κοιμίζω
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
post-Hom.,
A = κοιμάω, put to sleep, κ. ὄμμα E.Rh.826 (lyr.); σὲ… ἐκοίμισεν' Αδρήστεια λείκνῳ ἐνὶ χρυσέῳ Call.Jov.47; harbour for the night, οἶκος ἐν ᾧ τοὺς ξένους κοιμίζουσιν Dosiad. ap. Ath.4.143c, cf. LXX 3 Ki.3.20; still, calm, ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον, i.e. the winds suffered the sea to rest—by ceasing, S.Aj.674; θάλασσαν ἀγρίαν ἐκοίμισαν (sc. οἱ δαίμονες) AP9.290 (Phil.): metaph., κ. τὸν λύχνον put it out, Nicopho 7; μεγαλαγορίαν κ. lay pride to sleep, quench, stifle it, E.Ph.184 (lyr.); κ. θυμόν Pl.Lg.873a; τὰς λύπας X.Smp.2.24; πόθον AP12.19* (Mel.); ἐλπίδας οὐ θάλαμος κοίμισεν, ἀλλὰ τάφος ib.7.183 (Parmen.):—Pass., παῖς κοιμίζεται E.Hec.826; τὸ θηριῶδες κ. Pl. R.591b.
2 of the sleep of death, καλῶ δ'… Ἑρμῆν χθόνιον εὖ με κοιμίσαι S.Aj.832; Τιτάνων γενεὰν… Ζεὺς κοιμίζει φλογμῷ E.Hec.473 (lyr.), cf. Hipp.1386 (lyr.):—Med., κοίμισαί μ' ἐς Ἅιδου Id.Tr.594 (lyr.).
3 Gramm., soften the accent (from acute to grave), Sch. D.T.p.23 H., Sch.Il.7.334; cf. κοίμισις ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1467] = κοιμάω, einschläsern, in Schlaf bringen; ἄγρυπνον ὄμμα οὔτ' ἐκοίμισ' οὔτ' ἔβριξα Eur. Rhes. 825; so auch bei A.; in den Todesschlaf senken, Ἑρμῆν καλῶ, εὖ με κοιμίσαι Soph. Ai. 819; Τιτάνων γενεὰν Ζεὺς ἀμφιπ ύρῳ κοιμίζει φλογμῷ Eur. Hec. 473, vgl. Hipp. 1387; auch med. so, Troad. 589; übertr., besänftigen, stillen, zur Ruhe bringen, μεγαληγορίαν Phoen. 185, ἄημα πνευμάτων Soph. Ai. 659; ep. D., πόθον Mel. 31 (XII, 19), θάλασσαν Philp. 12 (IX, 290), ἐλπίδας τάφος Parmen. 13 (VII, 183), λάρναξ κοιμίζουσα λείψανα νεκροῦ Bian. 5 (IX, 278), öfter. – Auch in Prosa, τὸ θηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται Plat. Rep. IX, 691 b, τὸν θυμόν Legg. IX, 873 a, τὰς λύπας Xen. Conv. 2, 24; τὴν στάσιν D. Hal. 9, 38. – Bei den Gramm. = den Acut in den Gravis verwandeln, z. B. Schol. Il. 8, 334 u. Arcad. 140, 9.
French (Bailly abrégé)
1 endormir du dernier sommeil ; déposer dans la paix du tombeau ; p. ext. faire mourir;
2 fig. assoupir, apaiser, calmer, acc..
Étymologie: κοιμάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιμίζω [~ κεῖμαι] aor. pass. ἐκοιμίσθην in compos., in slaap brengen; overdr. tot rust brengen, kalmeren:; κ. πόντον de zee tot rust brengen Soph. Ai. 674; μεγαλαγορίαν... κοιμίζεις u brengt de opschepperij tot bedaren Eur. Phoen. 184; κ. θυμόν woede kalmeren Plat. Lg. 873a; pass.:; πρὸς σοῖσι πλευροῖς παῖς ἐμὴ κοιμίζεται men laat mijn dochter slapen aan jouw zijde Eur. Hec. 826; overdr.:; τὸ μὲν θηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται het dierlijke (deel van zijn ziel) wordt gekalmeerd en getemd Plat. Resp. 591b; eufem. doen inslapen, laten sterven:; καλῶ... Ἑρμῆν χθόνιον εὖ με κοιμίσαι ik roep de chthonische Hermes aan mij snel te doen inslapen Soph. Ai. 832; ook med.: κοιμίσαι μ’ ἐς Ἅιδου leg mij te ruste in de Hades Eur. Tr. 594.
Russian (Dvoretsky)
κοιμίζω: [= κοιμάω (fut. κοιμίσω - атт. κοιμιῶ)
1 смежать сном (ἄγρυπνον ὄμμα Eur.);
2 усыплять: εὖ τινα κοιμίσαι Soph. упокоить кого-л. вечным сном; κοιμίσασθαί τινα ἐς Ἃιδου Eur. увести кого-л. в подземное царство;
3 умерщвлять, убивать (τινὰ ἀμφιπύρῳ φλογμῷ Eur.);
4 успокаивать, унимать (πόντον Soph.; θυμόν Plat.; τὰς λύπας Xen.); укрощать, умерять (τὸ θηριῶδες Plat.);
5 прекращать, пресекать (μεγαληγορίαν Eur.; θιάσους Plut.; ἐλπίδας Anth.);
6 (об урне), покоить, хранить в себе, (λείψανα πατρῴων νεκρῶν Anth.);
7 грам. ослаблять (притуплять) ударение, т. е. менять acutus на gravis.
Greek (Liddell-Scott)
κοιμίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, λέξις μεθ’ Ὅμηρ., = κοιμάω, ὡς καὶ νῦν, κ. ὄμμα Εὐρ. Ρῆσ. 825· ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον, δηλ. οἱ ἄνεμοι ἀφῆκαν τὴν θάλασσαν νὰ ἡσυχάσῃ, παυσάμενοι αὐτοὶ ἀπὸ τοῦ νὰ πνέωσι, Σοφ. Αἴ. 675· θάλασσαν ἀγρίαν ἐκοίμισαν (δηλ. οἱ δαίμονες) Ἀνθ. Π. 9. 209, πρβλ. Ὀδ. Κ. 91· ― μεταφ., κ. τὸν λύχνον, σβύννω, Νικοφῶν ἐν «Πανδώρᾳ» 7· μεγαληγορίαν κ., ἀποκοιμίζω τὴν κομπορρημοσύνην, καταπνίγω αὐτήν, Εὐρ. Φοίν. 185· οὕτω, κ. θυμὸν Πλάτ. Νόμ. 873A· τὰς λύπας Ξεν. Συμπ. 2. 24· πόθον Ἀνθ. Π. 12. 19· ἐλπίδας αὐτόθι 7. 183· ― Παθ., παῖς κοιμίζεται Εὐρ. Ἑκ. 826· τὸ θηριῶδες κ. Πλάτ. Πολ. 591Β. 2) ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου, καλῶ δ’... Ἑρμῆν χθόνιον εὖ με κοιμίσαι Σοφ. Αἴ. 832· Τιτάνων γενεάν... Ζεὺς κοιμίζει φλογμῷ Εὐρ. Ἑκ. 473, πρβλ. Ἱππ. 1387· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κοιμίσασθαί τινα ἐς Ἅιδου ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 589. 3) παρὰ Γραμμ. μεταβάλλω τὸν ὀξὺν τόνον εἰς βαρύν, ἴδε κοίμισις.
Greek Monolingual
και κοιμώ, -άω (AM κοιμίζω)
1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό»)
2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ' ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» — οι άνεμοι σταμάτησαν να φυσούν και άφησαν τη θάλασσα να ησυχάσει», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοιμισμένος, -η, -ο
μτφ. α) νωθρός διανοητικά
β) οκνηρός, βραδυκίνητος.
2. (το μέσ.) κοιμίζομαι και κοιμιέμαι
καταλαμβάνομαι από υπνηλία, πέφτω σε ύπνο
μσν.
1. ξαπλώνω, πλαγιάζω κάπου
2. μέσ. α) είμαι ξαπλωμένος, κοιμισμένος
β) αδρανώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο του θανάτου
2. γραμμ. μεταβάλλω την οξεία σε βαρεία
3. φρ. «κοιμίζειν τὸν λύχνον» — σβήνω το λυχνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοῖμα ή κοῖμος (βλ. λ. κοιμάμαι). Μεταβατικό όπως το κοιμῶ, το οποίο τελικά και αντικατέστησε. Αντίστοιχο αμετάβατό του το κοιμάμαι (πρβλ. και καθίζω: κάθομαι).
ΠΑΡ. κοιμιστικός
αρχ.
κοίμισις, κοιμισμός, κοιμιστής.
ΣΥΝΘ. αποκοιμίζω, κατακοιμίζω
αρχ.
εγκοιμίζω, επικοιμίζω, παρακοιμίζω, συγκατακοιμίζω, συγκοιμίζω
νεοελλ.
γλυκοκοιμίζω].
Greek Monotonic
κοιμίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ· κοιμάω,
1. βάζω για ύπνο, σε Ευρ.· ἄημα ἐκοίμισε πόντον, δηλ. οι άνεμοι σταμάτησαν να φυσούν και άφησαν τη θάλασσα να ηρεμήσει, (πρβλ. του Βιργ. straverunt aequova venti), σε Σοφ.· μεταφ., μεγαληγορίαν κ., την καταπνίγω, σε Ευρ.· ομοίως, κ. τὰς λύπας, σε Ξεν. — Παθ., παῖς κοιμίζεται, σε Ευρ.
2. λέγεται για τον ύπνο του θανάτου, σε Σοφ., Ευρ.· επίσης στη Μέσ., σε Ευρ.
Middle Liddell
κοιμίζω, = κοιμάω
1. to put to sleep, Eur.; ἄημα ἐκοίμισε πόντον, i. e. the winds suffer the sea to rest— by ceasing (cf. Virg. straverunt aequora venti), Soph.: metaph., μεγαληγορίαν κ. to lay pride asleep, Eur.; so, κ. τὰς λύπας Xen.:—Pass., παῖς κοιμίζεται Eur.
2. of the sleep of death, Soph., Eur.; also in Mid., Eur.