κατεβαίνω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

(AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω)
1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.)
2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β. «καταβὰς Ἀχιλλεὺς ἀφ' ἁρμάτων», Πίνδ.)
3. έρχομαι από τον Βορρά στον Νότο ή από τα μεσόγεια στα παράλια (α. «κατέβηκε από το χωριό στην Αθήνα» β. «εἰς λιμένα καταβαίνων», Πλάτ.)
4.. έρχομαι στον στίβο για να αγωνιστώ, αγωνίζομαι (α. «η εθνική ομάδα της Ελλάδας κατέβηκε με την εξής σύνθεση» β. «καταβατέον ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν», Πλάτ.)
5. (για τιμή, αξία) γίνομαι φθηνότερος, μειώνομαι (α. «δεν κατεβαίνουν τα ενοίκια» β. «τιμῆς τοῡ σίτου καταβεβηκίας», Πολυδ.)
4. (για τη βροχή) πέφτω ραγδαία
νεοελλ.
1. (για πωλητή) υποχωρώ στις αξιώσεις του πελάτη υποβιβάζω την τιμή («δεν κατεβαίνει καθόλου»)
2. μτφ. ελαττώνομαι (α. «τα νερά κατέβηκαν» β. «το θερμόμετρο κατέβηκε στους -2 βαθμούς»)
3. κατάγομαι («από πού κατεβαίνουσι και είν' τα συγγενικά μου», Φορτουν.)
4. φρ. α) «κατέβα να φάμε» — για πολύ ψηλό άνθρωπο
β) «κατέβηκαν τα φόντα του» — έπεσε η υπόληψή του
γ) «μού κατέβηκε να...» — μού ήλθε ξαφνικά η ιδέα
δ) «κάνει ό,τι του κατέβει» — κάνει ό,τι του έλθει στον νου, ασυλλόγιστα και απερίσκεπτα
ε) «του κατεβαίνουν ιδέες» — γεννά το μυαλό του, έχει φαντασία και ευστροφία
στ) «κατεβαίνω ως υποψήφιος στις εκλογές» — είμαι υποψήφιος στις εκλογές
ζ) «κατεβαίνω σε απεργία» — απεργώ
νεοελλ.-μσν.
1. αποχωρώ από θρόνο ή από επίσημη θέση
2. φρ. «κατεβαίνω στον Άδη» — πεθαίνω
μσν.
1. έρχομαι από το πέλαγος προς τη στεριά
2. πηγαίνω προς τα ανατολικά
3. περιέρχομαι σε κάποιον από κληρονομιά
4. φρ. α) «ἐκατέβη κάτω ἡ ὥρα μου» — ήλθε η κρίσιμη στιγμή
β) «κατεβαίνω εἰς θέλημα κάποιου» — είμαι σύμφωνος με τη θέληση κάποιου
αρχ.
1. (για πράγματα) πέφτω (α. «πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα χροός», Ευρ.
β. «τά δ' ἐκ τῶν ὀρῶν καταβαίνοντα ὑποδεχομένη ῥεύματα», Πλάτ.)
2. έρχομαι, φθάνωσφόδρα δόξομεν δαΐων ὐπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν», Πίνδ.)
3. καταλήγω κάπου κατά την ομιλία
4. καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα, συμφωνώ σε κάτι
5. ταπεινώνω, θίγω
6. συγκατατίθεμαι
7. φρ. α) «καταβαίνω ἀπὸ τοῡ λόγου» — σταματώ να μιλώ
β) «καταβαίνω ἀπὸ τοῡ ἵππου» — εγκαταλείπω την ιππασία («ἀποδόμενος τὸν πολεμιστήριον ἵππον καταβέβηκεν ἀπὸ τῶν ἵππων», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από κατ-έβην, αόρ. β' του κατα-βαίνω].