ἀληθινός
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ή, όν,
A agreeable to truth: 1 of persons, truthful, trusty, στράτευμα, φίλοι, X.An.1.9.17, D.9.12, cf. Posidipp.26. Adv. -νῶς, φιλεῖν X.Smp.9.5: Sup. -ώτατα Plb.39.37. 2 of things, true, genuine, Pl.R.499c, Arist.EN1107a31 (Comp.); esp. of purple, πορφυρίς X.Oec.10.3, cf. Edict.Diocl.24.6; ἰχθύς Amph.26; πέλαγος Men.65; λόγος Id.Sam.114; τὰ ἀ. real objects, opp. τὰ γεγραμμένα, Arist.Pol.1281b12; of persons, ἐς ἀ. ἄνδρ' ἀποβῆναι to turn out a genuine man, Theoc.13.15: Astron., true (opp. φαινόμενος apparent), of risings and settings, Autol.1 Def.1, al. II Adv. -νῶς truly, really, opp. γλίσχρως, Isoc.5.142; ζῶντα ἀ. really alive, Pl.Ti.19b; ἀ. γεγάμηκεν ; Antiph.221. 2 honestly, straightforwardly, OGI 223.17 (Erythrae).
German (Pape)
[Seite 94] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, στράτευμα, ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; μαρτυρία 29, 15; ἀπόφασις Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, σοφία καὶ ἀρετή Theaet. 176 c; βασιλεύς Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von πεπλασμένως, Bato com. Stob. Flor. 6, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθινός: -ή, -όν, σύμφωνος τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, φιλαλήθης, ἀξιόπιστος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, πραγματικός, ἀληθής, γνήσιος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· πέλαγος, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· οὕτως ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, ὅπως καταστῇ «σωστὸς» ἀνήρ, Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., εἶναι ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
véridique, sincère.
Étymologie: ἀληθής.
Spanish (DGE)
(ἀληθῐνός) -ή, -όν
• Alolema(s): dór. ἀλᾱθῐνός Theoc.13.15
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1op. impl. o explíc. a lo imitado, fingido o falso, casi nunca pred. verdadero, auténtico, de verdad τοῦ γὰρ ἐόντος ἀληθινοῦ κρεῖσσον οὐδέν Meliss.B 8.5, ἡγεμὼν ἀ. Isoc.15.206, ἀ. ἄρχων Pl.R.347d, πρίν ... ἄν ... ἀληθινῆς φιλοσοφίας ἀληθινὸς ἔρως ἐμπέσῃ Pl.R.499c, ἀ. φιλόσοφος PHamb.37.6 (II d.C.), εἰ ... ἐπιδεικνύς τε ... καὶ πορφυρίδας ἐξιτήλους φαίην ἀληθινὰς εἶναι; X.Oec.10.3, cf. DP 24.6, de estatuas ὁμοιότερά τε τοῖς ἀληθινοῖς καὶ πιθανώτερα ποιεῖς φαίνεσθαι; ¿las haces parecer más auténticas y más convincentes? X.Mem.3.10.7, συμμάχων δ' εἶναι καὶ φίλων ἀληθινῶν ἐν τοῖς τοιούτοις καιροῖς παρεῖναι es propio de los aliados y de los amigos de verdad acudir en tales ocasiones D.9.12, τὸ ἀληθινὸν αἰδοῖον la verdadera vulva Arist.HA 579b26, οἱ δ' ἐπὶ μέρους ἀληθινώτεροι los principios particulares son más verdaderos Arist.EN 1107a31, διαφέρουσιν ... τὰ γεγραμμένα διὰ τέχνης τῶν ἀληθινῶν se distinguen las cosas pintadas de los modelos de verdad Arist.Pol.1281b12, ἰχθύες ἀληθινοί pescado de verdad Amphis 26, cf. κάραβος ἀ. Macho 29, χάλκεόν νιν ἀντ' ἀλαθινοῦ ... ἀνέθηκαν Theoc.Ep.18.3, ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβῆναι convertirse en hombre de verdad Theoc.13.15, τὸ δ' οὐχὶ φάσμ' ἔστ', ἀλλὰ παῖς ἀληθινή Men.Phasm.9, cf. Fr.64.5, παράβολος ὁ λόγος ... ἀλλ' ἀληθινός Men.Sam.329, (ἡ ἱστορία) κριτὰς ἀληθινοὺς ἀποτελεῖ Plb.1.35.10, φόβος ἀληθινός Plb.3.75.8, ἁμάρτημα D.C.46.5.3, σὺ τυγχάνεις Αἰγύπτιος ἀληθινός; Ps.Callisth.4.6, cf. PGiss.Lit.6.3.27 (III d.C.), ἀ. ὁ λόγος LXX 2Pa.9.5, δέδωκα ἀποδείξεις ἀληθινάς he dado explicaciones ajustadas a la verdad, BGU 1141.12 (I a.C.), cf. PPetr.2.19.1a.6 (III a.C.), τὰ τροπικῶς εἰρημένα εἰς τὰ ἀληθινὰ λαμβάνουσι toman por verdadero lo dicho figuradamente Epiph.Const.Anc.43
•esp. de Dios verdadero ἱκετεύειν τὸν ἀληθινὸν θεόν Ph.2.599, cf. POxy.925.2 (V/VI d.C.), Corinth 8(3).508.1 (V/VI d.C.), de la iglesia IGChEg.481 (biz.)
•c. otras trad. ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι los hombres malos son opuestos a los veraces Heraclit.B 133, τὴν ὑπ' Ἀριστοτέλους παραδιδομένην ἱστορίαν περὶ τῆς ἀποικίας ἀληθινωτέραν εἶναι συμβαίνει la versión aristotélica de la colonización resulta más verídica Plb.12.5.4, ἄμπελος ... ἀ. una viña legítima LXX Ie.2.21, ἀληθινῶν δὲ στόμα ἐμπλήσει γέλωτος de las personas veraces llenará la boca de risa LXX Ib.8.21.
2 teñido con púrpura auténtica, genuina ἐκ τῆς σχῆμα Io.Mal.Chron.M.97.101C, στηθάριον ib.612B.
II adv. -ῶς
1 sincera, lealmente οὐκ ἀληθινῶς, ἀλλὰ καταπεπλασμένως no de manera sincera, sino artificiosa Isoc.6.98, ἀπλάστως καὶ ἀ. IEryth.31.17 (III a.C.).
2 real, verdaderamente οὐ γλίσχρως ἀλλ' ἀληθινῶς Isoc.5.142, εἴτε ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα εἴτε καὶ ζῶντα ἀ. Pl.Ti.19b, ἀ. τοῖς στόμασι φιλοῦντες X.Smp.9.5, ὁ ἀ. δημοτικός Arist.Pol.1320a33, πεπαιδευμένος ἀ. LXX Si.42.8.
English (Strong)
English (Thayer)
(ή, (frequent in secular writings from Plato down; (twenty-three times in John's writings; only five (according to Lachmann six) times in the rest of the N. T.));
1. that which has not only the name and semblance, but the real nature corresponding to the name (Tittmann, p. 155; ("particularly applied to express that which is all that it pretends to be, for instance, pure gold as opposed to adulterated metal" Donaldson, New Crat. § 258; see, at length, Trench, § viii.)), in every respect corresponding to the idea signified by the name, real and true, genuine;
a. opposed to what is fictitious, counterfeit, imaginary, simulated, pretended: Θεός (אֱמֶת אֱלֹהַי, ἀληθινοί φίλοι, Demosthenes, Philippians 3, p. 113,27.)
b. it contrasts realities with their semblances: σκηνή, ὁ ἵππος contrasted with ὁ ἐν τῇ εἰκόνι, Aelian v. h. 2,3.)
c. opposed to what is imperfect, defective, frail, uncertain: φῶς, κρίσις, L T Tr WH; κρίσεις, ἄρτος, as nourishing the soul unto life everlasting, ἄμπελος, μαρτυρία μάρτυς, δεσπότης, ὁδοί, πιστός, τό ἀληθινόν the genuine, real good, opposed to external riches, οἷς μέν γάρ ἀληθινός πλοῦτος οὐρανῷ, Philo de praem, et poen. § 17, p. 425, Mang. edition; cf. Wetstein (1752) on Luke , the passage cited); ά᾿θληται, Polybius 1,6, 6).
2. equivalent to ἀληθής, true, veracious, sincere, (often so in the Sept.): καρδία, μετ' ἀληθείας ἐν καρδία ἀληθινή, λόγοι, Rev. ( Plutarch, apoph, p. 184e.). (Cf. Cremer, 4te Aufi. under the word ἀλήθεια.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀληθινός, -ή, -όν)
1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός
2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος
3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός
4. (για πράγματα) πραγματικός, γνήσιος
5. επίρρ. αληθινώς (Ν και αληθινά)
α) πράγματι, στ' αλήθεια
β) ειλικρινά, ανυστερόβουλα
Greek Monotonic
ἀληθῐνός: -ή, -όν (ἀληθής), σύμφωνος προς την αλήθεια·
1. λέγεται για πρόσωπα, φιλαλήθης, αξιόπιστος, σε Ξεν., Δημ.
2. λέγεται για πράγματα, αληθής, πραγματικός, σε Πλάτ.· ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι, για να γίνει σωστός άνδρας, σε Θεόκρ.· επιρρ. -νῶς, όντως, πραγματικά, σε Πλάτ. κ.λπ.