ὑγίεια

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, and sometimes in Com. ὑγιεία, Ar.Av.604 (anap.), 731 (lyr.. in compd. πλουθυγιείαν), Men.Mon.522 (also Isyll.60); Ion.acc.
A ὑγιείην Hdt.2.77, Heraclit.111; gen. ὑγιίης Herod.4.94, dub. in 4.20; and the metre requires a similar form in A.Ag.1001 (lyr.): from about ii B. C. written ὑγεῖα (pronounced ὑγῑα, contr. from ὑγῐῑᾰ), IG22.4457 (ii B. C.), 12(5).168 (Paros), 22.3181 (i A. D.), 3187 (ii A. D.); Ὑγία ib.4479 (i A. D.), 4536, PTeb.413.3 (ii/iii A. D.), etc.; Ion. ὑγείη Procl.H.1.22,42, IG14.1935 (as pr. n., Rome): (ὑγιής):—health, soundness of body, Simon.70, Pi.P.3.73, Hdt.2.77, Pl.R. 332d, etc.; ὑ. καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Men.Mon.519, cf. Philem.163: pl. ὑγίειαι, healthy states or conditions, Pl.Prt. 354b, R.618b, Ti.87d, Arist.HA601a25.
2 of the mind, ὑγίεια φρενῶν = soundness of mind, A.Eu.535 (lyr.); ἡ περὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ὑγίεια Isoc.12.7.
II a kind of cake used at sacrifices, Herod.4.94, Ath.3.115a, Hsch., Phot., AB313.
III a medicine, Alex.Trall.5.4: generally, a cure, ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑ. νόσου Men.Mon.522.
IV Pythagorean name for six, Anatol. ap. Theol.Ar.37.
B Ὑγίεια, ἡ, personified, Hygeia, the goddess of health, Hp. Jusj., Ariphron 1, 7, Paus.1.23.4, etc.: the last cup was drunk to her, μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν Antiph.149 (hex.), cf. Call.Com. 6 (hex.): ἄγαλμα τῆς Ὑ. Ἀθηνᾶς Plu.Per.13.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, att. auch ὑγιεία, Ar. Av. 604. 731, ion. ὑγιείη, Her. 2, 77, Paul. Sil. ecphr. 1, 72, erst spät u. unattisch ὑγεία, die Gesundheit, sowohl des Leibes als der Seele; zuerst bei Pind., ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3, 73; ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πᾶσιν φίλος καὶ πολύευκτος ὄλβος Aesch. Eum. 507; Eur. Or. 435; Ar. Av. 603; Plat. oft, im eigentlichen u. im übertragenen Sinne; ὑγίειαί τε καὶ εὐεξίαι τῶν σωμάτων, Prot. 354 b; Gegensatz νόσος, Tim. 87 c.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 santé, bonne santé;
2 guérison.
Étymologie: ὑγιής.

Russian (Dvoretsky)

ὑγίεια: и ὑγεία, редко ὑγιεία, ион. ὑγιείη и ὑγείη (ῠ) ἡ
1 здоровье (Her., Pind.; ἡ περὶ τὸ σῶμα ὑ. Isocr.): ὑ. φρενῶν Aesch. здравый смысл; ὑγίεαι καὶ εὐεξίαι Plat. здоровье и благосостояние;
2 исцеление, выздоровление (πάσης νόσου Men.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑγίειᾰ: [ῠ], ἡ, καὶ ἐνίοτε παρ’ Ἀττ. ὑγιείᾱ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 604, 731, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522· (τὸν Ἰωνικὸν τόπον εἰς η ἀποδοκιμάζει ὁ Dind. de Dial. Hdt. xi)· παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν ὑγείᾱ, ὃ ἴδε· εἶναι γεγραμμ. ὑγίεα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Β 24· καὶ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1001· (ὑγιής): - ὡς καὶ νῦν, ὑγεία, ἡ εὐεξία καὶ ὑγιεινὴ κατάστασις τοῦ σώματος, «ὑγίεια ἐστὶ συμμετρία τῶν πρώτων σωματικῶν δυνάμεων, ἅ ἐστι θερμότης ψυχρότης ὑγρότης ξηρότης» Σουΐδ., Λατ. salus, Ἡρόδ. 2. 77, Σιμων. 116, Πινδ. Π. 3. 128, καὶ Ἀττ.· ὑγ. καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 519, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 68· - πληθ., ὑγίειαι, ὑγιειναὶ καταστάσεις, Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Πολ. 618Β, Τίμ. 87C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὑ. φρενῶν, ὑγιὴς κατάστασιςδιάθεσις ψυχῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 535· ἡ περὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ὑγίεια Ἰσοκρ. 234Β. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Ἀθήν. 115Α, Φώτ., κλπ. ΙΙΙ. φάρμακόν τι, Ἀλέξ. Τραλλ., κλπ. - καθόλου, θεραπεία, ἴασις, ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγ. νόσου Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικοίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 200-202. Β. Ὑγίεια, ἡ, κατὰ προσωποποίησιν, ἡ θεὰ τῆς ὑγείας, Ἱππ. 1. 2, Ἀρίφρων ἐν Lyr. Bgk σελ. 841, Παυσ. 1. 23, 4, κλπ.· - εἰς τιμὴν αὐτῆς ἔπινον τὸ τελευταῖον ποτήριον, τὸ μετὰ τὸ νίψασθαι, μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν Ἀντιφάν. ἐν «Μειλανίωνι» 1, πρβλ. Καλλ. ἐν «Κύκλωψι» 3 (Ὕμνος εἰς Ὑγίειαν παρ’ Ἀθην. 702).

English (Slater)

ῠγῐεια good health κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν (P. 3.73) στεφά]νοισι πὰν [εὐ]θαλέος ὑγιε[ίας] σκιάζετε (Pae. 6.181)

Greek Monolingual

η / ὑγεία, ΝΜΑ, και υγειά, γειά Ν, και ὑγίεια ΜΑ, και αττ. τ. ὑγιεία και σε επιγρ. ὑγίεα και ιων. τ. ὑγείη και δ. τ. ὑγεῖα και βοιωτ. τ. οὑγία, Α
η φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού και, ειδικότερα, η άρτια λειτουργία τών διαφόρων οργάνων και μερών του σώματος του ανθρώπου και τών ζώων, πλήρης σωματική και ψυχική ευεξία
νεοελλ.
1. ιατρ. κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς απουσία νόσου ή αναπηρίας
2. (νομ.) έννομο αγαθό του προσώπου, χαρακτηριστικό της ευεξίας που του παρέχει η αίσθηση της αποτελεσματικής ανταπόκρισης τών σωματικών, ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών του στα ερεθίσματα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του
3. ως κύριο όν. η Υγεία
αστρον. ονομασία αστεροειδούς που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1849
4. φρ. α) «δημόσια υγεία»
(κοινων.) η υγεία του πληθυσμού μιας χώρας, της οποίας η περιφρούρηση αποτελεί ένα από τα βασικότερα μελήματα του κράτους
β) «εις υγείαν» και «στην υγειά σας!» — ευκτήρια προσφώνηση ενός που πίνει προς εκείνους που του προσέφεραν το ποτό ή προς αυτούς που πίνουν μαζί του
ε) «με τις υγείες σου [ή σας]»
i) ευχή σε κάποιον που μόλις έφαγε ή μόλις ήπιε
ii) ευχή σε άτομο που μόλις φταρνίστηκε
iii) (με ειρωνική σημ.) λέγεται για κάποιον που απέτυχε στην προσπάθεια του για κάτι
στ) «με υγείες» και «με γεια» — ευχή σε κάποιον που μόλις απέκτησε κάτι καινούργιο
ζ) «γεια σου!» και «γεια σας!» — τύπος χαιρετισμού ή ευχή σε συνάντηση ή κατά τον ερχομό ή την αναχώρηση κάποιου ή κάποιων
η) «έχετε γεια» — και «γεια χαρά!» αποχαιρετιστήριες φράσεις
θ) «γεια στα χέρια σου [ή σας]!» — φράση προς κάποιον που έκανε κάτι το αξιόλογο, συνήθως για νόστιμο έδεσμα
μσν.-αρχ.
φαρμακευτικό σκεύασμα και, γενικότερα, θεραπευτικό μέσο
αρχ.
1. θεραπεία
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος πίτας το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά τις θυσίες
3. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός έξι
4. στον πληθ. αἱ ὑγίειαι
υγιεινές καταστάσεις («πρὸς γὰρ ὑγιείας καὶ νόσους, ἀρετὰς καὶ κακίας», Πλάτ.)
5. ως κύριο όν. Ὑγίεια
μυθ. θεά, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής, σύζυγος ή κόρη του Ασκληπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής. Ο τ. ὑγεία που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική απαντά ήδη και στους μτγν. και ελληνιστικούς χρόνους (για την εναλλαγή αυτή πρβλ. ταμ-ιεῖον: ταμ-εῖον)].

Greek Monotonic

ὑγίειᾰ: [ῠ], ἡ και ενίοτε ὑγιείᾱ, (ὑγιής),
1. υγεία, ευεξία σώματος, Λατ. salus, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ. ὑγίειαι, υγιεινές συνθήκες, σε Πλάτ.
2. λέγεται για το νου, ὑγίεια φρενῶν, νοητική υγεία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑγίεια, ης, ἡ, ὑγιής
1. health, soundness of body, Lat. salus, Hdt., Attic:—pl. ὑγίειαι, healthy states or conditions, Plat.
2. of the mind, ὑ. φρενῶν soundness of mind, Aesch.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὑγιής, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

health

Afrikaans: gesondheid; Akkadian: 𒁲; Albanian: shëndet; Amharic: ጤና; Arabic: صِحَّة‎, عَافِيَة‎, سَلَامَة‎; Egyptian Arabic: صحة‎; Moroccan Arabic: صحة‎; Armenian: առողջություն; Aromanian: sãnãtati; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܘܼܠܡܵܢܵܐ‎; Asturian: salú; Avar: сахлъи; Azerbaijani: sağlamlıq, səhhət; Bashkir: һаулыҡ; Basque: osasun; Belarusian: здароўе; Bengali: স্বাস্থ্য, আরোগ্য; Breton: yec'hed; Bulgarian: здраве; Burmese: ကျန်းမာရေး; Buryat: элүүр; Catalan: salut, sanitat; Central Atlas Tamazight: ⴰⴷⵡⴰⵙ; Central Dusun: kolidasan; Chechen: могушалла; Chinese Cantonese: 健康; Dungan: җянкон; Hakka: 健康; Mandarin: 健康, 身體, 身体; Min Dong: 健康; Min Nan: 健康; Wu: 健康; Chuvash: сывлӑх; Cornish: yeghes; Crimean Tatar: sağlıq; Czech: zdraví; Dalmatian: santut; Danish: sundhed; Dutch: gezondheid, welzijn; Erzya: шумбрачи; Esperanto: sano; Estonian: tervis; Evenki: авгара; Farefare: ĩmã'asʋm; Faroese: heilsa; Finnish: terveys, olo; French: santé, forme; Friulian: salût, sanetât; Gagauz: saalık; Galician: saúde; Georgian: ჯანმრთელობა; German: Gesundheit; Greek: υγεία; Ancient Greek: ὑγεία; Guaraní: tesãi; Gujarati: આરોગ્ય; Haitian Creole: sante; Hausa: lafiya; Hebrew: בְּרִיאוּת‎; Hindi: तबीयत, आरोग्य, स्वास्थ्य, सेहत; Hungarian: egészség; Hunsrik: Gesundheet, Gesundheit; Iban: pengerai; Icelandic: heilsa; Indonesian: kesehatan; Ingush: могашал; Irish: sláinte; Italian: salute, sanità; Japanese: 健康, 体; Kannada: ಆರೋಗ್ಯದ, ಆರೋಗ್ಯ; Karelian: tervehys; Kazakh: денсаулық; Khmer: សុខភាព; Korean: 건강(健康); Kurdish Northern Kurdish: saxlemî; Kyrgyz: саламаттык; Ladino: sanedad; Lao: ສຸຂະພາບ, ສຸຂະພາບ; Latgalian: veseleiba; Latin: salus, sanitas; Latvian: veselība; Lithuanian: sveikata; Low German: Gesundhait, Gesundheid, Gesundheit, Gesundheet; Luxembourgish: Gesondheet; Macedonian: здравје; Malay: kesihatan; Malayalam: ആരോഗ്യം; Maltese: saħħa; Maori: hauoratanga, hauora; Marathi: आरोग्य; Mizo: hrisèlna; Mongolian Cyrillic: эрүүл мэнд, эрүүл, мэнд; Moore: yĩn-maasem; Navajo: shánah; Nepali: उसाँय्‌; Norman: sàntaïe; Norwegian Bokmål: helse; Nynorsk: helse; Occitan: santat; Old Church Slavonic Cyrillic: съдравьѥ; Old East Slavic: съдоровие; Pashto: روغتيا‎; Persian: سلامت‎, سلامتی‎, صحت‎; Polish: zdrowie; Portuguese: saúde; Punjabi: ਸਿਹਤ; Romanian: sănătate; Romansch: sanadad, sandet, sandà; Russian: здоровье, здравие; Rusyn: здоровя; Sanskrit: आरोग्य, स्वास्थ्य, कल्य; Sardinian: saludu, saluru, salutu, sanidade, sanidadi; Scottish Gaelic: slàinte; Serbo-Croatian Cyrillic: здра̑вље; Roman: zdrȃvlje; Sinhalese: සනීප; Slovak: zdravie; Slovene: zdravje; Spanish: salud, sanidad; Swahili: afya; Swedish: hälsa; Tagalog: kalusugan; Tajik: саломат, сиҳат, саломатӣ, сиҳатӣ; Tamil: நலம்; Tatar: сәламәтлек; Telugu: ఆరోగ్యం, ఆరోగ్యము; Thai: สุขภาพ; Tibetan: འཕྲོད་བསྟེན; Tigrinya: ጥዕና; Turkish: sağlık, sıhhat; Turkmen: saglyk; Ukrainian: здоров'я; Urdu: صحت‎, طبیعت‎; Uyghur: سالامەتلىك‎, ساغلاملىق‎, سەھىيە‎; Uzbek: sogʻlik, salomatlik, sihatlik, sihat; Veps: tervhuz'; Vietnamese: sức khỏe; Voro: tervüs; Votic: tervüüz, terveüz; Walloon: santé; Welsh: iechyd; Yakut: доруобуйа; Yiddish: געזונט‎, געזונטהייַט‎