οἰκία

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκία Medium diacritics: οἰκία Low diacritics: οικία Capitals: ΟΙΚΙΑ
Transliteration A: oikía Transliteration B: oikia Transliteration C: oikia Beta Code: oi)ki/a

English (LSJ)

Ion. οἰκίη, Cret. and Locr. ϝοικία, Leg.Gort.5.26, Berl.Sitzb. 1927.8 (v B. C.), cf. IG14.636 (Petelia) :—ἡ,

   A building, house, dwelling, Hdt.1.17,114, etc. ; ἡ οἰκία ἡ δημοσία IG12.94.36 ; οἰκία ἱερά ib.363.24; κατ' οἰκίαν at home, Pl.La.180d ; ἰδίᾳ καὶ κατ' οἰκίας Id.Lg. 788a ; ἔτυχεν ἐπὶ τῆς οἰ. was at home, X.Eph.5.4 : in Com. and Attic Prose much more freq. than οἶκος : sts. opp. οἶκος as house to set of apartments or room, τᾶν οἰκιᾶν τιμὰν κομιζέσθω τῶ οἴκω ἑκάστω δύο μνᾶς SIG306.16 (Tegea, iv B. C.), cf. PTeb.46.9 (cf. 18) (ii B. C.), 38.14, 15 (ii B. C.), PFay.31.11 (ii A. D.).    2 in Att. law, οἶκος was distd. from οἰκία, the former being the property left at a person's death, his estate, the latter the dwelling-house only, as stated by X.Oec.1.5, cf. Hdt.7.224, Jul.Gal.Fr.12, etc.    3 distd. from συνοικία, as one's own apartments from those let out to lodgers, Aeschin.1.124.    II household, domestic establishment, Pl.Grg.520e ; δὔ οἰκίας ᾤκει, i. e. he kept two establishments, D.39.26, cf. Arist.Pol.1265b26 ; more primitive than the πόλις, ib.1252b17, EN1162a18, al. ; ὁ ἐπὶ τῆς οἰκίας the house-steward, PCair.Zen.150.16 (iii B. C.).    III the household, i. e. inmates of the house, Pl.Lg.909b (pl.).    IV house or family from which one is descended, οἰκίης ἀγαθῆς Hdt.1.107 ; οἰκίης οὐ φλαυροτέρης ib.99 ; οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος Id.2.172 ; τῇ Κύρου οἰκίῃ συγγενέες Id.3.2, cf. Pl.Grg.472b ; ἐκ τῶν μεγίστων οἰ. Eup.117.5, cf. And.1.126, Th.8.6, etc. ; περὶ ὀλίγας οἰ. αἱ . . τραγῳδίαι συντίθενται Arist.Po.1453a19 ; ἡ Μακεδόνων οἰ. Plb.2.37.7 ; ἡ βασιλικὴ οἰ. D.S. 18.57.    V medical school, ἐξ οἰκίας Ἡροφίλου Erot.Praef., cf. Gal. 17(2).145.

German (Pape)

[Seite 300] ἡ, 1) Haus, Behausung, Wohnung; τὰς οἰκίας οὐ κατέβαλε, Her. 1, 17; οἰκίας οἰκοδομέειν, 1, 114, öfter; im Ggstz von καλύβη, Thuc. 2, 52 u. A. – 2) wie auch wir »Haus« sagen für Geschlecht, Familie, οἰκίης ἀγαθῆς, von gutem Hause, guter Herkunft, Her. 1, 107. 2, 172, δεύτερος ταύτης τῆς οἰκίας, 1, 25, u. sonst; ἡ οἰκία Λακωνικὸν ὄνομα ἔσχεν, Thuc. 8, 6; ἰδιώτας καὶ ὅλας οἰκίας καὶ πόλεις, Plat. Legg. X, 909 b; der συγγένεια entsprechend, Gorg. 472 b; neben γένος, Dem. 23, 67; öfter bei Pol., δέκα τῶν συγγενῶν φίλων οἰκίαι 39, 2, 4, τῆς ἐπιφανεστάτης οἰκίας 2, 59. Bei Strab. 7, 1 der röm. familia entsprechend. – Das Hauswesen, ἐπὶ τῇ τῆς οἰκίας παρασκευῇ διατρίβειν, Plat. Rep. II, 370 a; τὴν οἰκίαν διοικεῖν, Gorg. 520 e. – Genauer unterschieden von οἶκος ist es das eigentliche Wohnhaus, während οἶκος das Gesammtvermögen umfaßt (vgl. Böckh Staatshaush. I p. 379), ἐξ οἰκίας ἐξελαύνων Plat. Rep. VIII, 569 a, καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ IX, 579 b, κατ' οἰκίαν διατρίβειν, zu Hause verweilen, Lach. 180 d; δύ' οἰκίας ᾤκει, von Einem, der zwei Frauen geheirathet hat und zwei Wirthschaften führt, Dem. 39, 26. Von συνοικία unterschieden, Aesch. 1, 105.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκία: Ἰων. -ίη, ἡ, οἰκοδόμημα, κατοικία, οἶκος Ἡρόδ. 1. 17, 114, κτλ.· κατ’ οἰκίαν, οἴκοι, κατ’ οἶκον, Πλάτ. Λάχ. 180D· ἰδίᾳ καὶ κατ’ οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 788Α· παρὰ τοῖς κωμ. καὶ ἐν τῷ κοινῷ πεζῷ λόγῳ πολλῷ συνηθέστερον τοῦ οἶκος. 2) κατὰ τὸ Ἀττ. δίκαιον, οἶκος διεκρίνετο ἀπὸ τοῦ οἰκία, - καθ’ ὅσον τὸ πρῶτον ἐσήμαινεν ἅπασαν τὴν περιουσίαν ἣν ὁ ἀποθνήσκων κατέλειπεν, ἐν ᾧ τὸ δεύτερον ἐσήμαινε μόνον ἁπλῶς τὴν οἰκίαν, Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 224, Böckh P. E. 2, σημ. 199, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 569Α, κτλ. 3) οἰκία διεκρίνετο ὡσαύτως ἀπὸ τοῦ συνοικία, καθ’ ὅσον ἐσήμαινε τὰ πρὸς ἰδίαν τινὸς χρῆσιν οἰκήματα ἢ δωμάτια, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρεχόμενα ἐπὶ ἐνοικίῳ εἰς ξένους, Αἰσχίν. 15. 4., 17. 28. ΙΙ. τὰ τῆς οἰκίας, τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν οἰκίαν, Πλάτ. Γοργ. 520Ε· οἰκίας δύο ᾤκει, δηλ. διετήρει δύο οἰκίας ἐν ἐνεργείᾳ, Δημ. 1002. 13· ὡς προαπαιτούμενον πρὸς ὕπαρξιν πόλεως Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 12, 7, Πολιτ. 1. 2, 12, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἡ οἰκογένεια, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ οἰκοῦντες, Λατ. familia, Ἀντιφῶν 140. 34, Πλάτ. Γοργ. 472Β, κτλ. IV. οἰκία ἢ οἰκογένεια ἐξ ἧς κατάγεταί τις, οἰκίης ἀγαθῆς Ἡρόδ. 1. 107 οἰκίας οὐ φλαυροτέρης αὐτόθι 99· οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος 2. 172· Κύρου οἰκίᾳ συγγενέες 3. 2· στρατηγοὶ ἐκ τῶν μεγίστων οἰκιῶν Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15. 5, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 35, Θουκ. 8. 6, κτλ.· περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται.. τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. habitation;
II. p. ext.
1 train de maison, les affaires d’une maison;
2 les habitants de la maison, càd la famille et les domestiques;
3 famille, race.
Étymologie: οἶκος.

English (Strong)

from οἶκος; properly, residence (abstractly), but usually (concretely) an abode (literally or figuratively); by implication, a family (especially domestics): home, house(-hold).

English (Thayer)

οἰκίας, ἡ (οἶκος), the Sept. for בַּיִת (from Herodotus down), a house;
a. properly, an inhabited edifice, a dwelling: οἱ ἐν τῇ οἰκία namely, ὄντες, οἱ ἐκ τῆς οἰκίας with the genitive of person, ἡ οἰκία τοῦ (πατρός μου) Θεοῦ, i. e. heaven,. the inmates of a house, the family: ἡ οἰκία τίνος, the household, the family of anyone, Winer s Grammar, § 58,4; Buttmann, § 129,8a.);. universally, for persons dwelling in the house, property, wealth, goods (cf. Latin res familiaris): τίνος, (cf. Wetstein (1752) at the passage); οἶκος in Homer (as Odyssey 2,237 κατεδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσηος, cf. 4,318), in Herodotus 3,53and in Attic; Hebrew בַּיִת, Sept. τά ὑπάρχοντα); Sept. ὅσα ὑπῆρχεν). Not found in Rev. (Synonym: see οἶκος, at the end)

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία)
στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή της οικογένειας, εστία της οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε καταλιπόντας καὶ ἱερά», Θουκ)
αρχ.
1. διαμέρισμα, τμήμα σπιτιού, δωμάτιο
2. (αττ. δίκ.) το κτήριο της διαμονής, σε αντιδιαστολή με τον οίκο, που δήλωνε όλη την περιουσία, κινητή και ακίνητη, του ιδιοκτήτη
3. οικιακός εξοπλισμός, οικοσκευή
6. όσοι ζουν μέσα στο σπίτι, οικογένεια, φαμίλια
7. συνεκδ. το γένος από το οποίο κατάγεται κανείς, η γενιά, το σόι
8. (με ειδική σημ.) ιατρική σχολή
9. φρ. α) «ὁ ἐπὶ τῆς οἰκίας» — επιστάτης, οικονόμος
β) «κατ' οἰκίαν» και «κατ' οἰκίας» και «ἐπὶ τῆς οἰκίας» — στο σπίτι, κατ' οίκον, οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος. Η λ. οἶκος έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο από τη λ. οἰκία, γιατί, εκτός από την οικογένεια και τον τόπο διαμονής της οικογένειας, δήλωνε και ολόκληρη την πατρική περιουσία, καθετί που έχει στην κατοχή του ο οικοδεσπότης].