υποβολή
Greek Monolingual
η / ὑποβολή, ΝΜΑ ὑποβάλλω
1. πλαστότητα, εικονικότητα, υποκατάσταση πραγματικού αντικειμένου με πλασματικό (α. «υποβολή ονόματος» — η μνεία, σε συναλλαγματική, ανύπαρκτου προσώπου αντί του εκδότη, του πληρωτή ή του κομιστή
β. «υποβολή ιδιότητας» — η πλαστή απόδοση ιδιότητας, λ.χ. εμπόρου, σε συναλλασσόμενο πρόσωπο
γ. «ὑποβολὴ κλειδῶν» — αντικατάσταση κλειδιών με άλλα, ψεύτικα, με αντικλείδια, Πλούτ.)
2. εισήγηση, υπόμνηση, συμβουλή (α. «όσα είπε ο μάρτυρας είναι αποτέλεσμα υποβολής» β. «ἐξ ὑποβολῆς διιέναι τὸν ὅρκον», Πολέμ.)
3. φρ. α) «υποβολή τέκνου» και «ὑποβολὴ τέκνων»
(νομ.) λαθραία υποκατάσταση ξένου, νόθου, τέκνου στη θέση του γνήσιου
β) «υποβολής γραφή»
(αττ. δίκ.) αγωγή για αδίκημα που συνίστατο στην με εξαπάτηση εγγραφή στους καταλόγους τών Αθηναίων πολιτών τέκνου που δεν είχε γεννηθεί από νόμιμο γάμο, από πατέρα και μητέρα γνήσιας αθηναϊκής καταγωγής
νεοελλ.
1. επηρεασμός, ενεργητικός ή παθητικός, της σκέψης ή του ψυχισμού κάποιου
2. έμπνευση ή έντεχνη υπαγόρευση και επιβολή σε κάποιον μιας ιδέας ή μιας πράξης
3. (ιατρ.-ψυχολ.) ψυχολογική τεχνική και διεργασία με την οποία μπορεί να επηρεαστεί μια συναισθηματική κατάσταση ή ένας τρόπος συμπεριφοράς ενός ατόμου, καθώς και το αποτέλεσμά της
4. το να θέτει κανείς κάτι υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α. «υποβολή πρότασης» β. «υποβολή δικαιολογητικών» γ. «υποβολή υποψηφιότητας»)
5. φρ. «καθ' υποβολήν» — με ξένη εισήγηση ή υπόδειξη ή έμπνευση
μσν.
1. στρατήγημα, εξαπάτηση
2. σημασία, έννοια
αρχ.
1. το να θέτει κανείς κάτι κάτω από κάτι άλλο («νῦν δὲ τὴν τῶν στρωμάτων σύνθεσιν οὐ περιβολῇ χωρίζουσι καὶ ὑποβολῇ», Πλάτ.)
2. (κυριολ. και μτφ.) βάση, θεμέλιο (α. «ὑποβολὰς κατατίθεσθαι», Πλούτ.
β. «ὑποβολὴ τοῦ σωφρονεῖν ἡ ἐγκράτεια», Μουσών.)
3. υπόθεση, αντικείμενο, θέμα ρητορικού λόγου («ἔχειν ἀποχρῶσαν λόγων ὑποβολήν», Λουκιαν.)
4. φρ. α) «ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή» — η κρυφή θέση εκείνων που ενεδρεύουν, ενέδρα (Πολ.)
β) «ὑποβολὴ προσώπου»
(ρητ.) η χρησιμοποίηση από ρήτορα άλλου προσώπου, ιδίως τρίτου, κατά την αγόρευσή του για να μετριάσει την ένταση του λόγου (Ρητ.)
γ) «φυσικὴ ὑποβολὴ τῇ ψυχῇ πρός τι» — φυσική ικανότητα, δεξιότητα για κάτι (Στοβ.)
δ) «ἐξ ὑποβολῆς»
i) με διακοπή (Σχόλ. Ιλ.)
ii) (ρητ.) με υπαγόρευση από έξω (Ρήτ.)
ε) «ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῖσθαι τὰ Ὁμήρου» — το να απαγγέλλει κανείς κάτι για δεδομένη υπόθεση ή το να αρχίζει κανείς την απαγγελία από το σημείο που σταμάτησε ο προηγούμενος ραψωδός (Διογ. Λαέρ.)
στ) «ἐξ ὑποβολῆς ἐγχρίσεις»
(σχετικά με τα βλέφαρα) επάλειψη από κάτω, από μέσα (Άντυλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβάλλω. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. suggestion].