ἀντίσχω

English (LSJ)

= ἀντέχω (bear, endure, hold against, hold fast, hold firm, hold out, oppose, persist, resist, hold out against, withstand, stand one's ground, last, suffice, cling to, keep close to, keep, refuse, extend, reach, prevail against, cleave to, worship, care for, support, dispute, adhere), Hp.Fract.11, S.Ph.830 (lyr.), Th.1.7 [codd. often confuse ἀντίσχων, ἀντισχών].

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. part. ἀντισχήσων Lib.Ep.33.2; pres. v. med. ἀντασχέσθαι (sic) PSarap.92.12]
1 tr. mantener frente en v. med., c. ac. y gen. ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν Od.22.74
en v. act. c. dat. y ac. ὄμμασι δ' ἀντίσχοις τάνδ' αἴγλαν manten ante los ojos este resplandor S.Ph.830
en v. med., c. gen. hacer frente τῆς τούτων γεωργίας PSarap.l.c.
2 intr. mantenerse, durar c. ac. temporal τὸν αἰῶνα πάντα ... ἀντίσχειν νόσημα Hp.Fract.11, διὰ τὴν λῃστείαν ἐπὶ πολὺ ἀντίσχουσαν debido a que la piratería duró mucho Th.1.7, ὅπως ἐπὶ πλέον ὁ σῖτος ἀντίσχῃ para que duren más los víveres Th.1.65
c. dat. de pers. durar, bastar ποταμὸν οὐκ ἀντισχόντα τότε τῇ στρατιῇ τὸ ῥέεθρον Hdt.7.58
c. dat. de abstr. mantenerse, perseverar τῷ κακῷ Lib.l.c.

Greek Monolingual

(AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω)
1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις
2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ
3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι
4. έχω την απαραίτητη στερεότητα
5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία
νεοελλ.
1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι
2. φρ. «αντέχει η τσέπη μου» — είμαι πλούσιος, μπορώ να ξοδεύω χρήματα με άνεση
Ι. αρχ.
1. κρατώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο
2. επιμένω, εμμένω σε κάτι
3. είμαι αρκετός, επαρκώ
4. εκτείνομαι, φθάνω
5. κρατώ, διαρκώ
6. συνεχίζομαι, παρατείνομαι
7. εξακολουθώ να υφίσταμαι
II. (-ομαι)
1. κρατώ κάτι μπροστά μου για προφύλαξη
2. πιάνω κάτι και το κρατώ σφιχτά
3. δεν απομακρύνομαι από κάτι
4. λατρεύω κάποιον, τον τοποθετώ στις προτιμήσεις μου πριν από κάθε άλλον
5. συγκρατώ τον εαυτό μου
6. αμφισβητώ, διεκδικώ κάτι
7. επιδίδομαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντέχω < αντ(ι) + έχω
αντίσχω < αντ(ι)- + ίσχω.
ΠΑΡ. ανθεκτικός, αντοχή
αρχ.
άνθεξις].

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσχω: τύπ. ἰσοδύναμ. τῷ ἀντέχω (ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀγμ. 759, Σοφ. Φ. 830, Θουκ. 1. 7· ἀλλὰ τὸ ἀντίσχειν εὕρηται πολλάκις ὡς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἀπαρ. τοῦ βϳ ἀορ. ἀντισχεῖν.

German (Pape)

[Seite 261] p. = αντέχω, z. B. ὄμμασι Soph. Phil. 830; Thuc. 1, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίσχω: = ἀντέχω.

Greek Monotonic

ἀντίσχω: ισοδυν. τύπος του ἀντέχω, σε Σοφ. κ.λπ.

Translations

endure

Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام‎; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا‎