σκυθρωπός

English (LSJ)

σκυθρωπόν, also σκυθρωπή, σκυθρωπόν Hp.Epid.3.17.ιδ, Ephor.Fr.96J., Plu. 2.417c, etc.: (σκυθρός, ὤψ):—
A of sad or angry countenance, sullen, E.Med. 271, Hipp.1152; ὄμμα καὶ πρόσωπον Id.Ph.1333; σ. τοῖς ξένοις Id.Alc.774; ἐπὶ τοῖς κακοῖς X.Mem.3.10.4; opp. ἱλαρός, φαιδρός, ib. 2.7.12, 3.10.4; also of affected gravity, D.45.68, Aeschin.3.20: τὸ σκυθρωπόν = σκυθρωπότης (sullenness), E.Alc.797, cf. Pl.Smp. 206d. Adv., σκυθρωπῶς ἔχειν X.Mem.2.7.1: Comp. σκυθρωπότερον = with greater severity, J.BJ6.2.7.
II of things, gloomy, sad, melancholy, γῆρας E.Ba.1252; ὁδός Archyt. ap. Stob.3.1.105 (Comp.); μέλη Paus.10.7.5; ἡμέρα Plu.Dem.30 (Sup.).
2 of colour, sad-coloured, dark and dull, of the river Μέλας, Him.Or.23.22; of wine, ib.9.4.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig von Ansehen od. Miene; πρὸς μὲν οἰκέτας θέτο σκυθρωπὸν ἐντὸς ὀμμάτων γέλων κεύθουσα, Aesch. Ch. 727; Eur. Hipp. 1152 Med. 271; σκυθρωποὺς ὀμμάτων ἕξω κόρας, Or. 1319, vgl. Phoen. 1343; Ar. Lys. 707; σκυθρωπὸν καὶ λυπούμενον, Plat. Conv. 206 d; Xen. Cyr. 1, 4, 14; ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῖς κακοῖς σκυθρωποί, Mem. 3, 10, 4; auch adv., σκυθρωπῶς ἔχειν, 2, 7, 1; dem σύννους gegenüberstehend, Isocr. 1, 15; βουλή, vom Areopag, Aesch. 3, 20; Dem. u. Folgde; σκυθρωπότατον τοῦ θανάτου, Plut. non posse 10. Auch dreier Endgn, Lob. Phryn. 105. – Von der Farbe, dunkel, trübe, Gegensatz von λαμπρός, Jac. Philostr. imagg. p. 378, lect. Stob. p. 53.

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
sombre, triste, chagrin : σκυθρωπὸς ἡμέρα PLUT jour néfaste ; τὸ σκυθρωπόν EUR air sombre, tristesse ; p. ext. grave, sévère.
Étymologie: σκυθρός, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυθρωπός -όν [σκυθρός: somber, chagrijnig, ὤψ] f. -ή Hp. Epid. 14 van personen met een somber of chagrijnig of ernstig gezicht,; ἀνιαρὸς … καὶ σ. ὢν σιωπῇ διῆγεν bedroefd en met een somber gezicht bewaarde hij het stilzwijgen Xen. Cyr. 1.4.14; subst. τὸ σκυθρωπόν = slecht humeur, chagrijn, somberheid. van zaken somber, treurig.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπός: 2, редко 3 мрачный, сумрачный, угрюмый (γῆρας Eur.; πύλαι Plut.): σ. γέλως Aesch. скрываемый под угрюмым видом смех, т. е. напускная мрачность; σκυθρωπὸν εἶναί τινι Eur. или ἐπί τινι Xen. хмуро встречать кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπός: -όν, ὡσαύτως ἡ, Ἱππ. 1114Α, Ἐφόρ. Ἀποσπ. 155, Πλούτ. 2. 417C, κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 105· (σκυθρός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος ὡς ὠργισμένος, ἔχων ὄψιν τεθλιμμένην ἢ ὠργισμένην, δυσηρεστημένος, κατηφής, Εὐρ. Μήδ. 271, Ἱππ. 1172· γέλως Αἰσχύλ. Χο. 738· ὄνομα, πρόσωπον Εὐρ. Φοίν. 1333, κτλ.· σκ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 774· ἐπὶ τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4· ἀντίθετον τῷ ἱλαρός, φαιδρός, αὐτόθι 2. 7, 12., 3. 10, 4· - ὡσαύτως ἐπὶ προσπεποιημένης σοβαρότητος, Δημ. 1122. 20, Αἰσχίν. 56. 31· - τὸ σκυθρωπόν, = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ἄλκ. 797, πρβλ. Βάκχ. 1252, Πλάτ. Συμπ. 206D. - Ἐπίρρ. σκυθρωπῶς ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, κατηφές, μελαγχολικόν, λυπηρόν, γῆρας Εὐρ. Βάκχ. 1252· σκυθρωποτέρα ὁδός Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 2· μέλη Παυσ. 10. 7. πύλαι Πλουτ. Δημοσθ. 30, κτλ.· - ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα μελαγχολικόν, σκοτεινὸς καὶ ἀμυδρός, Λατ. tristis, ἀντίθετον τῷ λαμπρός, Ἰακώψ. εἰς φιλοστ. Εἰκ. σ. 378.

English (Strong)

from skuthros (sullen) and a derivative of ὀπτάνομαι; angry-visaged, i.e. gloomy or affecting a mournful appearance: of a sad countenance.

English (Thayer)

σκυθρωπόν, also of three term.; cf. Lob. ad Phryn., p. 105 (Winer's Grammar, § 11,1) (σκυθρός and ὤψ), of a sad and gloomy countenance (opposed to φαιδρός, Xenophon, mem. 3,10, 4): Aeschylus down.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκυθρωπός, -όν, ΝΑ
κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν γὰρ τοῖς ἀγαθοῖς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῖς κακοῖς σκυθρωποὶ γίγνονται», Ξεν.)
2. (για κατάσταση ή πράγμ.) λυπηρός, μελαγχολικός, αυτός που οδηγεί σε στενοχώρια και σκυθρωπότητα («ὡς δύσκολον τὸ γῆρας ἀνθρώποις ἔφυ ἔν τ' ὄμμασιν σκυθρωπόν», Ευρ.)
3. (για χρώμα) σκοτεινός, αμαυρός, σκούρος
4. (ειδικά για οίνο) μαύρος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκυθρωπόν
α) σκυθρωπότητα, κατήφεια
β) μτφ. κακοτυχία, δυστυχία.
επίρρ...
σκυθρωπώς / σκυθρωπῶς ΝΑ και σκυθρωπά Ν
κατά τρόπο σκυθρωπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυθρός «θυμωμένος, κατηφής» + -ωπός (βλ. και λ. ὄπωπα)].

Greek Monotonic

σκυθρωπός: -όν (σκυθρός, ὤψ),
I. αυτός που φαίνεται θυμωμένος, που έχει λυπημένη όψη, δύσθυμος, κατηφής, κατσούφης, σε Ευρ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σκυθρωπόν, το επόμ., σε Ευρ.· επίρρ., σκυθρωπῶς ἔχειν, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, κατηφής, λυπημένος, μελαγχολικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

σκυθρ-ωπός, όν σκυθρός, ὤψ]
I. angry-looking, of sad countenance, sullen, Eur., Aesch., etc.:— τὸ σκυθρωπόν, = σκυθρωπότης, Eur.—adv., σκυθρωπῶς ἔχειν Xen.
II. of things, gloomy, sad, melancholy, Eur.

Chinese

原文音譯:skuqrwpÒj 士去特而-哦坡士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:愁-觀看(者)
字義溯源:怒容,愁容,悲哀,沮喪,顯出愁容,面帶愁容;由(Σκύθης)X*=不樂的)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 面帶愁容(1) 路24:17;
2) 顯出愁容(1) 太6:16

English (Woodhouse)

frowning, gloomy, melancholy, stern, of appearance

Mantoulidis Etymological

(=λυπημένος, μελαγχολικός). Ἀπό τό σκυθρός + ὤψ τοῦ ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Παράγωγα: σκυθρωπάζω (=κατσουφιάζω), σκυθρωπασμός, σκυθρωπότης.