Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μῶλος

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶλος Medium diacritics: μῶλος Low diacritics: μώλος Capitals: ΜΩΛΟΣ
Transliteration A: mō̂los Transliteration B: mōlos Transliteration C: molos Beta Code: mw=los

English (LSJ)

ὁ,

   A toil and moil of war, μῶλος Ἄρηος Il.2.401, etc.: also without Ἄρηος, 17.397, 18.188, Hes.Sc.257: once in Od., ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος struggle between Irus and the stranger, 18.233; εὖτ' ἂν Ἄρης μῶλον συνάγῃ Archil.3.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ (moles), Mühe, Anstrengung, VLL. erkl. μάχη, θόρυβος, u. haben auch die Form μόλος; bes. Kriegsarbeit, Kampf, θάνατόν τε φυγεῖν καὶ μῶλον Ἄρηος, Il. 2, 401 u. öfter, auch ohne den Zusatz, πῶς τ' ἄρ' ἴω μετὰ μῶλον, 18, 188, περὶ δ' αὐτοῦ μῶλος ὀρώρει ἄγριος, 17, 397; vgl. Hes. Sc. 257; ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος, der Zweikampf des Fremden und des Iros, Od. 18, 233 (sonst kommt das Wort in der Od. nicht vor); Ἄρης μῶλον συνάγει, Archil. 50; Ap. Rh. 4, 414. – Hesych. erwähnt auch ein Verbum μωλέω = μάχομαι, u. μωλήσεται, μαχήσεται, πικρανθήσεται. – In der Ueberschrift des Ep. ad. 370 (IX, 670), εἰς μῶλον τῇ θαλάττῃ ἐπικείμενον, ist es Hafendamm, moles.

Greek (Liddell-Scott)

μῶλος: ὁ, ὁ κόπος καὶ μόχθος τοῦ πολέμου, μῶλος Ἄρηος Ἰλ. Β. 401, κτλ.· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ Ἄρηος, Ρ. 397., Σ. 188, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 257· - ἀλλά, ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος, ὁ ἀγὼν ὁ μεταξύ..., Ὀδ. Σ 233 (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα ἡ λέξ. ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ.)· Ἄρης μῶλον συνάγει Ἀρχίλ. 3. - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ ῥῆμα μωλέω = μάχομαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
travail pénible ; guerre, combat.
Étymologie: cf. lat. moles.

English (Autenrieth)

toil and moil of battle, freq. w. Ἄρηος, Η 1, Il. 17.397.

Greek Monolingual

(I)
ο (Μ μῶλος)
ο μόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μῶλος, αντί μόλος που θεωρείται επικρατέστερος (< ιταλ. mōlo), αποτελεί απόδοση του μακρού λατ. -ō- στον τ. mōles, -is «όγκος, προκυμαία» με -ω-].———————— (II)
μῶλος, ὁ (Α)
1. ο κόπος και ο μόχθος του πολέμου («εὐχόμενος θάνατόν τε φυγεῑν καὶ μῶλον Ἄρηος», Ομ. Ιλ.)
2. (μόνο μία φορά στην Οδύσσεια) αγώνας, μονομαχία («ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται με το λατ. mōlēs «βάρος, μόχθος» (πρβλ. μῶλος Ἄρηος και λατ. mōles Μartis ή mōles pugnae «αγώνας ή μόχθος του πολέμου»), με το μόλις «με κόπο», καθώς και με λιθουαν. prisimuoleti «κοπιάζω, μοχθώ». Είναι πιθανό όλοι αυτοί οι τ. να συνδέονται με γερμ. και σλαβικές λ. (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. muoan «πιέζω, ενοχλώ», απ' όπου το γερμ. mude «κουρασμένος», ρωσ. maju, -atĭ «κουράζω, εξαντλώ»). Η λ. χρησιμοποιείται ήδη στον Όμηρο για να δηλώσει τη μάχη, τη συμπλοκή. Στην αρχ. κρητική διάλεκτο απαντούν σύνθετες και παράγωγες λ. του τ. μῶλος ως δικανικοί όροι (πρβλ. ἀντί-μωλος «αντίδικος», μωλῶ, -έω «δικάζω»). Πρόκειται για χρήση που απηχεί το παλαιότερο στρατιωτικό πνεύμα (πρβλ. και τους δικανικούς όρους: διώκω, φεύγω). Η λ., τέλος, δεν αποκλείεται να συνδέεται με την ονομασία Μώλεια (τά), όνομα αρκαδικής εορτής, η οποία τελούνταν σε ανάμνηση της μάχης του Λυκούργου με τον Ερευθαλίωνα].

Greek Monotonic

μῶλος: ὁ, κόπος και μόχθος για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ξείνου καὶἼρου μῶλος, η μάχη μεταξύ του Ίρου και του ξένου, σε Ομήρ. Οδ.