπαινιγμῶν γίνεται δῆλον ὅτι ἦσαν φυλὴ λίαν ἐκτεταμένη καὶ πολλαχοῦ διεσπαρμένη, καὶ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦσαν συγγενεῖς αὐτοῖς· ἴδε Wachsm. Hist. Antiq. of Gr. vol. 1. § 9, Clinton F. H. 1. 92, Thirlwall Hist. of. Gr. I. c. 2 μάλισταλέξις Πελασγοὶ κεῖται ἀντὶ τοῦ Ἕλληνες ἐν Εὐρ. Ὀρ. 857 ὡς παρὰ τῷ Ἐννίῳ καὶ Οὐεργιλ. Τυρσηνοὶ Π. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 256. -- Ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. Πελασγικός, ή, όν, = Ἠπειρωτικὸς ἢ Θεσσαλικός, ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. Στράβ. 221, 436· ἀλλ’ ὕστερον ἐν χρήσει ὡς τὸ Ἀργεῖος, Εὐρ. Φοίν. 105· περὶ τοῦ τὸ Πελασγικόν, ἴδε ἐν λ. πελαργικός· - οὕτω, Πελάσγιος, α, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 634, Εὐρ. Ι. Α. 1498· - Πελασγιῶται, οἱ, (ἐν Θεσσαλίᾳ), Στράβ. 447· ἀλλὰ Ἕλληνες, ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 230· - θηλ. ἐπίθ. Πελασγίς, ίδος, Ἡρόδ. 7. 42, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 243, κτλ.· Πελασγιάς, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 4. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι θέμα πολλῶν θεωριῶν· τινὲς ἀναφέρουσιν αὐτὴν εἰς τήν √ΠΕΛ, πελός, ὡς εἰ οὗτοι ἦσαν οἱ ἐξ Ἀνατολῆς ἐλθόντες μελαψοί, πρβλ. Πέλοψ· ἕτεροι εἰς τήν √ΠΕΡ, περάω, πέρα, οἱ μεταναστεύοντες· ἄλλοι δὲ εἰς τὴν πλάζω, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. - Περὶ τῆς συγχύσεως τοῦ Πελασγὸς καὶ πελαργός, ἴδε ἐν λ. πελαργός.)

English (Autenrieth)

pl. Πελασγοί: Pelasgian, the Pelasgians, the early population of Greece, first mentioned in the region about Dodōna; then in Thessaly, Il. 2.840; Boeotia, Attica, and the Peloponnēsus, Il. 17.288; Homer mentions other Pelasgians from Cyme, on the side of the Trojans, Il. 10.429; and still others in Crete, Od. 19.177.

English (Slater)

Πελασγός
1 pelasgian, from Thessalian Pelasgiotis. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο (Meineke: ἀπέλαστον codd.) *fr. 107a. 1.*

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. στον πληθ. οι Πελασγοί
α) περιληπτική ονομασία που χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι κυρίως αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μέγιστο τμήμα τών Προελλήνων
β) στον Όμηρο μνημονεύονται ως σύμμαχοι τών Τρώων
2. γενάρχης και επώνυμος ήρωας τών Πελασγών, η καταγωγή του οποίου ποικίλλει ανάλογα με τις διάφορες τοπικές παραδόσεις και εμφανίζεται αργειανή, αρκαδική ή θεσσαλική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Παλαιά ετυμολογία που παρήγαγε τη λ. από αμάρτυρο τ. Πελαγσκοι (πρβλ. πέλαγος) δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].

Greek Monotonic

Πελασγός: ὁ, Πελασγός, σε Ομήρ. Ιλ.· οι Πελασγοί εμφανίζονται ως σύμμαχοι των Τρώων· στην Ομήρ. Οδ. ακούμε γι' αυτούς στην Κρήτη· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., ο Αχιλλέας προσεύχεται στο Δωδωναίο Δία ως Πελασγό· Τὸ Πελασγικὸν Ἄργος, ήταν το Θεσσαλικό Άργος, η αρχική έδρα των Ελλήνων· ο Ηρόδ. τους αντιπαραθέτει με τους Έλληνες· αλλά ο όρος Πελασγοί χρησιμοποιείται για τους Έλληνες στον Ευρ., όπως και στον Βιργ. Απ' όπου, επίθ. Πελασγικός, , -όν, θεσσαλικός, έπειτα αντί του αργείτικος, σε Ευρ.· ομοίως, Πελάσγιος, , -ον, σε Αισχύλ., Ευρ.· Πελασγιῶται, οἱ, Πελασγιώτες (στη Θεσσαλία), σε Στράβ.· θηλ. επίθ. Πελασγίς, -ίδος, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

Πελασγός, οῦ, ὁ, [deriv. uncertain].]
a Pelasgian; in Il., the Pelasgians appear among the allies of the Trojans; in Od. we hear of them in Crete; but in Il., Achilles prays to Dodonaean Zeus as Pelasgian, and τὸ Πελασγικὸν Ἄργος was Thessalian Argos, the original seat of the Hellenes; Hdt. contrasts them with the Hellenes; but Πελασγοί is used for Greeks in Eur., as in Virg.