χρίμπτω
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
English (LSJ)
A bring near; Act. in Hom. only in compd. ἐγχρίμπτω (q.v.); πόδας χρίμπτουσα ῥαχίαισι keeping one's steps close along the shore, A.Pr.713; ὑπ' ἐσχάτην στήλην ἔχριμπτ' ἀεὶ σύριγγα kept the axle close to the post, S.El.721:—Med., πόδα χριμπτόμενος εἰναλίῳ κώπᾳ E.Hel.526 (lyr.); χρίμψασθαι ποτὶ πλευρὰ κάρη Theoc.25.144:—more freq. in Pass., touch the surface of a body, graze, scratch, χριμφθεὶς πέλας grazing near, close even to touching, Od.10.516; ἐκ γενύων χριμφθεὶς γόος the wail or cry forcing its way to the ear from the clenched jaws, Pi.P.12.21: generally, draw near, approach, c. dat., δόμοισι τοῖσδε χρίμπτεσθαι A.Eu.185; τείχεσι χριμπτομένα E.Ph.809 (lyr.); δόμοις ib.99; ἐχριμπτόμην Κύκλωπι Id.Cyc. 406: τόπους εἰς τούσδε Critias 16.4 D.: also in aor. 1 Med., ἀμάθοισιν ἐχρίμψατο νηῦς h.Ap.439; ὅτεῳ χριμψαίατο λύθρον Euph.50: c. gen., νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος E.Fr.472.18 (anap.).
II intr. in Act., αὐδῶ μὴ χρίμπτειν θριγκοῖς Id.Ion156 (lyr.); λίσσου, γούνασι δεσπότου χρίμπτων Id.Andr.530 (lyr.): abs., χρίμψε κιών A.R.3.1286.
German (Pape)
[Seite 1376] poet. verstärkte Form statt χρίω, an der Oberfläche eines Körpers, bes. an der Haut leicht hinfahren lassen, dah. pass. daran hinstreifen, berühren, ritzen, verwunden (vgl. χράω, χραίνω); χριμφθεὶς πέλας, nahe gekommen, Od. 10, 516; τείχεσι χριμπτομένη Eur. Phoen. 816, vgl. Ion 159; χριμφθεῖσα μύωπι, mit dem Stachel, Sporn geritzt, v.l. für χρισθεῖσα bei Aesch. (s. χρίω); τὸν ἐκ γενύων χριμφθέντα γόον Pind. P. 12, 21, von der aus den krampfhaft geschlossenen Kiefern sich mühsam hervordrängenden Klage. – Auch act. in intrans. Bdtg, ὑπ' αὐτὴν ἐσχάτην στήλην ἔχων ἔχριμπτ' ἀεὶ σύριγγα Soph. El. 771; ἁλιστόνοις γ' ὑπὸ χρίμπτουσα ῥαχίαισιν Aesch. Prom. 715; αὐδῶ μὴ χρίμπτειν θριγκοῖς Eur. Ion 156; Ap. Rh. 3, 1286. – Med. χρίμψασθαι, sich nähern, τινί, H. h. Apoll. 439; ὠσὶ χρίμπτεται βοά Aesch. Spt. 84, vgl. Eum. 176; ποτὶ πλευρὰ χρίμψασθαι κάρη Theocr. 25, 144.
French (Bailly abrégé)
ao. ἔχριμψα;
Pass. ao. ἑχρίμφθην;
toucher légèrement la surface, effleurer, d'où
1 tr. mener tout auprès : σύριγγα SOPH conduire la roue d'un char de manière à raser la borne ; Pass. χρίμπτεσθαι πέλας OD s'approcher tout près;
2 intr. s'approcher de, effleurer, τινι;
Moy. χρίμπτομαι;
1 tr. mener tout auprès, approcher, acc.;
2 intr. s'approcher de, τινι.
Étymologie: cf. χρίω.
Russian (Dvoretsky)
χρίμπτω: [intens. к χρίω
1 тж. med. близко подносить, вплотную приближать, задевать: χρίμπτεσθαί τινι Aesch., Eur., реже τινος Eur. приближаться к кому(чему)-л.; χριμφθεὶς πέλας Hom. подойдя вплотную; ἁλιστόνοις πόδας χ. ῥαχίαισιν Aesch. идти вдоль скалистого берега воющего моря; παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς πόδα χρίμπτεσθαι Eur. приставать к всяческим берегам, т. е. скитаться по всему миру; ἀμάθοισιν ἐχρίμψατο ἡ νηῦς HH корабль подошел к песчаному берегу; ὑπ᾽ ἐσχάτην στήλην ἔχων ἔχριμπτε σύριγγα Soph. достигнув крайнего столба (ристалища, Орест) задел (о него) ступицей; χρίμψασθαι ποτὶ πλευρὰ κάρη Theocr. склонить голову набок; ἐκ γενύων χρυμφθεὶς γόος Pind. крик, вырвавшийся из стиснутых челюстей;
2 приближаться, подступать: αὐδᾶν μὴ χ. τινί Eur. запрещать приближаться к чему-л.; γούνασί τινος χ. Eur. припасть к чьим-л. коленям.
Greek (Liddell-Scott)
χρίμπτω: μέλλ. -ψω, ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ χρίω (πρβλ. ἐπι-χρίμπτω, χραύω, χραίνω). Φέρω πλησίον, πλησιάζω, οὕτω κεῖται παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ συνθέσει ἐγχρίμπτω (ὃ ἴδε)· πόδα χριμπτουσα ῥαχίαισι, διευθύνουσα τὰ ἑαυτῆς βήματα πρὸς τὴν ἀκτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 713· ὑπ’ ἐσχάτην στήλην ἔχριμπτ’ ἀεὶ σύριγγα, ἐτήρει τὸν ἄξονα τοῦ τροχοῦ πλησίον τῆς στήλης, Σοφ. Ἠλ. 721· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πόδα χριμπτόμενος εἰναλίῳ κώπῃ Εὐρ. Ἑλ. 520· ποτὶ πλευρὰ χρίμψασθαι κάρη Θεόκρ. 25. 144· - συχνότερον ἐν τῷ παθητ., χριμφθεὶς πέλας, «προσπελασθεὶς» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 516· ἐκ γενύων χριμφθέντα γόον, ἐκ τῶν σιαγόνων ἀνελθόντα γόον, Πινδ. Π. 12. 37· - ἀκολούθως καθόλου, ἔρχομαι πλησίον, προσεγγίζω, πλησιάζω, μετὰ δοτ., δόμοισι τοῖσδε χρίμπτεσθαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 185· τείχεσι χριμπτομένα Εὐρ. Φοίν. 809· δόμοις αὐτόθι 99· ἐκχριμπτόμην Κύκλωπι ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 406· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἀορ. ά χριμψασθαι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ.439· μετὰ γενικ., νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος Εὐρ. Ἀποσπ. 475α. 18. ΙΙ. ὡσαύτως ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐδῶ μὴν χρίμπτειν θριγκοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 156· λίσσου, γούνασι δεσπότου χριμπτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 530· ἀπολ., χρίμψε κιὼν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1286.
English (Autenrieth)
only pass. aor. part., χριμφθείς, πέλας, approaching very near, Od. 10.516†.
English (Slater)
χρίμπτω pass., be brought to ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον forced from (P. 12.21)
Greek Monolingual
και πιθ. γρφ. χρίπτω Α
1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο
2. (αμτβ.) πλησιάζω
3. μέσ. χρίμπτομαι
α) (με δοτ. και γεν.) έρχομαι κοντά, προσεγγίζω («νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος», Ευρ.) β) περνώ ξυστά, αγγίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέσεις του ρ. με τ. άλλων γλωσσών ή του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος δεν θεωρούνται αρκετά πιθανές, αφού το ρ. έχει σχηματιστεί μάλλον κατά τους ελλ. χρόνους. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό με ενεστ. επίθημα -πτω και έρρινο ένθημα -μ- (πρβλ. γνάμπτω, σκίμπτομαι). Ωστόσο, η άποψη ότι το ρ. χρίμπτομαι συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. σκίμπτομαι προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατά μία άποψη, αρκετά αποδεκτή σημασιολογικά και μορφολογικά, το ρ. χρίμπτομαι, με αρκτικό σύμπλεγμα χρ-, συνδέεται με τα ρ. χρίω «αλείφω» και χραύω «αγγίζω ελαφρά». Τέλος, η σύνδεση του ρ. με το χρέμπτομαι, παρά τη μεγάλη μορφολογική ομοιότητα τών δύο τ., θεωρείται ελάχιστα πιθανή].
Greek Monotonic
χρίμπτω: μέλ. -ψω (χρίω)·
I. φέρνω κοντά (ομοίως χρησιμ. από Όμηρ. μόνο σύνθετο, ἐγχρίμπτω, βλ. αυτ.)· πόδας χρίμπτουσα ῥαχίαισι, διευθύνει τα βήματά της κατά μήκος της ακτής, σε Αισχύλ.· ὑπὸ στήλην ἔχριμπτ' ἀεὶ σύριγγα, κρατούσε τον άξονα του τροχού κοντά στη στήλη, σε Σοφ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ευρ., Θεόκρ. — Παθ., αγγίζω την επιφάνεια ενός σώματος, έρχομαι πλησίον, προσεγγίζω, πλησιάζω, Λατ. radere, stringere, χριμφθεὶς πέλας, κοντά στο να αγγίξει, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω, με δοτ., δόμοισι χρίμπτεσθαι, σε Αισχύλ.· τείχεσι, σε Ευρ.· ομοίως σε Μέσ. αόρ. αʹ χρίμψασθαι, σε Ομηρ. Ύμν.
II. αμτβ. σε Ενεργ. — Παθ., σε Ευρ.
Middle Liddell
χρίμπτω, χρίω
I. to bring near, (so used by Hom. only in compd. ἐγχρίμπτω, q.v.); πόδα χρίμπτουσα ῥαχίαισι keeping one's steps close along the shore, Aesch.; ὑπὸ στήλην ἔχριμπτε ἀεὶ σύριγγα kept the wheel ever close to the post, Soph.; so in Mid., Eur., Theocr.:— Pass. to touch the surface of a body, to graze, scratch, wound, Lat. radere, stringere, χριμφθεὶς πέλας close even to touching, Od.: generally, to come nigh, draw near, approach, c. dat., δόμοισι χρίμπτεσθαι Aesch.; τείχεσι Eur.; so in aor1 mid. χρίμψασθαι, Hhymn.
II. intr. in Act., = Pass., Eur.