ἀπαγωγή

Revision as of 13:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ἡ, A leading away, of troops, X.An.7.6.5; dragging away, rape, γυναικῶν Luc.Phal.1.3 (pl.). b leading into captivity, LXX Is.10.4, al. c separation, withdrawal, σώματος (from the soul), Plot.4.4.19. II payment, κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀ. subjected them to payment of tribute, Hdt.1.6.27, 2.182. III as Att. lawterm, 1 a summary process by which a person caught in the act (ἐπ' αὐτοφώρῳ) might be arrested by any citizen and brought before the magistrates, Antipho 5.9, And.1.88, Lys. 13.85f, D.24.113; ἀπαγωγῆς ἄξια Hyp.Eux.16. 2 written complaint handed in to the magistrates, ἀπάγειν τὴν ἀ. lay such accusation, Lys.13.86; παραδέχεσθαι ἀ., of the Eleven, admit it, ibid. IV in Logic, shifting of the basis of argument: hence of argument based on a probable or agreed assumption, Arist.APr.69a20, cf. Anon.in SE65.35; reduction, ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀ. reductio per impossibile, APr. 29b6; ἡ ἀ. μετάβασίς ἐστιν ἀπ' ἄλλου προβλήματος ἢ θεωρήματος ἐπ' ἄλλο, οὗ γνωσθέντος ἢ πορισθέντος καὶ τὸ προκείμενον ἔσται καταφανές Procl. in Euc.p.212F.; τῶν ἀπορουμένων διαγραμμάτων τὴν ἀ. ποιήσασθαι ib. p.213F. b reduction of a disputant (cf. ἀπάγω v. 1c), ἡ ἐπὶ τὸ ἄδηλον ἀ. S.E.P.2.234.

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, 1) das Wegführen, τοῦ στρατεύματος Xen. An. 7, 6, 5; Wegschleppen, bes. ins Gefängniß, Pol. 5, 27. – 2) das Abtragen des Tributs, Her. 1, 6. 27. 2, 182. – bes. 3) in athen. Gerichtssprache, nach VLL. δί. κης ἐστὶν εἶδος· ἀπήγοντο οἱ κακοῦργοι πρὸς τοὺς ἕνδεκα, vgl. Herm. Griech. Staatsalterthümer §. 137. 139; Meier u. Schömann att. Proceß S. 227 ff. Das Wegführen des auf der That u. über einem anerkannten Verbrechen Ertappten, der ohne weiteres ins Gefängniß geworfen u. Ἕνδεκα übergeben wird; was z. B. bei allen Diebstählen, die über 50 Drachmen betrugen, Statt fand; ἐπ' αὐτοφώρῳ Lys. 13, 85; ἀπαγωγὴν ἀπάγειν ibid. 86; vgl. Antiph. 5, 9 Andoc. 1, 88 Dem. 24, 118. Auch die Klageschrift heißt in solchen Fällen ἀπαγωγή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰγωγή: ἡ, τὸ ἀπάγειν, ἀπάγειν μακράν, τοῦ στρατεύματος Ξεν. Ἀν. 7.6, 5: - ἡ διὰ τῆς βίας γινομένη ἀπαγωγή, ἁρπαγή, γυναικῶν ἀπαγωγαὶ Λουκ. Φάλ. Α. 3. ΙΙ. πληρωμή, κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπ., ὑπέβαλον αὐτοὺς εἰς πληρωμὴν φόρου, Ἡρόδ. 1. 6, 27, 2. 182, πρβλ. ἀπάγω ΙΙΙ, ἀπαγινέω. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. νομικός ὅρος. 1) ἐνέργεια, ἄνευ τινὸς διατυπώσεως, καθ’ ἥν ἄνθρωπος ληφθεὶς ἐν τῇ πράξει τοῦ ἐγκλήματος (ἐπ’ αὐτοφώρῳ) ἠδύνατο νὰ συλληφθῇ ὑπὸ οἱουδήποτε πολίτου καὶ νὰ ἀχθῇ ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων (συνήθως πρὸ τῶν ἕνδεκα, ἴδε τὴν λέξιν), Ἀντιφῶν 130. 20, Ἀνδοκ. 12. 9, Λυσ. 137. 43, κἐξ., Δημ. 735, ἐν τέλ.· ἀπαγωγῆς ἄξια Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 22: κατά τινας περιστάσεις ἡ τοιαύτη σύλληψις ἐπετρέπετο ἐπὶ τῇ βάσει πασιγνώστου ἐνοχῆς, ἴδε αὐτόφωρος ἐν τέλ. 2) ἡ ἔγγραφος καταγγελία, ἡ εἰς τοὺς ἄρχοντας παραδιδομένη, ἀπάγειν τὴν ἀπαγωγήν, ποιεῖν καταγγελίαν, καταγγέλλειν, Λυσ. 138. 7· παραδέχεσθαι ἀπαγωγήν, ἐπὶ τῶν ἕνδεκα ὅτε παρεδέχοντο τὴν ἀπαγωγήν, οἱ ἕνδεκα οἱ παραδεξάμενοι τὴν ἀπαγωγὴν ταύτην ὁ αὐτὸς 138. 5· πρβλ. Λεξικ. Ἀρχ. IV. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή, ἔμμεσος ἀπόδειξις, reductio ad impossibile, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 7, 4· - ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ εἶδος ἐπιχειρήματος περιγραφομένου ἐν 2. 25: «ἀπαγωγή ἐστιν ὅταν τῷ μὲν μέσῳ τὸ πρῶτον δῆλον ᾖ ὑπάρχον, τῷ δὲ ἐσχάτῳ τὸ μέσον ἄδηλον μὲν ὁμοίως δὲ πιστόν, ἢ μᾶλλον τοῦ συμπεράσματος, ἔτι ἂν ὀλίγα ᾖ τὰ μέσα τοῦ ἐσχάτου καὶ τοῦ μέσου» κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d’emmener ; t. de droit att. action en justice pour un procès contre un malfaiteur pris en flagrant délit;
2 action de faire dévier du droit chemin;
3 paiement (d’une contribution, d’une amende).
Étymologie: ἀπάγω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1rapto γυναικῶν Luc.Phal.1.3
deportación del pueblo de Israel al cautiverio, Greg.Disp.M.86.733B.
2 jur. proceso sumarísimo de un delincuente cogido in flagranti y conducido ante el magistrado, Antipho 5.9, And.Myst.88, Lys.13.85, D.24.113, ἀπαγωγῆς ἄξια ποιεῖ Hyp.Eux.6
acción de detener a alguien en esas circunstancias y acusación presentada por escrito ἀπάγειν τὴν ἀ. presentar una requisitoria Lys.13.86, παραδέχεσθαι τὴν ἀ. admitir una requisitoria Lys.13.86
arresto εἰ ... πεποίηται τὴν ἀπαγωγὴν τοῦ Λεοντίου Plb.5.27.5.
II 1c. gen. ingreso, pago κατεστράφατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν fueron sometidos (los griegos de Asia) al pago de tributo Hdt.1.27, cf. 2.182, ἀ. τῶν φόρων Philostr.VS 593.
2 en lóg. reducción de un silogismo a otro Arist.APr.69a20, Anon.in SE 65.35, ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀ. reducción al absurdo Arist.APr.29b6
gener. reducción λόγου ... ἀ. εἰς τὸ μηδέν Plu.2.1072c, εἰς ἄτοπον Aps.p.275
en mat. reducción ἡ δὲ ἀ. μετάβασίς ἐστιν ἀπ' ἄλλου προβλήματος ἢ θεωρήματος ἐπ' ἄλλο, οὗ γνωσθέντος ἢ πορισθέντος καὶ τὸ προκείμενον ἔσται καταφανές Procl.in Euc.212.2
acción de llevar o reducir al interlocutor ἐπὶ τὸ ἄδηλον S.E.P.2.234.
III 1separación del alma σώματος Plot.4.4.19.
2 acción de retirar, retirada de tropas, X.An.7.6.5.
3 seducción πρὸς τὸ χεῖρον Plu.2.22b.
4 esparcimiento Philost.HE 5.2a, pero cf. Sud.s.u. ἀπαγωγάς.

Greek Monolingual

η (AM ἀπαγωγή) απάγω
1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του
2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» — αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το συμπέρασμα τ
αρχ.
1. το να οδηγείται κάποιος μακριά, η απομάκρυνση κάποιου
2. το να οδηγείται κάποιος στην αιχμαλωσία
3. χωρισμός
4. πληρωμή («φόρου ἀπαγωγή», Ηρόδ.)
5. (Αττίκ. Δίκ.) α) συνοπτική διαδικασία κατά την οποία οποιοσδήποτε πολίτης συνελάμβανε επαυτοφώρω κάποιον να διαπράττει αδίκημα είχε το δικαίωμα να τον οδηγήσει ενώπιον των αρχόντων
β) έγγραφη καταγγελία που παρέδιδαν στους άρχοντες
6. (στη Λογ.) μετατόπιση της βάσης επιχειρήματος
7. φρ. «ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή» — έμμεση απόδειξη.

Greek Monotonic

ἀπᾰγωγή: ἡ,
I. το να οδηγεί κάποιος κάτι μακριά, σε Ξεν.
II. πληρωμή φόρου ή εισφοράς, σε Ηρόδ.
III. ως Αττ. νομικός όρος, διαδικασία με την οποία κάθε άνθρωπος που γινόταν αντιληπτός την ώρα που αδικοπραγούσε (ἐπ' αὐτοφώρῳ), μπορούσε να συλληφθεί και να οδηγηθεί ενώπιον των Αρχόντων, σε Ρήτ.· γραπτή καταγγελία που υποβαλλόταν στους άρχοντες που είχαν αρμοδιότητα δικαστή, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰγωγή:
1) отведение, увод (στρατεύματος Xen.);
2) похищение (γυναικῶν Luc.);
3) юр. тж. pl. задержание, предание суду (ἀ. πρὸς τοὺς Ἓνδεκα Dem.);
4) заявление о привлечении к судебной ответственности, судебная жалоба: τὴν ἀπαγωγὴν ἀπάγειν Lys. подавать жалобу в суд;
5) внесение, уплата, платеж (φόρου Her.);
6) приведение (εἰς τὸ ἀδύνατον Arst.; πρὸς τὸ χεῖρον Plut.);
7) лог. апагога (сведение какой-л. одной проблемы к другой) (εἰ ὀμοίως πιστὸν τὸ ΒΓ τοῦ ΑΓ, ἀ. ἐστιν Arst.).

Middle Liddell

[from ἀπάγω
I. a leading away, Xen.
II. payment of tribute, Hdt.
III. as attic law-term, a process by which a person caught in the act (ἐπ' αὐτοφώρωι) might be arrested and brought before the Magistrates, Oratt.: — the written complaint laid before the Court, Lys.

English (Woodhouse)

leading away, summary arrest, writ to apprehend a person