ἅλιος
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
(A), α, ον, also ος, ον S.Aj.357, E.Heracl.82(lyr.): (ἅλς:—
A of the sea, of sea-gods, nymphs, etc., θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος, i.e. of Nereus, Il.1.556, Hes.Th.1003, cf. Od.4.365, al.; θεαὶ ἅ. sea-god-desses, Nereids, Il.18.432; of Apollo, Arist.Mir.840a20; ἅ. ψάμαθοι sea-sand, Od.3.38; ἅ. πρών A. (only in lyr.) Pers.131,879; κῦμα Id.Supp.14; πρύμναι, πλάτα, νηῦς, Pi.O.9.72, S.OC716, Orph.A.236.
ἅλιος (B), α, ον: (perh. cf. ἠλίθιος):—mostly of things,
A fruitless, idle, ἔπος, μῦθος, Il.18.324, 5.715; πόνος 4.26; βέλος 5.18; ὅρκιον 4.158; in Od. only with ὁδός 2.273, 318; of a person, Il.10.324: neut. as Adv., in vain, 13.505, cf. 4.179, S.OC1469: reg. Adv. -ίως Id.Ph. 840.—Ep. word, used by S. in lyr.
(C), ὁ, Dor.for ἥλιος. II (ἁλίζω), Pythag. name for nine, Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 97] 1) vom Meere, zum Meere gehörig, γέρων, Meergreis, Hom. z. B. Od. 4, 349; ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν Iliad. 18, 86, ἀλλάων ἁλιάων 432, ἅλιαι θεαί 24, 84, Nereiden, wie ἅλιος für Poseidon Secund. 1 (Plan. 214); ψάμαθοι Od. 3, 38; – Pind. γέρων P. 9, 97, κόραι Νηρῆος Ol. 2, 32, πρύμναι 9, 78; κῦμα Aesch. Suppl. 14 Eur. Hel. 1321, οἶδμα 520, selbst πέλαγος Andr. 994; πρῶνα Aeschyl. Pers. 129, ήϊόνες Eur. Tr. 825; Soph. νύμφαι Phil. 1456, πλάτη O. C. 720; Ai. 351, wo Herm. ἅλιος schreibt; Eur. Heracl. 83; Eur. wie sp. D. oft. – 2) nichtig, vergeblich, μάταιος (weil das Meer unfruchtbar ist), ohne Wirkung, oft Hom., meist als Prädicatsnomen, z. B. οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός Iliad. 5, 18, οὐχ ἅλιον βέλος ἧκε 4, 498, χειρὸς ἄπο ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα 14, 455, ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν ἐνθάδε 4, 179, ἅλιον θεῖναι πόνον 4, 26; ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ 5, 715; ἅλιον ἔπος ἔκβαλον 18, 324; οὐδ' ἅλιον ἔπος ἔσσεται 24, 92; ἅλιον πέλει ὅρκιον 4, 158; οὔ τοι ἔπειθ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται Od. 2, 273 vgl. 318; ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι Iliad. 10, 324; – ἅλιον vielleicht advb. Iliad. 13, 505 vgl. 16, 615; vgl. Soph. O. C. 1468 ch., wo Herm. des Metrums wegen ἅλια ändert; ἁλίως Soph. Phil. 829. u. compos., dor. für ἥλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλιος: ὁ Δωρ. ἀντὶ ἥλιος.
French (Bailly abrégé)
1α ou ος, ον :
de la mer, marin ; ἅλιαι θεαί ou abs. ἅλιαι les déesses de la mer, les Néréides.
Étymologie: ἅλς¹.
2α, ον :
vain, inutile ; neutre adv. • ἅλιον vainement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
3dor. c. ἥλιος.
English (Autenrieth)
(2): fruitless, ineffectual, vain, in vain; adv. ἅλιον.
English (Autenrieth)
(1) (ἅλς): of the sea; γέρων, Nereus (Il. 1.556), Proteus (Od. 4.365), θεαί, and as subst. ἅλιαι, the Nereids, Od. 24.47.
English (Slater)
ᾰλιος
1 of, by the sea μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις (O. 2.29) ἁλίαισιν πρύμναις Τήλεφος ἔμβαλεν (O. 9.72) ἁλίοιο γέροντος i. e. Nereus. (P. 9.94) ἁλίῳ (Pae. 6.149) ἁλίαι[ fr. 140a. 51 (25). ἁλίου δελφῖνος fr. 140b. 15. ἐπ' οἶδμἅλιον fr. 221. 4.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): argól. ἅλιιος IO 693 (arc.)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον S.Ai.357, E.Heracl.82]
marino, del mar ref. al «viejo del mar» identificado c. Nereo ἅ. γέρων Il.1.556, 24.562, Hes.Th.1003, Forcis Od.13.96, 345, Proteo Od.4.365, γέρων ἅ. νημερτής Od.4.349, cf. IO l.c., ἁλίαι (θεαί) de las Nereidas Il.18.432, cf. 139
•Θέτις Nonn.D.33.377, de Apolo, Arist.Mir.840a20, ναῦτα Lyr.Adesp.86
•de cosas ἅλιοι ψάμαθοι las arenas del mar, Od.3.38, 4.438, κῦμα A.Supp.14, οἶδμα h.Ap.417, πρών A.Pers.131, πρύμναι Pi.O.9.72, πλάτα S.OC 716, de lugares ἁλίαις ... ἐπὶ Στροφάσιν en las marinas islas Estrófades, IG 92.928.6 (Corcira III a.C.).
-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1errado, que falla el blanco, βέλος Il.4.498, 15.575, 16.480, (ἔγχος) ἅ. Il.13.410.
2 equivocado ὁδός Od.2.273, 318, h.Merc.549, σκοπός Il.10.324.
3 que no sirve o no es útil, como pred. para nada ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν Il.4.179
•de palabras, juramentos en vano, inútil μῦθος Il.5.715, h.Merc.280, ἔπος Il.18.324, Il.24.92, ὅρκιον Il.4.158, de otros abstr. πόνος Il.4.26, γεωπονίη Max.537, οὐδ' ἁλίην ἀπέτεισε θεὴ χάριν Call.Iou.37.
II adv.
1 neutr. como adv. en vano αἰχμὴ ... κατὰ γαίης ᾤχετ' ἐπεί ῥ' ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν Il.13.505, 16.615, οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ ποτ' (el rayo), S.OC 1469.
2 adv. -ίως para nada, inútilmente θήραν τήνδ' ἁλίως ἔχομεν τόξων para nada hemos hecho la conquista de este arco S.Ph.840.
Greek Monolingual
(I)
ἅλιος, -ία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος
2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς.
ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος
νεοελλ.
αλιόφως].———————— (II)
ἅλιος, -ία, -ον (Α)
1. (συνήθως για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άκαρπος, άσκοπος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἅλιον
μάταια, άσκοπα, ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία ποιητική, και μάλιστα επική, λέξη που αντικαταστάθηκε κατόπιν από το επίθετο μάταιος. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. ἠλίθιος «μάταιος, ανωφελής», ἠλάσκω «περιπλανώμαι, περιφέρομαι» και περαιτέρω με το ρ. ἀλῶμαι «περιπλανώμαι» δεν εξηγεί τη δάσυνση του τ. ἅλιος. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση του επιθ. με τις λ. ἅλς «θάλασσα», ἅλιος «θαλασσινός». Η σημασιολογική συγγένεια του επιθ. ἅλιος «μάταιος» με τη φράση «εἰς ὕδωρ γράφειν» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική προέλευση του επιθ. από το ουσ. ἅλς. Κατ’ άλλη άποψη, η συχνή χρήση του επιθ. με το ουσ. βέλος οδηγεί στην υπόθεση ότι αρχικά το επίθ. ἅλιος προσδιόριζε το ουσ. βέλος και σήμαινε «βέλος που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη θάλασσα». Άρα, σύμφωνα με την ίδια άποψη, το επίθετο ἅλιος σήμαινε αρχικά «άστοχος», από όπου η σημασία «ανώφελος, άσκοπος» και, κατ επέκταση, «ματαιος».
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιῶ].———————— (III)
ἅλιος, ο (Α)
1. δωρικός τύπος αντί του ἥλιος
2. Φιλοσ. ἁλίζω
ο αριθμός εννέα στους Πυθαγόρειους.
Greek Monotonic
ἅλιος: (Α), -α, -ον και -ος, -ον (ἅλς), θαλασσινός, Λατ. marinus, λέγεται για τους θεούς της θάλασσας και τις νύμφες, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἅλ. ψάμαθαι, η άμμος της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.
• ἅλιος: (Β), -α, -ον (πρβλ. ἠλίθιος), λέγεται για πράγματα, άκαρπος, ακερδής, απρόσφορος, μάταιος, ανώφελος, σε Όμηρ.· ουδ. ἅλιον ως επίρρ., μάταια, σε Ομήρ. Ιλ.· ομαλό επίρρ. -ίως, σε Σοφ.
• ἅλιος: ὁ, Δωρ. αντί ἥλιος.